Το καρναβάλι είναι στενά συνυφασμένο με την πολιτισμική κληρονομιά, αλλά και τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής της Αγιάσου. Η καρναβαλική σάτιρα επικεντρώνεται σε καταστάσεις, γεγονότα, ή επεισόδια που διαδραματίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς που προηγήθηκε, ή ακόμη και στο απώτερο παρελθόν, κυρίως στην ίδια την Αγιάσο, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, καθώς και στο διεθνή χώρο (ιδίως μετά τη δεκαετία του 1970, όταν τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, όπως οι «αθηναϊκές» εφημερίδες και ραδιοφωνικοί σταθμοί και τελικά η τηλεόραση, άρχισαν να έχουν σταδιακά αντίκτυπο [και] στην Αγιασώτικη καθημερινή ζωή). Έτσι η σάτιρα απέκτησε έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα, ενώ συνδέεται άμεσα με την τοπική κουλτούρα, μέσα από τη διακωμώδηση προσώπων και πρακτικών, αλλά και την ανάπλαση των ηθών, των εθίμων και του χαρακτηριστικού Αγιασώτικου επικοινωνιακού ιδιώματος. Το τελευταίο αποτελεί κομβικό και αναπόσπαστο γνώρισμα της καρναβαλικής σάτιρας, αφού όπως ανέφερε και ο Α. Μηνάς, από τους πρωταγωνιστές του καρναβαλιού από τη δεκαετία του 1960, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, «Μόνο στην Αγιάσο, έχουμε το δικό μας πνεύμα, το δικό μας χιούμορ…μπορεί να σε πειράζουν και να μην καταλαβαίνεις τίποτα. Έχουμε το δικό μας στυλ. Άλλα λέμε άλλα εννοούμε…».

            Από το 19ο αι. μέχρι σήμερα τα καρναβάλια ξεκινούν κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή της Αποκριάς και κορυφώνονται την Καθαρά Δευτέρα. Παλιότερα, τον εορταστικό τόνο έδιναν οι παρέες των γλεντιστών που κυκλοφορούσαν μεταμφιεσμένοι στους δρόμους, οι «μ[ου]τσούνες», ή «κουδουνάτοι», που γύριζαν τα απογεύματα και τα βράδια στις γειτονιές και στα κουϊτούκια, τραγουδώντας «αδιάντροπα» (άσεμνα) και σκωπτικά τραγούδια. Τα πειράγματα που αυτοσχεδίαζαν (συνήθως επί τόπου) οι γλεντιστές στιχοπλόκοι ακούγονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του τριωδίου. Σύμφωνα με τον Στρατή Κολαξιζέλη, οργανώνονταν γλέντια και στα σπίτια, ιδίως το βράδυ της Τσικνοπέμπτης, στα οποία συμμετείχαν φιλικές και συγγενικές οικογένειες. Την τελευταία Κυριακή και την Καθαρά Δευτέρα, το αποκριάτικο γλέντι κορυφωνόταν, επικεντρωμένο συνήθως στην Πλατεία της Άνω Αγοράς. Οι μεταμφιεσμένοι «καρνάβαλοι», «μουτζουρωμένοι» (σύμφωνα με το παλλεσβιακό αποκριάτικο έθιμο που επιτάσσει την επίθεση μαύρου σταυρού, ή έστω χρίσματος από το «φούμο» της σόμπας, στο μέτωπο, ή στις παρειές του γλεντιστή), «συνέχιζον τας οργιώδεις διασκεδάσεις ψάλλοντες και την ημέραν τα άσεμνα ποιήματα», όπως το «Πως το τρίβουν το πιπέρι», κ. ά.  Παράλληλα τραγουδούσαν και ορισμένα «αφηγηματικά» αποκριάτικα τραγούδια, που είναι παλλεσβιακά γνωστά, όπως η «Μηλίτσα». Ορισμένα απ’ αυτά, όπως το τραγούδι «του Διάκου», ή η «Σούσα», προσέλαβαν σταδιακά (και) αλυτρωτική διάσταση κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου, αφού την επιτέλεσή τους ανελάμβαναν φουστανελλοφόροι με περικεφαλαίες, που κρατούσαν και επεδείκνυαν γυμνά σπαθιά, ή άλλα «άρματα».

 Όπως μας πληροφορεί ο Γιάννης Χατζηβασιλείου, από τις αρχές του 20ου αιώνα, το Αναγνωστήριο άρχισε να συμμετέχει ενεργά στις καρναβαλικές εκδηλώσεις. Το 1902 προκήρυξε διαγωνισμό, με σκοπό «να λείψουν οι ασχημοσύνες», δηλαδή οι υπερβολές των «αδιάντροπων». Προκηρύχθηκαν τρία βραβεία αξίας τριάντα γροσιών που συγκεντρώθηκαν από έρανο μεταξύ των μελών της επιτροπής, όμως απονεμήθηκε «μόνο το τρίτο, σ’ αυτούς που υποκρίθηκαν του ‘άγριους’». Παρ’ ότι από το 1902 μέχρι το 1937 δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη δράση του Αναγνωστηρίου σε σχέση με το Καρναβάλι, από το 1938, χάρη στη δωρεά του Θεόδωρου Κουκουβάλα, το Αναγνωστήριο επανέρχεται στο προσκήνιο και προκηρύσσει το «Βάλειο» διαγωνισμό, με χρηματικό βραβείο, που απονέμεται εφεξής στο καλύτερο καρναβαλικό σύνολο. Για τη διεκδίκηση των επάθλων είχαν οριστεί και κριτήρια με σκοπό να διατηρηθεί το παλιό έθιμο, να καλλιεργηθεί η σάτιρα σαν μέσο αναφοράς και καυτηρίασης προσώπων και επίκαιρων γεγονότων και να προωθηθεί και να προβληθεί η χρήση της ντοπιολαλιάς.

Δεν υπάρχουν σαφείς αναφορές για τις καρναβαλικές δραστηριότητες την κατοχική και μετακατοχική περίοδο. Γνωρίζουμε όμως ότι η επανίδρυση του Αναγνωστηρίου τη δεκαετία του ’50 (1952) σηματοδότησε και την επαναπροκήρυξη του Βάλειου διαγωνισμού. Τα βραβεία ήταν τρία διαφορετικά χρηματικά ποσά, που απονέμονταν στους νικητές τρεις μέρες μετά την Καθαρά Δευτέρα, εφόσον οι διαγωνιζόμενοι μετά την παρουσίασή τους είχαν παραδώσει τα κείμενα στην επιτροπή αξιολόγησης Ως διαγωνιζόμενοι συμμετείχαν παρέες, ή ομάδες που προέρχονταν από την ίδια γειτονιά, συχνά υπό την καθοδήγηση ενός ηγέτη, που αναλάμβανε να αποδώσει και τον κεντρικό δραματικό ρόλο, στο πλαίσιο της συλλογικής επιτέλεσης. Αυτή την περίοδο παγιώθηκε και η παρουσίαση αρμάτων εκ μέρους των διαγωνιζόμενων ομάδων. Οι ομάδες προετοίμαζαν τις ειδικές καρναβαλικές ενδυμασίες, αλλά και τους διαλόγους που επρόκειτο να απαγγείλουν αρκετές μέρες πριν την τελευταία Κυριακή των Απόκρεω, ενώ κατασκεύαζαν και στόλιζαν και το άρμα τους με δικά τους έξοδα, τα οποία ήλπιζαν να αποσβέσουν σε περίπτωση κατάκτησης ενός βραβείου.

Έτσι καταξιώθηκε ο ηγεμονικός ρόλος του Αναγνωστηρίου στις καρναβαλικές εκδηλώσεις. Στο εξής το Αγιασώτικο καρναβάλι προσέλαβε οριστικά διαφορετική μορφή από τις αυθόρμητες εκδηλώσεις που χαρακτήριζαν την υπόλοιπη Λέσβο. Αυτή η μετάλλαξη οδήγησε ίσως σε μια σχετική τυποποίηση, που μείωσε την ποικιλότητα της πηγαίας λαϊκής σάτιρας, αλλά παράλληλα διέσωσε και εμπλούτισε διαχρονικά το ουσιαστικό της περιεχόμενο. Πράγματι, ενώ ήδη από τη δεκαετία του 1980 οι αυθόρμητες καρναβαλικές εκδηλώσεις άρχισαν να σπανίζουν σε ολόκληρο το νησί (με σποραδικές εξαιρέσεις), η απήχηση του καρναβαλιού της Αγιάσου γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη. Ο ετήσιος αριθμός των επισκεπτών αυξάνεται σταθερά και το Αγιασώτικο καρναβάλι μετατρέπεται σταδιακά σε υπερτοπικό θεσμό, αφού προσελκύει την προσοχή όλων των Λέσβιων, αλλά και θεατών από όλη την Ελλάδα, ακόμα και από την Ευρώπη, την Αυστραλία και την Αμερική (Η.Π.Α.). Σ’ αυτή την εξέλιξη συνέβαλαν οπωσδήποτε και οι Αγιασώτικες παροικίες στην Αθήνα και στο εξωτερικό, αφού προώθησαν συστηματικά τη διοργάνωση παράλληλων καρναβαλικών εκδηλώσεων στους τόπους διαμονής τους, σύμφωνα με τα πρότυπα του Αναγνωστηρίου.

Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Α. Μηνά, που πρωταγωνίστησε σε ανάλογη εκδήλωση στην Αθήνα τη δεκαετία του 1970: οι Αγιασώτες της Αθήνας, σε συνεργασία με άλλους Λέσβιους, διοργάνωσαν ολόκληρη εκδήλωση στη Βαρυπόμπη, ενώ η μεταφορά των πρωταγωνιστών των σατυρικών διαλόγων, του Α. Μηνά (μεταμφιεσμένου σε γριά) και του συμπρωταγωνιστή του (μεταμφιεσμένου σε γέρο), έγινε με αυτοκίνητο - αντίκα που παραχώρησε ο επιχειρηματίας  Κοντέλλης, που κατάγεται από τον Ασώματο Λέσβου.

Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και η συστηματική συνεργασία του Δήμου Αγιάσου με το Αναγνωστήριο, στο πλαίσιο της διοργάνωσης των καρναβαλικών εκδηλώσεων. Η συμμετοχή του Δήμου υποβοήθησε την επίλυση των οργανωτικών και των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η διοργάνωση. Βέβαια σταδιακά ο Δήμος ανέλαβε το μεγαλύτερο οικονομικό και οργανωτικό μερίδιο, ενώ το 1985 ιδρύθηκε ο καρναβαλικός σύλλογος Αγιάσου «Σάτυρος», στον οποίο το Αναγνωστήριο παρεχώρησε την ευθύνη της διοργάνωσης των καρναβαλικών εκδηλώσεων, πάντοτε σε συνεργασία με τις εκάστοτε δημοτικές αρχές. Παρ’ όλα αυτά οι πρακτικές που ενέπνευσε και προώθησε το Αναγνωστήριο σφραγίζουν ακόμη και σήμερα τη διοργάνωση του Αγιασώτικου καρναβαλιού, δικαιώνοντας το όραμα των πρωτοπόρων ιδρυτών του.

Υποσημειώσεις

 

Καρναβάλι (1)