Γιούνια:
Ονομάζονται οι μεταφιεσμένοι τις
Αποκριές στη Λέσβο. Στο λεσβιακό ιδίωμα
χρησιμοποιούνται επίσης οι όροι “αρκούδες”
και “κουδουνάτοι”.
Γιουρούκοι
ή “Γιουρούκηδες” ή “Γιουρούκια”:
Νομαδικός λαός από τη Μικρά Ασία που
κατοικούσε και στη Λέσβο. Οι
Γιουρούκηδες έμεναν σε σκηνές στις
δασικές περιοχές και ήταν ξυλοσχίστες,
υλοτόμοι ή κατασκεύαζαν ξύλινα είδη
οικιακής χρήσης, μάζευαν και πωλούσαν
δαδί κ.ο.κ. Είχαν εξισλαμιστεί, ωστόσο
διατηρούσαν ιδιαίτερα έθιμα και είχαν
ξεχωριστό γλωσσικό ιδίωμα. Οι
Γιουρούκοι εγκατέλειψαν τη Λέσβο με
την υποχρεωτική ανταλλαγή των
πληθυσμών το 1923.
Γλιτώματα:
Στο λεσβιακό ιδίωμα ονομάζονται τα
γλέντια που οργάνωναν για τους εργάτες
οι ιδιοκτήτες ελαιοκτημάτων, μετά την
ολοκλήρωση της συλλογής του καρπού, "όταν
γλίτωναν από τις ελιές". Συνήθως
κερνούσαν τους εργάτες λουκουμάδες,
ενώ συχνά προσκαλούσαν και μουσικούς.
Τα γλέντια στα γλιτώματα γίνονταν
μέχρι τη δεκαετία 1950.
Δώμα:
Επίπεδη στέγη σπιτιού από πατημένο
χώμα. Με δώματα στεγάζονταν τα
περισσότερα σπίτια στα χωριά της
Λέσβου μέχρι την δεκαετία του 1930, οπότε
η οικονομική ανάπτυξη επέτρεψε την
σταδιακή τους αντικατάσταση με
κεραμωτές στέγες.
Ζυγιά:
Τύπος μουσικού
συγκροτήματος, αποτελούμενος από 2
οργανοπαίκτες που παίζουν γκάϊντα -
νταούλι ή ζουρνά (ή κλαρίνο) - νταούλι.
Ήταν πολύ διαδεδομένος στη Λέσβο μέχρι
τις αρχές του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα στις
αγροτικές περιοχές.
Κισκέκ(ι):
Πανηγυριώτικο φαγητό από αλεσμένο
ρεβύθι, σιτάρι και κρέας.
Ο λέσβιος συγγραφέας Κώστας Τσέλεκας
αναφέρει για το «κισκέκ(ι)»:
“Το πρωτοαντίκρισα και το πρωτόφαγα
στα Παράκοιλα, στη γιορτή των Ταξιαρχών
το 1927 [...] Από τότε έγινε για μένα μια
εξαιρετική λιχουδιά, που δυστυχώς μόνο
λίγες φορές την απολαμβάναμε στα
πανηγύρια των Ταξιαρχών (Παρακοίλων -
Μανταμάδου), της Αγίας Τριάδος και
Ζωοδόχου Πηγής της Καλλονής, του Ταύρου,
της Αγίας Παρασκευής, ή σε κανένα
αρχοντόγαμο του κάμπου Καλλονής, γιατί
η παρασκευή του, εκτός από τα κύρια
υλικά που απαιτούνται γι' αυτήν,
χρειάζεται και κάποια ειδικότητα του
μάγειρα και υπομονή. Στα πανηγύρια
υπάρχει αυθόρμητη προσφορά υπηρεσίας
[...] με προαιρετική ή καθορισμένη
συμβολικά χρηματική εισφορά κατά την
παραλαβή [...] εκτός εάν υπάρχει χορηγός
που αναλαμβάνει όλα τα έξοδα του και
τότε διανέμεται εντελώς δωρεάν.
Χορηγοί παρουσιάζονται συνήθως στο
πανηγύρι του Ταύρου, των Ταξιαρχών
Μανταμάδου και στα πανηγύρια της
Καλλονής, από ζωοτρόφους ή
ξενητεμένους για εκπλήρωση "τάματος"
των. Πολλές φορές στέλνουν χρήματα από
την ξενιτιά γι' αυτό το σκοπό στην
Επιτροπή να αγοραστεί ο "Ντανάς" (=
ταύρος, στην Καλλονή λέγεται "κουρμπάνι"),
να γίνει το κισκέκ' του πανηγυριού”. (Τσέλεκας
Κώστας, “Απ' τα έθιμα που δεν σβήνουν...
Του κισκέκ!”, Τα Καλλονιάτικα,
τεύχος 4, Σύλλογος Καλλονιατών Λέσβου,
Αθήνα 1980, σ. 4).
Κουϊτούκια:
Μικρά υπαίθρια μαγαζιά, που σέρβιραν
ούζο και ξηρούς καρπούς και
λειτουργούσαν μόνο τις Κυριακές και
τις αργίες. Άκμασαν στην Αγιάσο από το
1934 μέχρι το 1943, οπότε τα περισσότερα
έκλεισαν.
Κουτρούμπι:
Πιθόσχημο πήλινο αγγείο με δύο λαβές
για αποθηκευτική χρήση.
Μισοκαλίκι:
Ονομαζόταν το παλιό μπουκάλι ευρείας
κατανάλωσης για το ούζο, που περιείχε
ποσότητα ίση με μισή οκά (δηλαδή 640
γραμμάρια).
Μόδι:
Το μόδι είναι η
σημαντικότερη μονάδα μέτρησης της
ελαιοπαραγωγής και συνεχίζει να
χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, όπως και
οι υποδιαιρέσεις του. Ένα μόδι
ισοδυναμεί με 500 οκάδες ελιές ή 640
περίπου κιλά.
Μπαγδατί:
ονομάζεται η τεχνική κατασκευής των
τοίχων των παλιών σπιτιών από ξύλο. Οι
τοίχοι αυτοί αποτελούνταν από ξύλινο
σκελετό με οριζόντιες πήχεις ή καλάμια,
που είτε σοβαντίζονται και από τις δύο
μεριές με ασβεστοκονίαμα ή παραμένουν
χωρίς επίχρισμα στην εξωτερική τους
πλευρά, αλλά με επένδυση από οριζόντιες
ξύλινες σανίδες. Ο τύπος της
αρχιτεκτονικής "με μπαγδατί" ήταν
ιδιαίτερα διαδεδομένος στη Λέσβο τον 19ο
αιώνα.
Μπαξίσι
(= «χαρτούρα»):
Χρήματα που έδιναν στους μουσικούς
αυτοί που επιθυμούσαν να χορέψουν ή να
ακούσουν έναν σκοπό τη στιγμή που οι
μουσικοί εκτελούσαν την "παραγγελία"
τους.
Μπασκιτζής:
Ονομαζόταν ο χειριστής του ξύλινου και
αργότερα του υδραυλικού πιεστηρίου στο
ατμοκίνητο ελαιοτριβείο. Προέρχεται
από τη λέξη "μπασκί" που σημαίνει
πρέσα, πιεστήριο.
Πατινάδα:
Βόλτα στους
δρόμους με συνοδεία μουσικής.
Ορισμένοι σκοποί και τραγούδια, έχουν
τυποποιηθεί και αναφέρονται ως "πατινάδες",
ανεξάρτητα από το πλαίσιο επιτέλεσης
τους.
Πατωμένη:
Λιθόστρωτος δρόμος που οδηγεί έξω από
την περιφέρεια του χωριού ή της
κωμόπολης.
Ντάμι:
Μικρό κτίσμα από ξερολιθιά στο κτήμα ή
στην ύπαιθρο γενικότερα, που
χρησιμοποιείται ως κατοικία, όταν η
αγροτική εργασία απαιτεί την παραμονή
του αγρότη στο κτήμα, αλλά και ως
αποθηκευτικός χώρος.
Ντέμπλα
(ή τέμπλα):
Ονομάζουν στη Λέσβο το εργαλείο, από
ξύλο ή καλάμι, που χρησιμοποιούν οι
ραβδιστές στο ράβδισμα των
ελαιόδεντρων για να πέσει ο καρπός τους.
Με την έκφραση "πηγαίνω στη ντέμπλα",
εννοείται "πηγαίνω για μεροκάματο ως
ραβδιστής σε ελαιόκτημα".
Νυφ(ι)κάτος
(ή "νυφιάτικος"):
Σκοπός του γάμου.
Σέτια:
Αναλημματικά τοιχεία από ξερολιθιά,
δηλαδή από πέτρες χωρίς συνδετική ύλη,
που χτίζονται στις πλαγιές των βουνών
για να συγκρατούν το χώμα. Τα έχτιζαν
γύρω από τα ελαιόδεντρα ή για να
ορίσουν κτήματα και μπορεί να τα
συναντήσει κανείς σ' όλη την ύπαιθρο
της Λέσβου.
Σαρκί:
Είδος
αφηγηματικού τραγουδιού "ανατολίτικης
προέλευσης".
Σαχνισίνι:
Ονομάζεται στη
Λέσβο η (ξύλινη) προεξοχή των άνω ορόφων
των κατοικιών, που συνέβαλε στην
επέκταση του ωφέλιμου χώρου και έφερε
πολλά ανοίγματα για τον εξαερισμό και
τον φωτισμό των δωματίων. Το σαχνισίνι
στηριζόταν σε ξύλινες κεκλιμένες
αντηρίδες και σπανιότερα σε λίθινα
φουρούσια και συνηθιζόταν ιδιαίτερα
στα σπίτια των αστικοποιημένων
οικισμών, όπως και στις Μικρασιατικές
πόλεις. Ο αρχιτεκτονικός αυτός τύπος
περιορίστηκε πολύ στα τέλη του 19ου
αιώνα εξαιτίας του καταστρεπτικού
σεισμού του 1867, αλλά και επειδή ήταν
ιδιαίτερα ευάλωτος στις πυρκαγιές.
Ταϊφάς
(ή Νταϊφάς): Λέξη
τουρκικής προέλευσης που σημαίνει την
ομάδα εργατών. Στη Λέσβο χρησιμοποιούν
τον όρο κυρίως για την ομάδα εργατών
συλλογής του ελαιοκάρπου, που
αποτελείται από άντρες ("ραβδιστές")
και γυναίκες ("μαζώχτρες").
Ταλκορυχεία:
Ονομάζονται τα ορυχεία, όπου εξόρυσσαν
το "ταλκ", ένα ορυκτό που
χρησιμοποιόταν σε πρόσμιξη με το
ελαιόλαδο για την παραγωγή σαπουνιού,
καθώς και στις πορσελάνες. Ταλκορυχεία
υπήρχαν στην περιφέρεια του Πλωμαρίου
και της Αγιάσου και το λεσβιακό ταλκ
χρησιμοποιόταν στην τοπική βιομηχανία
ή εξαγόταν στην Ευρώπη.
Τουλούμι:
Ονομάζεται στη Λέσβο ο ασκός από δέρμα
κατσίκας ή προβάτου. Το τουλούμι
χρησιμοπιόταν κυρίως για την μεταφορά
του λαδιού ή και του κρασιού από τους
αχθοφόρους. Στις γκάϊντες που
κατασκευάζονταν στη Λέσβο
χρησιμοποιούσαν ένα ασκό από δέρμα
κατσίκας, γι' αυτό και συνεκδοχικά
ονόμαζαν "τουλούμι" και την ίδια
την γκάϊντα.
Τσανάκα
(η) ή τσανάκι (το):
Πήλινο επιτραπέζιο αγγείο, παρόμοιο με
το σημερινό πιάτο ή την πιατέλα.
Κατασκευαζόταν στα παραδοσιακά
εργαστήρια αγγειοπλαστικής της
περιφέρειας Μανταμάδου για καθημερινή
οικιακή χρήση.
Φυσερά:
Πνευστά όργανα. Ο τύπος της κομπανίας
με πνευστά όργανα, που περιελάμβανε
κυρίως κλαρίνο, τρομπόνι, ευφώνιο,
τρόμπα ή κορνέτα, ήταν ιδιαίτερα
διαδεδομένος στη Λέσβο από τα τέλη του
19ου αιώνα μέχρι το 1940.
Χαρτούρα
(= "μπαξίσι"):
Χρήματα που έδιναν στους μουσικούς
αυτοί που επιθυμούσαν να χορέψουν ή να
ακούσουν έναν σκοπό τη στιγμή που οι
μουσικοί εκτελούσαν την "παραγγελία"
τους. |