Ιφιγένεια Γεωργοπούλου - D' Amico

Αρχιτέκτων, Διευθύντρια Τεχνικής Υπηρεσίας Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων, Υπουργείο Πολιτισμού

Ifigenia Georgopoulou - D' Amico

Architect, Director of Technical Servises, Archaeological Receipts Fund, Hellenic Ministry of Culture

 

"ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΚΑΙ ΝΗΣΙΩΤΙΚΑ ΚΑΣΤΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ"

COASTAL AND INSULAR FORTRESSES IN GREECE

 

H οχυρωματική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα έχει να επιδείξει πλήθος φρουριακών κατασκευών που ανάγονται σε ποικίλες χρονικά εποχές και αποτελούν όχι μόνο σταθμούς εξέλιξης της φρουριακής αρχιτεκτονικής αλλά και φορείς ιστορικής μνήμης και νησίδες ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων. Οι οχυρώσεις είναι τα μνημεία που αποδεικνύουν περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση την ιστορική πορεία και εξέλιξή της.

Η ανάδειξη αυτού του είδους αρχιτεκτονικής στο ευρύ φάσμα της ιστορικής της εξέλιξης, και ειδικά των νεότερων παραδειγμάτων της δυτικής φρουριακής αρχιτεκτονικής, αποτελεί επιτακτική ανάγκη τόσο για την κατανόηση του πιο πρόσφατου και πιο παραμελημένου τμήματος της ιστορικής μας παράδοσης όσο και γιατί τα οχυρωματικά αυτά έργα, τόπος συνάντησης του πνεύματος του ελληνικού μεσαίωνα με τους φορείς των νέων εξελίξεων της Δύσης αποτελούν πολύτιμες γέφυρες επικοινωνίας συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση της νεώτερης  ευρωπαϊκής μας φυσιογνωμίας.

          Από την άλλη μεριά, παράγοντες όπως η χαμηλή ποιότητα των προσφερομένων υπηρεσιών, που παρατηρείται συχνά σε τέτοια μνημεία, η αποσπασματικότητα των υποδομών τους, ακόμη και η αμέλεια οργάνωσης της επισκεψιμότητάς τους - εξαιτίας εν μέρει και της επισκίασης τους από μνημεία της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας - καθιστά απαραίτητη τη λήψη αναγκαίων μέτρων και οδηγεί αναπόδραστα στη διαμόρφωση μιας στρατηγικού χαρακτήρα επέμβασης.

          Σε εφαρμογή αυτής της στρατηγικής μελετήθηκε και οργανώθηκε από το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων – Υπουργείο Πολιτισμού το πρόγραμμα "Κάστρων Περίπλους", πρόγραμμα αναβάθμισης υποδομών και ανάδειξης 36 κάστρων στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει το τόξο Θράκη - Αιγαίο - Κύπρος (διακρατικό) και Ιόνιο - Ελλάδα - Ιταλία (διασυνοριακό).

Βασική επιδίωξη κατά το σχεδιασμό του προγράμματος ήταν να υπακούουν οι όποιες βελτιωτικές επεμβάσεις στα μνημεία αυτά, στις εξής κύριες αρχές:

·      της ευθυγράμμισης του πλαισίου επέμβασης με τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις και με τις διεθνείς αρχές που διέπουν τις επεμβάσεις σε μνημεία,

·      της σύμπραξης πολλών ειδικοτήτων σε πολλαπλά επίπεδα, προκειμένου να επιτευχθεί μία διεπιστημονική και άρα πληρέστερη προσέγγιση και αντιμετώπιση των προβλημάτων,

·      της υιοθέτησης ενός αρχιτεκτονικού σχεδιασμού μινιμαλιστικού χαρακτήρα, που να αποφεύγει ρητά κάθε ανεξάρτητη - αυτόνομη σχεδιαστική λύση, η οποία θα λειτουργούσε σε βάρος του ιστορικού και φυσικού χώρου των μνημείων, αλλά και κάθε εξεζητημένο αρχαιοπρεπές ύφος που θα έδινε πλαστό και στείρα επαναλαμβανόμενο τόνο στο χώρο, αποπροσανατολίζοντας τον επισκέπτη και καθιστώντας το μνημείο ακόμη πιο μακρινό και αποκομμένο από τη σύγχρονη πραγματικότητα,

·      της ένταξης, τέλος, του μνημείου λειτουργικά και αντιληπτικά στο άμεσα γειτνιάζον με αυτό φυσικό και αστικό δομημένο περιβάλλον και στην επανασύνδεσή τους με τη σύγχρονη ζωή και την κοινωνική συμμετοχή μέσα από τοπικά, περιφερειακά, εθνικά και άλλα προγράμματα πολιτιστικής δραστηριότητας.

Για την υλοποίηση του προγράμματος μέσα από επιμέρους μελέτες ποικίλων κατηγοριών για κάθε κάστρο ερευνήθηκαν και προτάθηκαν οι ικανοποιητικότεροι τρόποι διασφάλισης της επισκεψιμότητας, της λειτουργικότητας και του μνημειακού φωτισμού τους.

Συγκεκριμένα εκπονήθηκαν αρχιτεκτονικές μελέτες με φωτογραφική, σχεδιαστική και ιστορική - αρχαιολογική τεκμηρίωση των μνημείων και προτάσεις για διαμορφώσεις - ρυθμίσεις και βελτίωση υποδομών σε επίπεδο λειτουργικό και αισθητικό. Οι προτάσεις αυτές αφορούν σε προγράμματα υποδοχής και εξυπηρέτησης επισκεπτών με ορισμό και σχεδιασμό χώρων στάθμευσης, συστήματος εισόδου - εξόδου, σήμανσης, θέσεων στάσης και εποπτικής θέασης. Επίσης χώρων αναψυκτηρίων, υγιεινής, εκθετηρίων πωλητέων ειδών, ενημέρωσης - αυτοξενάγησης, διοικητικής μέριμνας - διαχείρισης, πολιτιστικών εκδηλώσεων και πρώτων βοηθειών.

Εκπονήθηκαν ακόμη τοπογραφικές μελέτες, με σχέδια αποτυπώσεων του φυσικού - ιστορικού και σύγχρονου χώρου των μνημείων καθώς και ηλεκτρομηχανολογικές προτάσεις φωτισμού ανάδειξης (επίσκεψης) και ασφάλειας τους. Τέλος, όπου κρίθηκε αναγκαίο, μελετήθηκαν και προσδιορίστηκαν, σε πολεοδομικό επίπεδο, οι χρήσεις γης του ευρύτερου χώρου των μνημείων αλλά και το δίκτυο κυκλοφορίας τους.

 

Ένας σημαντικός αριθμός κάστρων ανήκουν στην περίοδο της Βενετικής κυριαρχίας. Από το 13ο  έως τον 18ο αι. η Βενετία απέκτησε σημαντικούς εμπορικούς και ναυτικούς σταθμούς στο χώρο της Μεσογείου διασφαλίζοντάς τους με την κατασκευή οχυρωματικών έργων. Τα κάστρα αυτά, εξαιρετικά δείγματα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής και σύμβολα της ισχύος και του πολιτιστικού επιπέδου της Βενετίας, αποτελούσαν είτε επισκευές-συμπληρώσεις προγενέστερων οχυρώσεων, είτε νέες κατασκευές σε θέσεις στρατηγικής σημασίας. Κατά την πρώτη περίοδο της Βενετοκρατίας (1204-1453) διατηρήθηκαν τα χαρακτηριστικά της μεσαιωνικής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής ενώ μετά το δεύτερο μισό του 15ου αι. ακολουθήθηκαν οι αρχές χάραξης του προμαχωνικού συστήματος οχύρωσης ("Fronte Bastionato").

Μετά την ανακάλυψη της πυρίτιδας (14ος αι.) και τη διάδοση των πυροβόλων όπλων κατά το β΄ μισό του 15ου αι., πρόβαλε άμεση η ανάγκη δημιουργίας ενός νέου τύπου κάστρου, ικανού να αντεπεξέλθει στην νέα πολεμική τεχνολογία. Με επίκεντρο την Ιταλία και επιστημονικό δυναμικό μερικές από τις κορυφαίες προσωπικότητες της Αναγέννησης (Leonardo da Vinci, Μιχαήλ Άγγελο) αλλά κυρίως μηχανικούς εξειδικευμένους στη  φρουριακή αρχιτεκτονική, με σπουδαιότερο τον Michele Sanmicheli αλλά και πολλούς άλλους όπως τον Antonio da Sangallo και τον Giulio Savorgnano, διαμορφώθηκαν οι ιδανικές αρχές χάραξης των οχυρώσεων.

Η χάραξη των οχυρώσεων τώρα, αντίθετα με την παλαιότερη τυχαία ή εμπειρική χάραξη, είναι το αποτέλεσμα επιστημονικών μεθόδων, γεωμετρικών μετρήσεων και μαθηματικών αναλογιών και έχει σκοπό την πλήρη κάλυψη των τμημάτων του τείχους μεταξύ των προμαχώνων, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία απυρόβλητων ζωνών. Στην πράξη η ιδανική διάταξη των οχυρώσεων προσδιοριζόταν και από συνισταμένες όπως τη μορφολογία του εδάφους ή τις τυχόν προϋπάρχουσες οχυρώσεις δίνοντας στο κάστρο την ιδιαίτερη κάθε φορά μορφή του.

Στην κατηγορία αυτή ανήκουν:

ΙΟΝΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ

Το Παλαιό Φρούριο Κέρκυρας: Πρώτος σταθμός – κόμβος του προγράμματος. Τη σύγχρονη μορφή του απέκτησε κατά την διάρκεια της Βενετοκρατίας. Έργο του μεγάλου δασκάλου της Αναγέννησης Michele Sanmicheli επάνω σε παλαιότερες οχυρώσεις, που ανάγονται στην πρωτοβυζαντινή περίοδο και περιλαμβάνονταν στο οικοδομικό πρόγραμμα του Ιουστινιανού (527-565).

Το Κάστρο της Κασσιώπης Κέρκυρας: Κτισμένο, πιθανότατα, πάνω σε ρωμαϊκά και βυζαντινά θεμέλια   επισκευάσθηκε και ενισχύθηκε από τους Βενετούς, οι οποίοι του έδωσαν τη σημερινή του μορφή. 

Το Κάστρο της Πάργας: Κτισμένο κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας τον 15ο αιώνα με μεταγενέστερες τουρκικές προσθήκες.

Το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στην Κεφαλονιά: Απέκτησε τη σημερινή του μορφή από τους Βενετούς το 16ου αιώνα,. Εδράζεται πιθανά σε βυζαντινό πυρήνα του 11ου αιώνα.

Το Κάστρο της Άσου στην Κεφαλονιά: Χτίστηκε από τους Βενετούς στα τέλη του 16ου αιώνα.

Το Κάστρο της Ζακύνθου: Απέκτησε τη σημερινή μορφή του κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, η δε ίδρυση του απoδίδεται στους οίκους των Orsini και των Τόκκων.

 

ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

Το Κάστρο της Βόνιτσας: Ο Μιχαήλ Κομνηνός Άγγελος, πρώτος Δεσπότης της περιοχής στις αρχές του 13ου αιώνα, φρόντισε να οχυρώσει το φρούριό της, το οποίο αποτέλεσε από τότε ένα από τα ισχυρότερα και ασφαλέστερα κάστρα της Ηπείρου.

Το Κάστρο του Ρίου: Θεμελιώθηκε στα 1499 από το σουλτάνο Βαγιαζήτ ΙΙ. Η σημερινή μορφή του οφείλεται στους Βενετούς.

Το Κάστρο του Αντιρρίου: Χτίστηκε, μαζί με το κάστρο του Ρίου, το 1499 από το σουλτάνο Βαγιαζήτ ΙΙ.

Το Κάστρο της Ναυπάκτου: Το κάστρο διαμορφώνεται από ακρόπολη και τέσσερις περιβόλους. Οι σωζόμενες οχυρώσεις οφείλονται στους Βενετούς.

 

ΝΟΤΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Το Κάστρο της Μεθώνης: Απέκτησε τη σημερινή του μορφή από τους Βενετούς στις αρχές του 13ου αιώνα, χτισμένο πάνω σε προϋπάρχοντα βυζαντινό πυρήνα.

Το Κάστρο των Κυθήρων: Το 16ο αιώνα ανακαινίσθηκε και ενισχύθηκε από τους Βενετούς ενώ η αρχική του οχύρωση ανάγεται στους βυζαντινούς χρόνους.

Το Κάστρο της Γραμβούσας στην Κρήτη: Κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου από τους Βενετούς το 16ο αιώνα στη βραχονησίδα της Γραμβούσας του νομού Χανίων.

Το Κάστρο της Σούδας στην Κρήτη: Κτίστηκε από τους Βενετούς την ίδια εποχή με το κάστρο της Γραμβούσας, για προστασία από τις τουρκικές κυρίως επιδρομές.

Το Κάστρο της Σητείας στην Κρήτη: Χτίστηκε το 1204 από τον Enrico Pescatore πάνω σε βυζαντινό πιθανότατα πυρήνα, ενώ αργότερα επισκευάστηκε από τους Βενετούς.

 

Το πρόγραμμα περιλαμβάνει επίσης κάστρα χτισμένα από τους Ιωαννίτες Ιππότες. Μετά την πτώση των Ιεροσολύμων (1247) και μια πρόσκαιρη εγκατάστασή τους στην Κύπρο, έφτασαν τελικά στη Ρόδο, όπου ίδρυσαν  το νησιωτικό κράτος τους (1306-1309). Με κοινό εχθρό το μουσουλμανικό κίνδυνο και σύμμαχο τους Βενετούς και τις άλλες δυνάμεις της εποχής στην ανατολική Μεσόγειο επιδόθηκαν από νωρίς στην οχύρωση των κτήσεών τους, ενισχύοντας ή τροποποιώντας τις ήδη υπάρχουσες οχυρώσεις, με κύριο εκπρόσωπο τον Μεγάλο Μάγιστρο και μηχανικό Pierre dAubusson (1476-1503) καθώς και τους τέσσερις επόμενους Μεγάλους Μαγίστρους του τάγματος.

            Τέτοια κάστρα, που βρίσκονται κυρίως στα Δωδεκάνησα, είναι:

Το Κάστρο του Καστελλορίζου: Χτίστηκε από το Τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών το 14ο αιώνα.

Το Κάστρο της Κρητηνίας στη Ρόδο: Χτίστηκε από τους Ιωαννίτες Ιππότες στα τέλη του 15ου αιώνα με εντολή του Μεγάλου Μαγίστρου Gianbatista Orsini.

Το Κάστρο της Χάλκης: Χτισμένο επίσης από τους Ιωαννίτες Ιππότες το 15ο αιώνα. Συνδέεται ιδιαίτερα με το Μεγάλο Μάγιστρο και μηχανικό Pierre dAubusson.

Το Κάστρο της Αντιμάχειας στην Κω: Ανήκει εξ ολοκλήρου στην εποχή της Ιπποτοκρατίας και είναι επίσης συνδεδεμένο με το Μεγάλο Μάγιστρο Pierre dAubusson.

Το Κάστρο της Χώρας Καλύμνου: Πιθανότατα με προϋπάρχουσα βυζαντινή οχύρωση, απέκτησε τη σημερινή του μορφή κατά την περίοδο της Ιπποτοκρατίας.

Το Κάστρο της Λέρου: Χτισμένο πάνω σε βυζαντινό πυρήνα, δέχτηκε πολλές επισκευές και προσθήκες από τους Ιωαννίτες Ιππότες το 14ο αιώνα και από τους Βενετούς επί διοικήσης Fantino Querini, το 15ο αιώνα.

 

Η οχύρωση μικρών, αγροτικών κυρίως, οικισμών στο Αιγαίο αποτελεί μια τρίτη ειδική κατηγορία κάστρων, των οποίων η κατασκευή ανάγεται στο 14ο  και 15ο  αι. και αποδίδεται στους Φράγκους ηγεμόνες τους, κυρίως Βενετούς και Γενουάτες, που τα κατείχαν ως το 16ο αι. περίπου.

Βασικό χαρακτηριστικό των μικρών αυτών οχυρωμένων οικισμών είναι η περιμετρική διάταξη των σπιτιών τους σε συνεχή δόμηση, με τρόπο ώστε τον οχυρωματικό περίβολο του κάστρου να σχηματίζει ο πίσω τοίχος της εξωτερικής ζώνης των σπιτιών, που διαθέτει ελάχιστα μικρά ανοίγματα για έλεγχο και αερισμό.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων κάστρων στις Κυκλάδες είναι:

Το Κάστρο της Αστυπάλαιας: Κτισμένο πιθανότατα στις αρχές του 15ου αιώνα.

Το Κάστρο της Κιμώλου: Χτίστηκε στα τέλη του 16ου αιώνα.

Το Κάστρο του Πύργου Καλλίστης στη Σαντορίνη: Χρονολογείται στα τέλη του 15ου ή στις αρχές του 16ου αιώνα.

Το Κάστρο της Σίφνου: Χτίστηκε κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας από τον οίκο των Da Corogna με ακρόπολη πρώιμης, πιθανότατα, κλασσικής περιόδου, η οποία αποτελεί και την περιοχή ενδιαφέροντος του προγράμματος.

 

Μία τέταρτη κατηγορία αποτελούν τα κάστρα που έχτισαν οι Γενουάτες (13ος - 16ος αι.), τα οποία αποτυπώνουν την ισχύ της εξουσίας τους στην περιοχή αλλά και την αγωνία για τη διατήρηση του ελέγχου των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων της Ανατολής, έχοντας σαν αντιπάλους τους τόσο τους Βενετούς όσο και τους Τούρκους.  

Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν:

Το Κάστρο της Ικαρίας: Ανήκει σε ένα τύπο οχύρωσης που πρωτοεμφανίζεται στο Βυζάντιο μεταξύ 7ου και 9ου αιώνα. Η τελική του μορφή διαμορφώθηκε από τους Γενουάτες Αράγκιους το 14ο ή 15ο αιώνα.

Το Κάστρο της Βολισσού στη Χίο: Χτίστηκε πιθανότατα τον 11ο αιώνα, αν και κατά την παράδοση θεωρείται έργο του στρατηγού Βελισσάριου, του 6ου αιώνα.

Το Κάστρο της Μυτιλήνης στη Λέσβο: Το κάστρο, που καταλαμβάνει και τμήμα της αρχαίας πόλης, περιλαμβάνει μία πρώτη βυζαντινή φάση οχύρωσης, μία δεύτερη, κύρια κατασκευαστική φάση του 14ου αι. επί Francesco Gattilusi (1355 - 1384) και τέλος την τουρκική, που ολοκληρώθηκε σε δύο στάδια και χρονολογείται στο πρώτο μισό του 16ου αι. Το κάστρο χωρίζεται σε τρία τμήματα: το άνω κάστρο (κεντρικός οχυρωματικός περίβολος), το μεσαίο κάστρο (πύλη Gattilusi και πύλη Ορτά Καπού) και το κάτω κάστρο (τούρκικη επέκταση με δημιουργία δεύτερου οχυρωματικού περιβόλου).

Το Κάστρο της Μύθημνας στη Λέσβο: Τα παλαιότερα σωζόμενα τμήματα του κάστρου ανήκουν στην περίοδο των Gattilusi (1355 - 1462) και χρονολογούνται στο β' μισό του 14ου αι., το μεγαλύτερο μέρος του όμως ανήκει στην τουρκοκρατία (1462 - 1912). Παλαιότερο κάστρο είχε κτιστεί στην ίδια θέση, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, πάνω σε ερείπια της αρχαίας ακρόπολης της Μήθυμνας, μίας πόλης με συνεχή κατοίκηση από τα προϊστορικά χρόνια ως σήμερα.

Το Κάστρο της Μύρινας στη Λήμνο: Το κάστρο έχτισαν οι Βενετοί (Filocalo Navigaioso, αρχές 13ου αι.) διατηρώντας τμήματα προγενέστερης φάσης βυζαντινής περιόδου (αρχών 12ου αι.). Επισκευή των οχυρώσεων του κάστρου έγινε κατά την περίοδο των Παλαιολόγων (1278 - 1453). Η σημερινή δομή και οργάνωσή του οφείλεται στους Γενουάτες Gattilusi που το αναδιαμόρφωσαν (15ος αι.) καθώς και στις μεταγενέστερες επεμβάσεις και επισκευές Βενετών, επί προβλεπτή Francesco Pasqualigo (1474 - 1477) και κυρίως Τούρκων (1478 - 1912).

Οι Πύργοι των Gattilusi στη Σαμοθράκη: Αποτελούσαν μέρος ευρύτερου φρουριακού συγκροτήματος. Χτίστηκαν από τους Γενουάτες Gattilusi την περίοδο 1431-1433.

 

Μεμονωμένες περιπτώσεις κάστρων αποτελούν:

Το Κάστρο της Κιάφας Σουλίου: Χτίστηκε από τον Αλή Πασά μετά το τέλος του δεύτερου πολέμου με τους Σουλιώτες (1802 - 1803) που κατέληξε στην καταστροφή των τελευταίων.

Το Κάστρο Κελεφάς στη Λακωνία: Χτίστηκε από τους Τούρκους το 17ο αιώνα στα πλαίσια της προσπάθειάς τους να εντείνουν τον έλεγχο της Μάνης και γενικότερα της Πελοποννήσου.

Το Κάστρο της Καρύστου: Θεμελιώθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα από τους Λομβαρδούς στον λόφο όπου βρισκόταν η αρχαία ακρόπολη της πόλης.

Το Κάστρο της Βωλάδας στην Κάρπαθο: Χτίστηκε την εποχή της φραγκοκρατίας και ειδικότερα κατά την πρώτη περίοδο της δυναστείας των Κορνάρων το 14ο αιώνα.

Το Κάστρο του Πυθαγορείου στη Σάμο: Χτίστηκε το 1824 από τον Λυκούργο Λογοθέτη για τις ανάγκες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, πάνω σε παλαιότερα ερείπια.

 

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής του προγράμματος "Κάστρων Περίπλους" αποτελεί:

 

ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

 

Η θέση του, εξαιρετικά σημαντική από στρατηγικής άποψης, εποπτεύει ολόκληρο το νοτιοδυτικό τμήμα της Κεφαλονιάς Στη σημερινή του μορφή κατασκευάστηκε από τους Βενετούς στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Εδράζεται σε παλαιότερο, φράγκικο κάστρο, χτισμένο πάνω σε βυζαντινό πυρήνα του 11ου αιώνα. Η αμυντική αξία του φρουρίου, το οποίο αποτέλεσε την πρωτεύουσα και έδρα του διοικητή του νησιού, μειώθηκε κατά πολύ μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1636 και όλων όσων ακολούθησαν, ενώ η μεταφορά του διοικητικού κέντρου το 1757 στο παραθαλάσσιο Αργοστόλι, το οποίο αναπτυσσόταν ραγδαία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οδήγησε στην απόλυτη συρρίκνωση και ερήμωση του φρουρίου.

 

Έργο Ανάδειξης

            Βάσει εγκεκριμένης από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο μελέτης, υλοποιήθηκε το έργο ανάδειξης στο φρούριο του Αγίου Γεωργίου, ενταγμένο στο πρόγραμμα INTERREG II Ελλάδα - Ιταλία. Συγκεκριμένα πραγματοποιήθηκε:

        Αποκάλυψη, με απλές αποχωματώσεις, του αρχικού πλακόστρωτου των βασικών οδικών αξόνων, καθώς και του επιμελημένου συστήματος απορροής και συλλογής των ομβρίων.

        Συμπλήρωση δαπεδόστρωσης κατά περίπτωση, είτε με επανατοποθέτηση του ίδιου υλικού, είτε με την τεχνική του σταθεροποιημένου χώματος (τεχνική που εφαρμόστηκε με επιτυχία από το ΥΠ.ΠΟ. στη διαμόρφωση του περιβόλου των Βασιλικών Τάφων Βεργίνας, την Κνωσσό κ.λπ.).

        Εκτεταμένες εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης των πρανών και των κατακρημνισμένων τοίχων αντιστήριξης.

        Εργασίες μερικής αποκατάστασης – στερέωσης των τοιχοποιιών στο Ναό του Αγίου Νικολάου και αποκατάσταση της στάθμης του δαπέδου, αφού προηγήθηκε ανασκαφική έρευνα.

        Στατική αποκατάσταση των τοιχοποιιών και ενίσχυση - στεγανοποίηση του δώματος του θόλου στο κτίριο του Προβλεπτή. Εσωτερικά, πάνω από το αυλακωτό λαξευτό δάπεδο, τοποθετήθηκε ξύλινος διάδρομος επίσκεψης.

        Στερεωτικές εργασίες στο κτίριο της αποθήκης πυρομαχικών για επανάχρηση του κτίσματος ως κλειστού χώρου περιοδικών εκθέσεων.

        Στην πύλη ΙΙΙ του κάστρου έγιναν εργασίες στερέωσης και αποκατάστασής της καθώς και στεγανοποίηση του δώματος.

        Σε φυσικό πλάτωμα διαμορφώθηκε υπαίθριος χώρος κοινωνικών δραστηριοτήτων (ανοιχτό θέατρο) σε θέση ώστε το κοίλο του να εντάσσεται ομαλά στο βραχώδες πρανές. Η κατασκευή είναι αναστρέψιμη (μεταλλικός σκελετός και ξύλινα εδώλια από καστανιά Αγίου Όρους).

        Εκτός του χώρου του κάστρου κατασκευάσθηκε περιορισμένο σε μέγεθος και όγκο κτίσμα υποδοχής, ενημέρωσης και εξυπηρέτησης επισκεπτών, καθώς και χώροι υγιεινής με πρόβλεψη και για άτομα με ειδικές ανάγκες (Α.Μ.Ε.Α.).

        Πεζοδρομήθηκε τμήμα του δρόμου και δημιουργήθηκε καθιστικό σε υφιστάμενο φυσικό έξαρμα του βράχου.

        Τοποθετήθηκε κιγκλίδωμα ασφαλείας και μεταλλική καστρόπορτα.

        Τέλος, έγινε καθαρισμός των πρανών, τόσο των τειχών όσο και των προμαχώνων.

Μετά την ολοκλήρωση του έργου τοποθετήθηκαν ενημερωτικές μεταλλικές πινακίδες στις οποίες παρουσιάζεται η κατάσταση στο μνημείο πριν και μετά τις παρεμβάσεις για την ενημέρωση των επισκεπτών.

Με την ευκαιρία της έναρξης των εργασιών στο κάστρο πραγματοποιήθηκε έκθεση με την παρουσίαση της μελέτης, ενώ τυπώθηκε και διανεμήθηκε ανάλογο εποπτικό υλικό.

 

Στα πλαίσια της ενημέρωσης των τοπικών κοινωνιών, το Πρόγραμμα “Κάστρων Περίπλους” παρουσιάστηκε ήδη με επιτυχία:

        στη Βενετία, στο ιστορικό Palazzo Ducale,  το Δεκέμβριο 1998, με την ευκαιρία του εορτασμού των 500 χρόνων της Ελληνικής Κοινότητας, που τίμησε με την παρουσία του ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας,

        στην Αθήνα, στα τέλη Μαρτίου του 2000 στις νέες αίθουσες του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών,

        στη Ρόδο, στα τέλη Νοεμβρίου του 2001, όπου πραγματοποιήθηκε συνολική παρουσίαση των μελετών και των έργων στα κάστρα της Δωδεκανήσου,

        σε διάφορα μέρη της Ελλάδας με την ευκαιρία της έναρξης ή της ολοκλήρωσης των εργασιών στα κάστρα.

        σε συνέδρια και ημερίδες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ενώ έχει τυπωθεί και διανέμεται έντυπο ενημερωτικό υλικό καθώς και CD-Rom.

Το πρόγραμμα παρουσιάστηκε επίσης στην Κέρκυρα το Δεκέμβριο του 2001, σε ημερίδα με τίτλο "Κτίζοντας Γέφυρες Συνεργασίας" που πραγματοποιήθηκε από το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών για τον απολογισμό στο κλείσιμο του προγράμματος INTERREG II, Ελλάδα - Ιταλία, που χρηματοδότησε μεγάλο μέρος των έργων, κυρίως των Ενετικών κάστρων του Ιονίου.

 

«Πανευρωπαϊκοί Πολιτιστικοί Διάδρομοι»

Το Δίκτυο "Κάστρων Περίπλους", μέσα από τις επεμβάσεις ανάδειξης στα μνημεία, αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου δικτύου πολιτιστικού τουρισμού. Στο πλαίσιο ανάπτυξης ενός τέτοιου δικτύου, που εμπνέεται από την κοινή ιστορία του ευρωμεσογειακού χώρου, το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων μετείχε στο πρόγραμμα «Πανευρωπαϊκοί Πολιτιστικοί Διάδρομοι», που οργανώθηκε από την Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Ομίλου Οικονομικού Ενδιαφέροντος G.E.I.E. – Marco Polo System και αφορά στις χερσαίες και θαλάσσιες εμπορικές διαδρομές μέσω των οποίων διαφορετικές χώρες και λαοί ήρθαν σε επαφή, συχνά και σε αντιπαράθεση, θέτοντας τις βάσεις για ισχυρές αμοιβαίες επιρροές και κτίζοντας γέφυρες συνεργασίας οικονομικής και καλλιτεχνικής φύσεως.

Κύριο αντικείμενο του προγράμματος ήταν ο εντοπισμός πολιτιστικών διαδρομών στις περιοχές του αρχαίου πανευρωπαϊκού εμπορίου και η δημιουργία δικτύου συνεργασίας για την εκ νέου ανακάλυψη και ανάδειξη της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Μέσα από συγκεκριμένη μεθοδολογία, μελέτη και έρευνα και με συναντήσεις ποικίλων δραστηριοτήτων των χώρων μελών παρουσιάστηκαν, εξετάστηκαν συγκριτικά και καθορίστηκαν οι τοπικές διαδρομές και οι τόποι ενδιαφέροντος κάθε χώρας - μέλους, ενώ στα πλαίσια της δράσης για την παρουσίαση του προγράμματος εντάσσεται και η δημιουργία ενός μόνιμου συστήματος πληροφόρησης με δημιουργία βάσης δεδομένων και έκδοση πολύγλωσσου CD-Rom.

Οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα, οι οποίοι για το λόγο αυτό προσχώρησαν στην Τεχνική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Ομίλου Οικονομικού Ενδιαφέροντος "Marco Polo" που ιδρύθηκε από το δήμο Βενετίας και την Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας (Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.), προέρχονται από επτά ευρωπαϊκές χώρες:

        την Ιταλία με θέμα: "Οι δρόμοι του αλατιού από τη Μεσόγειο ως τη Λιμνοθάλασσα του Αγίου Μάρκου"

        την Ελλάδα (Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων) με θέμα: "Θαλάσσιοι εμπορικοί δρόμοι της Βενετίας και Οχυρώσεις: Η περίπτωση των Ιονίων Νήσων".

        την Ισπανία με θέμα: "Μια πιθανή διαδρομή στα ίχνη των Βοργία στην περιοχή της Βαλένθια"

        την Πορτογαλία με θέμα: "Η διαδρομή του κρασιού: Η περιοχή της Λισσαβόνας και η Κοιλάδα του Ταγου"

        τη Γαλλία με θέμα: "Το Six - Fours μέσα στη Δυτική Μεσόγειο από τους αρχαίους χρόνους έως τις αρχές της σύγχρονης εποχής"

        τη Νορβηγία με θέμα: "΄Ένα εμπορικό σύστημα βασισμένο στη διαδρομή του αποξηραμένου ψαριού"

        τη Φιλανδία με θέμα: "Μια εμπορική διαδρομή μεταξύ των δασών της Φιλανδίας και της Ευρωπαϊκής Ηπείρου"

 

Μέσα από παρόμοια προγράμματα προβολής και διασύνδεσης των μνημείων μας και με παράλληλη αξιοποίηση των μεθόδων και των μέσων της σύγχρονης τεχνολογίας, εκφράζεται η στέρεα πίστη μας στην ανάγκη δημιουργίας ενός σταθερού πολιτιστικού – τουριστικού δικτύου με στόχο την περαιτέρω ανάπτυξη του πολιτιστικού τουρισμού, ενώ παράλληλα ενισχύεται και η προοπτική συνεργασίας με χώρες και λαούς στον ίδιο ευρύτερο γεωγραφικό και πολιτιστικό χώρο με μας στο πλαίσιο ανάδειξης της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς.