Άγιε
μου Γιώργ’ αφέντη μου κι αφέντη
καβαλάρη
αρματωμένος με σπαθί και με χρυσό
κοντάρι.
Άγιος
είσαι στη θωριά κι άγιος στη θεότη
παρακαλώ βοήθα με άγιε μου
στρατιώτη
Από το άγριο θεριό και δράκοντα μεγάλο
όπου τον πήγαιν’ άνθρωπο κάθε πρωί και
άλλον...
Άγιε
μου Γιώργη αφέντη μου κι αφέντη
καβαλάρη
αρματωμένος με σπαθί και με χρυσό
κοντάρι ...
Άγιος
είσαι στη θωριά κι άγιος στη θεότη
παρακαλώ βοήθα με άγιε μου
στρατιώτη
Από το άγριο θεριό και δράκοντα μεγάλο
όπου τον πήγαιν' άνθρωπο κάθε πρωί και
άλλον
Αν δεν τον πήγαιν' άνθρωπο κάθε πρωί
στην ώρα.
νερό δεν άφηνε να πιεί κανείς μέσα στη
χώρα.
Τα βουλετιά τα ρίξανε τίνους θέλουν να
τύχουν.
Και τύχανε τα βουλετιά εις τη
βασιλοπούλα
όπου την είχε η μάνα της μία και
μοναχούλα
Ο βασιλιάς σαν τ' άκουσε πολύ βαρύ του
φάνη.
- Το βιός μου όλο πάρτε το και το παιδί
μου αφήστε.
Λαός σηκώθη αρίθμητος στο βασιλιά
πηγαίνει.
- Δώστε μας το παιδάκι σου πως παίρνουμε
και σένα.
- Πάρτε το το παιδάκι μου και κάνετέ το
νύφη
και στείλτε το στο δράκοντα να το
γλυκομασήσει.
Στολίστε
το μες στα χρυσά κι ατίμητα λιθάρια
και με χρυσά και αργυρά και με
μαργαριτάρια.
Στο χείλος μεσ' του πηγαδιού ρίξαν την
αλυσίδα
και δέσανε την όμορφη κι άτυχη κορασίδα
Αη Γιώργης εβουλήθηκε θέλει να την
εσώση... |