Στη Λέσβο υπάρχουν σημαντικές αλυκές για την παραγωγή θαλασσινού ιωδιούχου άλατος, που συσκευάζεται και αποστέλλεται σε όλη την Ελλάδα. Η εκμετάλλευση των αλυκών είχε ξεκινήσει από τον 19ο αιώνα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με μηχανοκίνητα μέσα και σημαντική αύξηση της παραγωγής. Πρόκειται για τις αλυκές του Κόλπου Καλλονής, που βρίσκονται, η μεγαλύτερη στην περιφέρεια της Καλλονής και η μικρότερη στη Σκάλα Πολιχνίτου. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν δύο ακόμα μικρές αλυκές στο Πέραμα του κόλπου Γέρας και στην Αποθήκα (επίνειο της Άγρας στη δυτική Λέσβο).

Η εντατική εκμετάλλευση της Αλυκής της Καλλονής (που σήμερα είναι δεύτερη σε παραγωγή σε όλη την Ελλάδα, μετά τις Αλυκές του Μεσολογγίου), ξεκίνησε το 1925 ως ιδιωτική επιχείριση. Η καλλιέργεια της αλυκής ξεκινάει την 1η Απριλίου και η συλλογή του αλατιού την 1η Σεπτεμβρίου. Τη δεκαετία του 1980 είχε έκταση περίπου 3.000 στρέμματα και μπορούσε να παράγει 60.000 τόνους αλάτι. Οι αλυκές απασχολούσαν πολυάριθμους εργάτες από την ευρύτερη περιφέρεια της Καλλονής και του Πολιχνίτου για την εξόρυξη, τη συγκέντρωση, τον καθαρισμό και τη φόρτωση του αλατιού σε μικρά βαγόνια. Σήμερα οι αλυκές αυξάνουν την παραγωγή, αλλά απασχολούν λιγότερο εργατικό δυναμικό από ό,τι παλαιότερα, εφόσον πολλές παραγωγικές διαδικασίες γίνονται πλέον με μηχανοκίνητα μέσα.

 

Οι ζευγάδες αναλάμβαναν το όργωμα και τη σπορά των χωραφιών. Παλαιότερα στη Λέσβο η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ περισσότερο διαδεδομένη, εφόσον ακόμα και στα μικρά ημιορεινά κτήματα οι αγρότες έσπερναν σιτηρά και όσπρια για οικιακή αλλά και εμπορική χρήση. Οι μεγαλύτερες εκτάσεις καλλιέργειας σιτηρών βρίσκονταν στο κεντρικό νησί (περιφέρεια Καλλονής, Κεράμι), στην Ερεσό, που φημιζόταν από την αρχαιότητα για την υψηλή ποιότητα του σιταριού της και στην περιφέρεια του Μολύβου. Οι ζευγάδες όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν δύο βόδια (τα "ζευγαρόβοδα"). Το «ζευγάρισμα» απαιτούσε τέχνη και ειδικές γνώσεις γι' αυτό και οι ζευγάδες ήταν περιζήτητοι. Οι ίδιοι εκτός από τα δικά τους χωράφια, όργωναν και έσπερναν και τα χωράφια άλλων αγροτών και αμοίβονταν επιπλέον, επειδή διέθεταν την τέχνη τους αλλά και τη "συρμαγιά" (δηλαδή τα βόδια και το αλέτρι). Σήμερα η ειδικότητα του ζευγά έχει εξαφανιστεί, αφού το όργωμα γίνεται πια με μηχανικά μέσα.

 

Στη Λέσβο διακρίθηκαν πολλοί ζωγράφοι, ιδιαίτερα στον τομέα της αγιογραφίας. Οι λέσβιοι αγιογράφοι διακόσμησαν τις πολυάριθμες εκκλησίες και τα εξωκκλήσια του νησιού, ενώ κάποιοι από αυτούς έφτιαξαν αγιογραφίες και σε εκκλησίες του Αγίου Όρους και της απέναντι Μικρασιατικής ακτής. Αξιόλογη παράδοση στην αγιογραφία είχαν ο Μεσότοπος και το Παλιοχώρι Πλωμαρίου, ενώ πολλοί αγιογράφοι ήταν μοναχοί στα μεγάλα μοναστήρια της Λέσβου.

Η λαϊκή ζωγραφική γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη και δείγματά της διασώζονται στις παλιές ξύλινες κασέλες, στη ζωγραφική των αγγείων, ακόμα και στις οροφές, στις πόρτες και στα κουφώματα αρχοντικών κατοικιών του νησιού. Ο πιο διαπρεπής εκπρόσωπος της λαϊκής "Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου", Έργο Θεόφιλου Χατζημιχαήλ σε εκκλησάκι του χωριού Κέδρος στον κόλπο της Γέρας. ζωγραφικής ήταν βέβαια ο Θεόφιλος Γαβριήλ Κεφάλας ή Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, όπως είναι γενικότερα γνωστός. Ο Θεόφιλος γεννήθηκε (πιθανότατα) το 1873 στη Βαρειά της Μυτιλήνης και πέθανε στη Μυτιλήνη τον Μάρτιο του 1934. Εμπνεόταν τα θέματά του από την ιστορία, τη μυθολογία, τη φυσική ομορφιά του τοπίου και την καθημερινή δραστηριότητα των αγροτών και των διαφόρων επαγγελματιών και ζωγράφιζε με απαράμιλλη τέχνη και ζωντάνια με χρώματα που κατασκεύαζε ο ίδιος. Μετά τη Σμύρνη και το Πήλιο όπου διέμεινε ζωγραφίζοντας στα σπίτια και στα καφενεία, ο Θεόφιλος επέστρεψε στη Μυτιλήνη και πέρασε τα τελευταία 10-15 χρόνια της ζωής του στη Λέσβο, γυρνώντας στα χωριά και ζωγραφίζοντας έναντι μηδαμινής αμοιβής, σπίτια, φούρνους, καφενεία και εξωκκλήσια. Τα περισσότερα από αυτά τα έργα δυστυχώς χάθηκαν για πάντα, εξαιτίας της φθοράς του χρόνου, αλλά και της ανθρώπινης αδιαφορίας. Ένα μέρος των έργων του (περίπου 86 στον αριθμό) διασώθηκε χάρη στην πρωτοβουλία του φημισμένου στο Παρίσι λέσβιου τεχνοκριτικού Στρατή Ελευθεριάδη-Τεριάντ, που εκτίμησε έγκαιρα την τέχνη του Θεόφιλου και του παραχώρησε ο ίδιος υλικά για να ζωγραφίσει τα έργα αυτά, που εκτίθενται σήμερα στο μικρό Μουσείο του Θεόφιλου στη Βαρειά της Μυτιλήνης.

 

Το κεντρικό και βόρειο τμήμα της Λέσβου, που είναι ορεινό και δασώδες είχε πάντα μεγάλη κτηνοτροφική παραγωγή. Τα άλογα, οι φοράδες, τα μουλάρια, τα βόδια εξυπηρετούσαν όλες τις αγροτικές εργασίες και μεταφορές και ήταν περιζήτητα σε όλη την Ελλάδα. Τις αγοραπωλησίες των ζώων αναλάμβαναν οι ζωέμποροι, που ονομάζονταν και "τσαμπάσηδες". Τα κυριότερα κέντρα αναπαραγωγής μόνοπλων ζώων στη Λέσβο ήταν η περιφέρεια του Μανταμάδου και η Αγία Παρασκευή στο κέντρο του νησιού. Εκτός από τους λέσβιους ζωέμπορους, το νησί επισκέπτονταν εποχιακά και μεταπράτες από την υπόλοιπη Ελλάδα, για να διαπραγματευτούν με τους λέσβιους παραγωγούς την αγοραπωλησία ζώων. Επίκεντρο των αγοραπωλησιών αποτελούσαν οι ζωοπανηγύρεις που συνόδευαν συνήθως τις εορταστικές και εμπορικές δραστηριότητες των μεγάλων πανηγυριών, αλλά ορισμένοι ζωέμποροι προτιμούσαν να διαπραγματεύονται με τους παραγωγούς περιοδεύοντας στους τόπους κατοικίας τους. Η Λέσβος εξήγαγε άλογα και μουλάρια μέχρι τη δεκαετία του 1950, κυρίως στη Χίο, στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο, ενώ ακόμα και το Στρατιωτικό Ιππικό προμηθευόταν άλογα από το νησί. Τα μουλάρια που προορίζονταν για τη Χίο συγκεντρώνονταν από το βόρειο μέρος της Λέσβου και από εκεί τα μετέφεραν συνήθως καΐκια από το μικρό λιμάνι της Αγίας Άννας στη Σκάλα Καλλονής.

 

"Γαμπριάτικο" καλάθι, αριστερά και δεξιά "νταμιτζάνα" για κρασί, παραδοσιακό δώρο στον γαμπρό κατά την τέλεση των αρραβώνων. Από την έκθεση της καλαθοπλεκτικής τέχνης στον Ασώματο, τον Αύγουστο του 1999.Οι καλαθάδες έπλεκαν τα καλάθια από βέργες λυγαριάς, που φύτρωναν κοντά στα ποτάμια και τα ρυάκια. Τα καλάθια ήταν διαφόρων ειδών και μεγεθών, ανάλογα με τη λειτουργία και τη χρήση τους. Υπήρχαν ειδικά καλάθια για τις μεταφορές των φρούτων, για το πλύσιμο των ρούχων, «θήκες» που προστάτευαν τις γυάλινες νταμιτζάνες (όπου έβαζαν το κρασί), καθώς και περίτεχνα λεπτοδουλεμένα καλάθια, που τα χρησιμοποιούσαν σε εθιμικές τελετές, όπως το "γαμπριάτικο". Η τέχνη της καλαθοπλεκτικής απαιτούσε μεγάλη πείρα, δεξιοτεχνία και ταχύτητα και τη μάθαινε κανείς κυρίως μέσα από την οικογενειακή παράδοση. Τα βασικά εργαλεία του καλαθοπλέκτη ήταν ο ξύλινος σχίστης, με τον οποίο έσχιζε τα καλάμια και ο κολαούζος για τη διάνοιξη της οπής όπου τοποθετούσε το χερούλι.

Παραδοσιακό καλάθι για το πλύσιμο των ασπρόρουχων κατασκευασμένο στον Ασώματο. Από την έκθεση της καλαθοπλεκτικής τέχνης στον Ασώματο, τον Αύγουστο του 1999.Στη Λέσβο η καλαθοπλεκτική είχε μεγάλη παράδοση στον Ασώματο και στη Γέρα, ενώ οικογένειες καλαθοπλεκτών υπήρχαν και σε άλλα χωριά του νησιού, όπως ο Σκουτάρος. Τα καλάθια τα πουλούσαν στα χωριά γυρολόγοι πωλητές ή οι ίδιοι οι καλαθοπλέκτες, ενώ πολλά καλάθια κατασκευάζονταν κατόπι παραγγελίας από τον χρήστη. Τις τελευταίες δεκαετίες τα καλάθια απέκτησαν περισσότερο διακοσμητικό παρά χρηστικό ρόλο, εφόσον υποκαταστάθηκαν από το πλήθος των φτηνών πλαστικών και γυάλινων βιομηχανικών σκευών και η παραγωγή ειδών καλαθοπλεκτικής περιορίστηκε σε σημαντικό βαθμό, ωστόσο στον Ασώματο η παράδοση της καλαθοπλεκτικής συνεχίζεται και σήμερα.

Τα εργαλεία των καλαθάδων σε έκθεση για την παραδοσιακή τέχνη της καλαθοπλεκτικής, που οργανώθηκε στον Ασώματο από τον τοπικό Σύλλογο και την Κοινότητα τον Αύγουστο του 1999.Μία παρεμφερής παραδοσιακή τέχνη ήταν η κατασκευή ψαθών. Ειδικότερα στο Λισβόρι φαίνεται ότι υπήρχαν τεχνίτες που κατασκεύαζαν χειροποίητες ψάθες από "βούρλα", που τις χρησιμοποιούσαν στα καθιστικά δωμάτια, ιδαίτερα στα σπίτια όπου το δάπεδο ήταν χωμάτινο. Τις χειροποίητες ψάθες, όπως και τα είδη καλαθοπλεκτικής μπορούσε να τα προμηθευτεί κανείς στις εμποροπανηγύρεις που συνόδευαν όλα τα μεγάλα λεσβιακά πανηγύρια.

 

Καλαφάτες ονομάζονταν οι τεχνίτες που αναλάμβαναν το καλαφάτισμα των ξύλινων πλεούμενων, τοποθετούσαν δηλαδή ένα ειδικό προϊόν από φυτικές ύλες - το "καννάβι" - στους αρμούς των ξύλων, με τη βοήθεια του σκαρπέλου και της "ματσόλας" (ξύλινο σφυρί). Οι καλαφάτες εργάζονταν δίπλα στους καραβομαραγκούς στα ναυπηγεία και στα μικρά καρνάγια της Λέσβου, στη Μυτιλήνη, στο Μόλυβο, στο Πλωμάρι, στον Πολιχνίτο, στην Κουντουρουδιά και αλλού.

 

Καπιστράδες έλεγαν τους τεχνίτες που κατασκεύαζαν τα καπίστρια, τις μεσιές και τους καπ(ου)λοδέτες, δηλαδή τα λουριά που περνούν από τα καπούλια του ζώου και συγκρατούν το σαμάρι. Συχνά την τέχνη του καπιστρά τη γνώριζαν και την ασκούσαν οι σαμαροποιοί, αλλά και οι τσαγκάρηδες, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες που έχει περιοριστεί σημαντικά η ζήτηση. Καπιστράδες υπήρχαν σχεδόν σε όλες τις ορεινές κοινότητες της Λέσβου, ιδιαίτερα όμως στην Αγιάσο, στο Μανταμάδο και στην Αγία Παρασκευή, όπου υπήρχαν και τα περισσότερα μόνοπλα ζώα.

 

Η Λέσβος λόγω του ορεινού εδάφους της έχει πολλά δάση και ειδικά στο κεντρικό τμήμα του νησιού υπάρχει το "μεγάλο τσαμλίκι" (από την τουρκική λέξη "τσαμ" που σημαίνει πεύκο). Η ξυλεία, αλλά και το ρετσίνι των πεύκων αποτελούσαν υλικά για τη ναυπήγηση ξύλινων πλεούμενων, μια δραστηριότητα που απαιτεί μεγάλη εξειδίκευση και τεχνογνωσία και αναπτύχθηκε στο νησί από τα πολύ παλιά χρόνια. Μέχρι το 18ο αιώνα στη Μυτιλήνη υπήρχαν μεγάλοι Ταρσανάδες (ναυπηγεία), όπου κατασκευάζονταν πλοία για τον Οθωμανικό στόλο αλλά και μικρότερα εμπορικά καράβια.

Ναυπηγεία για εμπορικά και αλιευτικά πλεούμενα υπήρχαν σε πολλά επίνεια της Λέσβου, κυρίως στη Μυτιλήνη, στο Πλωμάρι, στο Μόλυβο, στη Θερμή, στη Σκάλα Καλλονής, στο Πέραμα, στα Παράκοιλα. Οι καραβομαραγκοί, πρακτικοί ναυπηγοί με μεγάλη εμπειρία (που μεταδιδόταν μέσα από την οικογενειακή παράδοση ή την επαγγελματική μαθητεία), απασχολούσαν σημαντικό αριθμό ειδικευμένων εργατών και κατασκεύαζαν πολλών ειδών σκαριά, καλύπτοντας τις ανάγκες της Λέσβου, αλλά και γενικότερα του Ανατολικού Αιγαίου.

Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα τα ξύλινα ιστιοφόρα κυριαρχούσαν στις θαλάσσιες συγκοινωνίες και τα λεσβιακά ναυπηγεία κατασκεύαζαν τζερνίκια (μικρά ιστιοφόρα για τη μεταφορά λαδιού και σαπουνιού), μπομπάρντες (δικάταρτα ιστιοφόρα), σακολέβες (ιστιοφόρα με ένα κατάρτι), βάρκες, περάματα, τράτες, τρεχαντήρια κ.ο.κ., που ταξίδευαν μέχρι τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, την Κωνσταντινούπολη, ακόμα και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η ατμοπλοϊκή συγκοινωνία που εξυπηρετούσε την περιοχή από τα τέλη ήδη του 19ου αιώνα, αντικατέστησε σταδιακά τα ιστιοφόρα, ενώ από τη δεκαετία του 1930 τα μηχανοκίνητα πλοία κυριάρχησαν πλέον ολοκληρωτικά στις μεταφορές, στο εμπόριο, ακόμη και στην αλιεία.

Το "Λεμβουργείο" του καραβομαραγκού Ανδρέα Λιόλιου στο Πλωμάρι το 1998.Σήμερα καραβομαραγκοί υπάρχουν στη Μυτιλήνη, στο Πλωμάρι, στην Παναγιούδα και στη Σκάλα Καλλονής, ενώ ένα πλήθος από μικρά καρνάγια σε διάφορα επίνεια του νησιού αναλαμβάνουν την επισκευή και επιδιόρθωση των αλιευτικών πλεούμενων.

 

Καρβουναραίοι ονομάζονταν οι τεχνίτες που αναλάμβαναν την παραγωγή κάρβουνου. Η παραγωγή του κάρβουνου γινόταν από την άνοιξη ως το φθινόπωρο σε υπαίθρια καμίνια και απαιτούσε εξειδικευμένη γνώση, υπομονή και αντοχή. Οι καρβουναραίοι εργάζονταν σε μικρές ομάδες (συντροφιές). Συμφωνούσαν εκ των προτέρων για τον τόπο και τον χρόνο παραγωγής του κάρβουνου, σε αγρούς που διέθεταν την απαραίτητη πρώτη ύλη - τους πρίνους - και στη συνέχεια κατασκεύαζαν το καμίνι, άναβαν τη φωτιά και επέβλεπαν νύχτα-μέρα τη σιγανή καύση. Στη Λέσβο ήταν ιδιαίτερα γνωστοί οι καρβουναραίοι του Παλαιοχωρίου, ενός ημειορεινού οικισμού της περιφέρειας Πλωμαρίου, που μετανάστευαν εποχιακά σε όλο το νησί, αλλά και έξω από αυτό, στη Μικρά Ασία, στο Άγιον Όρος, στη Χαλκιδική, στην Καβάλα και στο Πήλιο, όπου ήταν περιζήτητοι για την τέχνη τους. Ωστόσο καρβουναραίοι υπήρχαν και σε πολλά άλλα ορεινά χωριά, ιδιαίτερα στο δυτικό τμήμα του νησιού, όπως στην Ανεμότια, στη Φίλια, στα Παράκοιλα, στην Άγρα, στη Στύψη κ. ά.

Μαρτυρία του Νίκου Βαλάση από την Στύψη

Νίκος Βαλάσης - Στύψη Λέσβου

Ο Νίκος Βαλάσης γεννήθηκε το 1928 στη Στύψη, ένα ορεινό χωριό στη Βόρεια Λέσβο. Είναι οικοδόμος και την τέχνη αυτή τη διδάχτηκε από τον πατέρα του. Στην Στύψη υπήρχαν παλαιότερα πολλοί καρβουνάδες που προμήθευαν με κάρβουνο την ευρύτερη περιφέρεια του βόρειου νησιού. Ο Νίκος Βαλάσης περιγράφει την τέχνη των καρβουνάδων ως εξής:

«Ο τεχνίτης ήθελε να πάει σ' ένα μέρος, να βγάλει τις βαλανιδιές και να κάνει μια "κουλίμπα". "Κουλίμπα" λέγεται, πά(νω) στο χώμα, που θα βάλει ένα ξύλο έτσι, να βάλει χώμα απάνω να μη βρέχεται. Και βάζει μέσα το στρώμα που πλαγιάζει. Γιατί το καμίνι πρέπει να μη λείψεις από κει. Έτσι κι έλλειψες κι έχει φωτιά μπορεί να το βρεις αχλιά (στάχτη). Εδώ πέρα τα φτιάχναν, τα βουνά είναι όλο βαλανιδιές. Τώρα άλλαξε το σύστημα. Βλέπω και πηγαίνοντας προς τη Μυτιλήνη στήσαν ένα με τσιμεντόπλινθοι και στα ντουβάρια έχουν αφήσει τρύπες τέτοιες τετράγωνες και το γεμίζουν ξύλα και βάζουν φωτιά. Όταν καεί, για να το αντιληφθείς, πρέπει η τρύπα να βγάλει φλόγα. Έβγαλε φλόγα, πρέπει να φράξει, να φράξουν οι τοίχοι γιατί θα γίνει αχλιά. Κι άμα τις κλείσεις όλες, σβύνει η φωτιά και το ανοίγεις και παίρνεις τα. Έτσι είναι και το καμίνι το άλλο με το χώμα. Μαζεύουν τα ξύλα, τα φτιάχνουν ωραία και αφήνουν μια τρύπα για να βάλουν φωτιά. Γύρω-γύρω κάτω-κάτω βάζουν πέτρες τόσες! Και απάνω είναι όλο χώμα. Άμα βάλουν τα ξύλα, βαζουν κι απ' τα τσάμια (πεύκα) που είναι τα ξερά αυτά, τις βελόνες. Πηγαίνουν και παίρνουν μερικά τσουβάλια και τα στρώνουν πάνω απ' τα φύλλα για να μην πηγαίνει το χώμα μέσα. Βάζουν τέτοια και ύστερα βάζουν το χώμα από πάνω. Έφτου (εκεί) πρέπει να καθίσει 8 μέρες, 10 μέρες, μέχρι να καεί. Άμα κατεβεί κάτω και βγάλει φλόγα η τρύπα τη φράζει αυτή μέχρι να καούν κι οι άλλες. Κι έτσι ξέρει ότι το καμίνι κάηκε όλο. Είχε φορτηγό ντόπιο που πηγαίναν στη Μυτιλήνη και τα πουλούσαν στα μαγαζιά κι όποιος ήθελε έπαιρνε...»

(Η μαρτυρία του Νίκου Βαλάση βασίστηκε στη συνέντευξη του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου" τον Απρίλιο του 1997 στην Στύψη).

 

Τα κουδούνια που βάζουν οι κτηνοτρόφοι στα πρόβατα έχουν διάφορα μεγέθη ανάλογα με την ηλικία του ζώου, αλλά και την εποχή. Το καλοκαίρι τα κουδούνια είναι πιο μικρά, τα επονομαζόμενα "πετρωτά" και έχουν ήχο πιο ξερό και υπόκωφο. Όλα τα κουδούνια μετά την πάροδο κάποιων χρόνων χρειάζονται ανανέωση ή επισκευή, για να γίνει πάλι αρμονικός ο ήχος τους. Τα κουδούνια ήταν από λαμαρίνα και τα κατασκεύαζαν ειδικοί τεχνίτες που γνώριζαν επιπλέον την τέχνη της πρόσμιξης χαλκού στο σιδερόφυλλο, που προσέδιδε μεγαλύτερη αντοχή και αρμονία στον ήχο του κουδουνιού. Η τέχνη κατασκευής κουδουνιών μεταδιδόταν μέσα στο πλαίσιο της μαθητείας ή της οικογενειακής παράδοσης. Οι τσοπάνηδες και οι κτηνοτρόφοι που είχαν ιδιαίτερο μεράκι έδεναν τα κουδούνια σε όμορφα κομμάτια δέρματος και τα κούρδιζαν χτυπώντας τα κατά τόπους, μέχρι να βγάλουν αρμονία. Στην προβατίνα που οδηγεί το κοπάδι έβαζαν διαφορετικό κουδούνι, ενώ κάποιοι κτηνοτρόφοι έβαζαν μεγάλα κουδούνια και στα βόδια που είχαν για αναπαραγωγή και έβοσκαν ελεύθερα.

Τεχνίτες κουδουνιών υπήρχαν στην Αγιάσο και στην Πελόπη (Γέλια), που προμήθευαν τους κτηνοτρόφους και τους τσοπάνηδες όλου του νησιού. Ωστόσο εισάγονταν στη Λέσβο και μπρούτζινα κουδούνια από την Κύπρο, τα επονομαζόμενα "κυπριά". Σήμερα δεν υπάρχουν πια κατασκευαστές κουδουνιών στο νησί και όλα τα κουδούνια είναι εισαγόμενα από άλλες περιοχές της Ελλάδας ή της Τουρκίας.