Το παραδοσιακό καφενείο "Όλυμπος" του Δημήτρη Γιαρλού στα Πάμφιλα της Λέσβου. Φωτογραφία Β. Βέτσου.Οι καφετζήδες είναι οι ιδιοκτήτες ή διαχειριστές των καφενείων. Τα παραδοσιακά καφενεία στη Λέσβο είναι συνήθως ευρύχωρα, με ξύλινα κουφώματα βαμμένα σε διάφορους χρωματισμούς και μεγάλα ανοίγματα. Τα περισσότερα καφενεία βρίσκονται στο δρόμο της Αγοράς κάθε οικισμού και μέχρι τη δεκαετία του 1920 ή 1930 ορισμένα στέγαζαν και κουρεία ή μπακάλικα. Για θέρμανση είχαν τις ξυλόσομπες και ο φωτισμός τους, πριν την ηλεκτροδότηση γινόταν με λάμπες πετρελαίου. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα Το εσωτερικό του καφενείου "Όλυμπος" (πρώην καφενείο "η Ελλάς") στα Πάμφιλα της Λέσβου. Διακρίνεται ο καφετζής Δημήτρης Γιαρλός και το χαρακτηριστιό ξύλινο "τεζιάκι". Φωτογραφία Β. Βέτσου. σε κάθε τραπέζι υπήρχε ο "μαγκαλάς" με αναμμένα κάρβουνα για τους ναργιλέδες. Ο καφετζής έψηνε τους καφέδες και ετοίμαζε το μεζέ που συνοδεύει το "καραφάκι" (και παλαιότερα το "μισοκαλίκι" δηλαδή μπουκάλι μισής οκάς) με το ούζο ή τη ρακή, στον ιδιαίτερο χώρο του, πίσω από τον ξύλινο πάγκο (το χαρακτηριστικό λεσβιακό "τεζιάκι"). Τα μεγάλα καφενεία είχαν μέχρι πρόσφατα στην άκρη ένα χαμηλό ξύλινο πατάρι με κιγκλίδωμα, που χρησίμευε ως πάλκο για τους μουσικούς.

Τα σκεύη του καφετζή, που ψήνει παραδοσιακά τον καφέ στη χόβολη, στο παλιό καφενείο "Πανελλήνιον" στην Μυτιλήνη, τον Μάιο του 1998.Στα καφενεία σύχναζαν οι άνδρες για να συζητήσουν, να γλεντήσουν ή να κάνουν εμπορικές συναλλαγές και να συνάψουν συμφωνίες. Οι γυναίκες έμπαιναν σε καφενεία μόνο σε ειδικές περιστάσεις, όπως σε ορισμένα χειμερινά πανηγύρια ή γαμήλια γλέντια που διεξάγονταν εκεί. Καφενεία υπάρχουν ακόμη σε όλα τα χωριά και σε πολλές συνοικίες της Μυτιλήνης, ωστόσο ο αριθμός τους μειώθηκε σημαντικά τη δεκαετία του 1960 εξαιτίας του μεγάλου μεταναστευτικού ρεύματος και της παρεπόμενης μείωσης του πληθυσμού του νησιού, ενώ σήμερα οι νέοι προτιμούν να συχνάζουν σε καφετέριες.

 

Το εργαστήριο κεραμιδιών του Ηλία Στρατήγαρου ("Κασιδιάρη") στην Πεδή της περιφέρειας Μανταμάδου στις αρχές της δεκαετίας του '50. Αρχείο Σ. Σπανέλλη.Κεραμιδάδες ονόμαζαν τους τεχνίτες που κατασκεύαζαν τα κεραμίδια και τα τούβλα. Μέχρι τον πόλεμο του 1940 τα τούβλα και τα κεραμίδια ήταν χειροποίητα. Αρχικά έφτιαχναν με ντόπιο χώμα το πρόπλασμα μέσα σε καλούπια, σε υπαίθρια εργαστήρια που απασχολούσαν αρκετούς τεχνίτες. Στη συνέχεια τα έψηναν σε ειδικούς φούρνους ("καμίνια"). Εργαστήρια κεραμιδιών, που επονομάζονταν επίσης με το γενικό όρο "καμίνια", υπήρχαν στην περιφέρεια του Μανταμάδου, στα Πάμφιλα, στην τοποθεσία Καρά-Τεπές της Μυτιλήνης, στην Πέτρα, στην Καλλονή και αλλού. Η παραγωγή επαρκούσε για την τοπική κατανάλωση, ενώ για τις μεγάλες οικοδομές (εκκλησίες, τζαμιά, αρχοντικές κατοικίες) χρησιμοποιούσαν και τα περίφημα τούβλα από το Γενιτσαροχώρι της Μικράς Ασίας και αργότερα από τα Κεραμοποιεία "Ο Ελέφας" στα Θυμιανά της Χίου. Στα μέσα του 20ού αιώνα η χειροποίητη παραγωγή τούβλων και κεραμιδιών που απαιτούσε πολλή εργασία και εργατικό δυναμικό έγινε ασύμφορη και εγκαταλείφτηκε σιγά σιγά. Στις οικοδομές κυριάρχησαν πια τα εισαγόμενα βιομηχανοποιημένα κεραμίδια "γαλλικού τύπου", τα κεραμίδια της Χαλκίδας και της Χρυσούπολης, καθώς και οικοδομικά υλικά όπως οι τσιμεντόπλινθοι που ήταν φτηνότεροι από τα ντόπια χειροποίητα τούβλα.

 

Κετσετζήδες ονομάζονταν οι τεχνίτες που επεξεργάζονταν τον "κετσέ" ένα είδος σκληρού υφάσματος από μαλλί (αρνιού ή προβάτου), το οποίο τοποθετούσαν οι σαμαροποιοί κάτω από τα σαμάρια για να μην πληγώνονται τα ζώα. Εκτός από τους σαμαροποιούς, κετσέδες χρησιμοποιούσαν και οι "καπιστράδες" στην κατασκευή μεσιών και καπουλοδετών, καθώς και οι τσομπάνηδες για τις κάπες τους ("κεπενέκια"), που τους προστάτευαν από την παγωνιά. "Κετσέ" από λευκό ή μαύρο μαλλί χρησιμοποιούσαν επίσης στην κατασκευή καπέλων. Βιοτεχνίες "κετσέδων" υπήρχαν στην Μυτιλήνη, στην Αγιάσο (στη συνοικία Σταυρί όπου συγκεντρώνονταν οι περισσότερες βιοτεχνίες), στο Μανταμάδο, στην Αγία Παρασκευή, στα Πάμφιλα και αλλού. Τα "κετσετζήδικα" αυτά κάλυπταν τις ανάγκες του νησιού ενώ παλαιότερα εξήγαγαν κετσέδες και στη γειτονική Χίο. Σήμερα η τοπική παραγωγή κετσέδων έχει πλέον εκλείψει.

 

Κηροποιοί ήταν οι τεχνίτες που κατασκεύαζαν κεριά και λαμπάδες για τις εκκλησίες αλλά κυρίως για τους ιδιώτες, που τις χρησιμοποιούσαν στα θρησκευτικά έθιμα και τα τάματα, αλλά και στα σπίτια. Η τέχνη της κηροπλαστικής συνεχιζόταν συνήθως μέσα από την οικογενειακή παράδοση. Οικογένειες κηροποιών υπήρχαν στην Μυτιλήνη και την Καλλονή, ενδεχομένως και σε άλλα χωριά του νησιού, ωστόσο σήμερα η τοπική παραγωγή κεριών έχει σταματήσει εντελώς και τις τοπικές ανάγκες καλύπτουν οι εισαγωγές έτοιμων κεριών από τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα.

 

Ο Ευστράτιος Κουτζαμπάσης με τη σύζυγο του Χρυσάνθη στο σπίτι τους στην Κάπη το 1895. Αρχείο Μιχ. Κυριακόγλου.	Οι κοσμηματοποιοί ονομάζονταν "κουγιουμτζήδες" (= χρυσοχόοι) ή "τζοβαερτζήδες" (=κατασκευαστές "τζοβαϊρικών" δηλαδή πολύτιμων κοσμημάτων). Υπήρχαν κυρίως στην πόλη της Μυτιλήνης και το 19ο αιώνα ήταν οργανωμένοι σε συντεχνία (ισνάφι των κουγιουμτζήδων). Τα κοσμήματα που συνόδευαν την παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά (όπως "καφάσια", εγκόλπια, φλουριά, μαργαριτάρια, σκουλαρίκια), καθώς και τα κοσμήματα που φορούσαν παραδοσιακά στις εθιμικές τελετές του αρραβώνα και της προικοδοσίας της νύφης, κατασκευάζονταν στη Λέσβο από ντόπιους τεχνίτες ή εισάγονταν από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Ευρώπη.

 

Οι κουρείς, όπως και οι ράπτες και οι υποδηματοποιοί ήταν τεχνίτες απαραίτητοι ακόμα και στα πιο μικρά χωριά της Λέσβου. Οι κουρείς συχνά ασκούσαν παράλληλα και άλλες δραστηριότητες, όπως του μουσικού ή του γιατρού. Μέχρι τη δεκαετία του '30 τα μικρά κουρεία στεγάζονταν συχνά μέσα στα καφενεία. Στη Μυτιλήνη οι κουρείς ήταν οργανωμένοι σε συντεχνία με προστάτη τον Άγιο Ιωάννη (Μόθωνα), που τον τιμούσαν με πανηγυρικό εορτασμό στις 29 Αυγούστου.

 

Στο βόρειο και στο δυτικό τμήμα της Λέσβου η κτηνοτροφία παρουσίαζε πάντα μεγάλη ανάπτυξη. Οι κτηνοτρόφοι είχαν μεγάλα κοπάδια απο πρόβατα, από τα οποία αξιοποιούσαν το κρέας, το γάλα για την παραγωγή τυριών και γιαουρτιών, καθώς και το μαλλί που το απορροφούσε παλαιότερα η τοπική οικοτεχνία και υφαντουργία. Σήμερα το μαλλί έχει χάσει την αξία του, ωστόσο η τυροκομία εξακολουθεί να ακμάζει. Οι κτνοτρόφοι τυροκομούν και μόνοι τους, αλλά συνήθως παραδίδουν το γάλα στα ιδιωτικά και συνεταιριστικά τυροκομεία. Εκτός από την εκτροφή προβάτων, στη Λέσβο ήταν ανεπτυγμένη και η αιγοτροφία, ενώ ήταν πιο περιορισμένη ήταν η αναπαρωγωγή βοοειδών, τα οποία χρησιμοποιούσαν για το όργωμα των κτημάτων ("ζευγαρόβοδα"), αλλά και για το κρέας τους. Τα μεγαλύτερα κέντρα κτηνοτροφίας ήταν ο Μανταμάδος, η Αγία Παρασκευή, η Ερεσός, η Άντισα και γενικότερα τα χωριά του δυτικού τμήματος. Πολλοί κτηνοτρόφοι, ιδιαίτερα στο Μανταμάδο και την Αγία Παρασκευή ασχολούνταν παράλληλα με την αναπαραγωγή μόνοπλων ζώων (αλόγων, ημιόνων), που χρησίμευαν στις μεταφορές και σε όλες τις αγροτικές εργασίες, οπότε η πώλησή τους απέφερε σημαντικά κέρδη.

Πριν από την επικράτηση των έτοιμων ζωοτροφών οι κτηνοτρόφοι πλήρωναν αντίτιμο σε είδος για να οδηγήσουν τα κοπάδια με τα πρόβατα στα κοινοτικά βοσκοτόπια, σε τόπους με συκιές, ή σε ιδιωτικά ελαιοκτήματα (μετά τη συλλογή του καρπού). Ήταν υποχρεωμένοι να βρίσκονται συνέχεια δίπλα στα κοπάδια τους και για το λόγο αυτό πολλοί μεγάλοι κτηνοτρόφοι απασχολούσαν ως εργατικό δυναμικό νεαρούς τσομπάνους που φύλαγαν τα κοπάδια έναντι πενιχρής αμοιβής. Παλαιότερα σε περιόδους ξηρασίας οι κτηνοτρόφοι αναγκάζονταν να μεταφέρουν τα κοπάδια τους μέχρι και τη Μακεδονία για να βοσκήσουν στα κοινοτικά βοσκοτόπια.

Σήμερα η κτηνοτροφία έχει διευκολυνθεί σημαντικά με τις έτοιμες ζωοτροφές, την ανάπτυξη της κτηνιατρικής και την ίδρυση σύγχρονων τυροκομείων. Η εκτροφή αλόγων έχει εγκαταλειφθεί, ωστόσο η εκτροφή προβάτων, αιγών και πρόσφατα η αναπαραγωγή αγελάδων γνωρίζουν σημαντική ανάπτυξη. Τα προϊόντα της λεσβιακής τυροκομίας (όπως το λαδοτύρι, η μυτζήθρα, η γραβιέρα, το κασέρι) χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης και εξάγονται σε όλη την Ελλάδα.

 

Αλευρόμυλοι υπήρχαν σε όλα τα χωριά και τις κωμοπόλεις της Λέσβου, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι, δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές. Οι υδρόμυλοι έπαιρναν ως αλεστικό δικαίωμα ένα "σινίκι" (= 6 οκάδες) για την άλεση 100 οκάδων σιτηρών, το καλοκαίρι όμως μειωνόταν σημαντικά η παραγωγή τους, εφόσον ελαττωνόταν η κινητήρια δύναμη του νερού.

Τμήμα παλιού αλευρόμυλου, όπως εκτίθεται στην αίθουσα του μικρού Μουσείου του παλιού Κοινοτικού Ελαιοτριβείου ("Μηχανή του Κοινού") στην Αγία Παρασκευή.Η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ διαδεδομένη μέχρι το 17ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια περιορίστηκε σημαντικά και διατηρήθηκε κυρίως στις κοιλάδες της Ερεσού, στην περιφέρεια της Καλλονής και σε μικρά κτήματα στο βόρειο τμήμα της Λέσβου. Ωστόσο η τοπική παραγωγή δεν επαρκούσε για τις ανάγκες του νησιού. Έτσι το σιτάρι εισαγόταν στη Λέσβο από την Τουρκία και τη Μαύρη Θάλασσα και το αγόραζαν οι κάτοικοι από τους εμπόρους του σιταριού που υπήρχαν σε όλες τις κωμοπόλεις της Λέσβου, ενώ στη συνέχεια το πήγαιναν οι ίδιοι στους αλευρόμυλους για την άλεση. Όταν χτίστηκαν τα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία, αρκετά διέθεταν και αλευρόμυλους για την άλεση των σιτηρών, ενώ από Το Κάτω Κάστρο της Μυτιλήνης και στο βάθος η βιομηχανική ζώνη της πόλης στο Βόρειο λιμάνι, όπου δεσπόζει ο μεγάλος σιτοβολώνας της ερειπωμένης πλέον αλευροβιομηχανίας του Καλαμάρη. τα τέλη του 19ου αιώνα άρχισαν να χτίζονται και ατμοκίνητοι αλευρόμυλοι, αντικαθιστώντας σταδιακά τους παραδοσιακούς μύλους. Το μεγαλύτερο μάλιστα εργοστάσιο επεξεργασίας σιτηρών, που περιελάμβανε αλευροποιείο, μακαρονοποιείο και εργοστάσιο ζυμαρικών και διενεργούσε σημαντικές εξαγωγές, χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στην Επάνω Σκάλα της Μυτιλήνης και τα ερειπωμένα κτίριά του δεσπόζουν ακόμα στο βόρειο λιμάνι της πόλης.

Μέχρι σήμερα εξακολουθεί να λειτουργεί ένα παλιός υδρόμυλος "Τα Μυλέλια", στην περιφέρεια του χωριού Ίππειος. Στα "Μυλέλια" αλέθονται σιτηρά για την παραγωγή αλευριού και παρασκευάζονται διαφόρων ειδών ζυμαρικά με παραδοσιακές μεθόδους.

Ο παλιός υδρόμυλος "Τα Μυλέλια" στην περιφέρεια του οικισμού Ίππειος, που συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι σήμερα

O υδρόμυλος στα "Μυλέλια" τον Νοέμβριο του 1999.

 

Οι "καζάζηδες" ήταν οι τεχνίτες που επεξεργάζονταν στα εργαστήρια τους ("καζάζικα") το μετάξι και τη μεταξωτή κλωστή που χρησίμευε ιδιαίτερα στη ραπτική. Η σηροτροφία (παραγωγή μεταξιού) ήταν διαδεδομένη στη Λέσβο, τόσο ως οικιακή δραστηριότητα όσο και ως παραγωγική διαδικασία για εμπορική χρήση. Η παραγωγή μεταξιού γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη στην ευρύτερη περιφέρεια της Μυτιλήνης, μέχρι τη δεκαετία του 1870, οπότε αφενός μια ασθένεια του μεταξοσκώληκα και αφετέρου η αθρόα εισαγωγή φτηνών υφασμάτων από τη Δυτική Ευρώπη έδωσαν το οριστικό πλήγμα στην σηροτροφία. Αρκετά εργαστήρια μεταξουργών υπήρχαν στη Μυτιλήνη όπου οι "καζάζηδες" είχαν δικό τους σωματείο ("εσνάφι" ή "συνάφι") με προστάτες τους Άγιους Θεόδωρους, όπως και η μεγάλη συντεχνία των ραπτών.

 

Ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Αγιάσου Πάνος Πράτσος, ελαιοκτηματίας ο ίδιος, ελέγχει την παραγωγή του ελαιόλαδου που έχει αποθηκευτεί σε ελαιοτριβείο της Αγιάσου το 1963. Αρχείο Π. Πράτσου."Κισιτζήδες" ονομάζονταν οι επαγγελματίες μετρητές του ελαιόλαδου. Η κυριότερη μετρική μονάδα για το λάδι τα παλιά χρόνια ήταν το πήλινο λαγήνι, το οποίο αντιστοιχούσε σε 6,4 οκάδες (=8,19 κιλά). Οι "κισιτζήδες" εργάζονταν στα ελαιοτριβεία και τους ελαιόμυλους και μετρούσαν σε λαγήνια το ελαιόλαδο του εκάστοτε παραγωγού μετά την άλεση του ελαιόκαρπου. Τα αποτελέσματα των μετρήσεων αυτών καθόριζαν τις οικονομικές δοσοληψίες Σειρά αποθηκών λαδιού, τα επονομαζόμενα "αμπάρια" στον περίβολο παλιού ελαιοτριβείου στον Μανταμάδο. ανάμεσα στον παραγωγό, τον ιδιοκτήτη του ελαιοτριβείου και τον έμπορο που αγόραζε το ελαιόλαδο. Μετά τη μέτρηση και μέχρι την πώληση στους εμπόρους λαδιού, το ελαιόλαδο αποθηκευόταν στις σειρές των αποθηκών λαδιού ("αμπάρια"), που χτίζονταν γι' αυτό το σκοπό στον περίβολο των παλιών ελαιοτριβείων. Το μετρικό σύστημα με το λαγήνι, που θεωρήθηκε επανειλημμένα άδικο για τους παραγωγούς, καταργήθηκε με νόμο το 1938.