Κετσετζήδες ονομάζονταν οι τεχνίτες που επεξεργάζονταν τον "κετσέ" ένα είδος σκληρού υφάσματος από μαλλί (αρνιού ή προβάτου), το οποίο τοποθετούσαν οι σαμαροποιοί κάτω από τα σαμάρια για να μην πληγώνονται τα ζώα. Εκτός από τους σαμαροποιούς, κετσέδες χρησιμοποιούσαν και οι "καπιστράδες" στην κατασκευή μεσιών και καπουλοδετών, καθώς και οι τσομπάνηδες για τις κάπες τους ("κεπενέκια"), που τους προστάτευαν από την παγωνιά. "Κετσέ" από λευκό ή μαύρο μαλλί χρησιμοποιούσαν επίσης στην κατασκευή καπέλων. Βιοτεχνίες "κετσέδων" υπήρχαν στην Μυτιλήνη, στην Αγιάσο (στη συνοικία Σταυρί όπου συγκεντρώνονταν οι περισσότερες βιοτεχνίες), στο Μανταμάδο, στην Αγία Παρασκευή, στα Πάμφιλα και αλλού. Τα "κετσετζήδικα" αυτά κάλυπταν τις ανάγκες του νησιού ενώ παλαιότερα εξήγαγαν κετσέδες και στη γειτονική Χίο. Σήμερα η τοπική παραγωγή κετσέδων έχει πλέον εκλείψει. |
Κηροποιοί ήταν οι τεχνίτες που κατασκεύαζαν κεριά και λαμπάδες για τις εκκλησίες αλλά κυρίως για τους ιδιώτες, που τις χρησιμοποιούσαν στα θρησκευτικά έθιμα και τα τάματα, αλλά και στα σπίτια. Η τέχνη της κηροπλαστικής συνεχιζόταν συνήθως μέσα από την οικογενειακή παράδοση. Οικογένειες κηροποιών υπήρχαν στην Μυτιλήνη και την Καλλονή, ενδεχομένως και σε άλλα χωριά του νησιού, ωστόσο σήμερα η τοπική παραγωγή κεριών έχει σταματήσει εντελώς και τις τοπικές ανάγκες καλύπτουν οι εισαγωγές έτοιμων κεριών από τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. |
Οι κουρείς, όπως και οι ράπτες και οι υποδηματοποιοί ήταν τεχνίτες απαραίτητοι ακόμα και στα πιο μικρά χωριά της Λέσβου. Οι κουρείς συχνά ασκούσαν παράλληλα και άλλες δραστηριότητες, όπως του μουσικού ή του γιατρού. Μέχρι τη δεκαετία του '30 τα μικρά κουρεία στεγάζονταν συχνά μέσα στα καφενεία. Στη Μυτιλήνη οι κουρείς ήταν οργανωμένοι σε συντεχνία με προστάτη τον Άγιο Ιωάννη (Μόθωνα), που τον τιμούσαν με πανηγυρικό εορτασμό στις 29 Αυγούστου. |
Στο βόρειο και στο δυτικό τμήμα της Λέσβου η κτηνοτροφία παρουσίαζε πάντα μεγάλη ανάπτυξη. Οι κτηνοτρόφοι είχαν μεγάλα κοπάδια απο πρόβατα, από τα οποία αξιοποιούσαν το κρέας, το γάλα για την παραγωγή τυριών και γιαουρτιών, καθώς και το μαλλί που το απορροφούσε παλαιότερα η τοπική οικοτεχνία και υφαντουργία. Σήμερα το μαλλί έχει χάσει την αξία του, ωστόσο η τυροκομία εξακολουθεί να ακμάζει. Οι κτνοτρόφοι τυροκομούν και μόνοι τους, αλλά συνήθως παραδίδουν το γάλα στα ιδιωτικά και συνεταιριστικά τυροκομεία. Εκτός από την εκτροφή προβάτων, στη Λέσβο ήταν ανεπτυγμένη και η αιγοτροφία, ενώ ήταν πιο περιορισμένη ήταν η αναπαρωγωγή βοοειδών, τα οποία χρησιμοποιούσαν για το όργωμα των κτημάτων ("ζευγαρόβοδα"), αλλά και για το κρέας τους. Τα μεγαλύτερα κέντρα κτηνοτροφίας ήταν ο Μανταμάδος, η Αγία Παρασκευή, η Ερεσός, η Άντισα και γενικότερα τα χωριά του δυτικού τμήματος. Πολλοί κτηνοτρόφοι, ιδιαίτερα στο Μανταμάδο και την Αγία Παρασκευή ασχολούνταν παράλληλα με την αναπαραγωγή μόνοπλων ζώων (αλόγων, ημιόνων), που χρησίμευαν στις μεταφορές και σε όλες τις αγροτικές εργασίες, οπότε η πώλησή τους απέφερε σημαντικά κέρδη. Πριν από την επικράτηση των έτοιμων ζωοτροφών οι κτηνοτρόφοι πλήρωναν αντίτιμο σε είδος για να οδηγήσουν τα κοπάδια με τα πρόβατα στα κοινοτικά βοσκοτόπια, σε τόπους με συκιές, ή σε ιδιωτικά ελαιοκτήματα (μετά τη συλλογή του καρπού). Ήταν υποχρεωμένοι να βρίσκονται συνέχεια δίπλα στα κοπάδια τους και για το λόγο αυτό πολλοί μεγάλοι κτηνοτρόφοι απασχολούσαν ως εργατικό δυναμικό νεαρούς τσομπάνους που φύλαγαν τα κοπάδια έναντι πενιχρής αμοιβής. Παλαιότερα σε περιόδους ξηρασίας οι κτηνοτρόφοι αναγκάζονταν να μεταφέρουν τα κοπάδια τους μέχρι και τη Μακεδονία για να βοσκήσουν στα κοινοτικά βοσκοτόπια. Σήμερα η κτηνοτροφία έχει διευκολυνθεί σημαντικά με τις έτοιμες ζωοτροφές, την ανάπτυξη της κτηνιατρικής και την ίδρυση σύγχρονων τυροκομείων. Η εκτροφή αλόγων έχει εγκαταλειφθεί, ωστόσο η εκτροφή προβάτων, αιγών και πρόσφατα η αναπαραγωγή αγελάδων γνωρίζουν σημαντική ανάπτυξη. Τα προϊόντα της λεσβιακής τυροκομίας (όπως το λαδοτύρι, η μυτζήθρα, η γραβιέρα, το κασέρι) χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης και εξάγονται σε όλη την Ελλάδα. |
Οι "καζάζηδες" ήταν οι τεχνίτες που επεξεργάζονταν στα εργαστήρια τους ("καζάζικα") το μετάξι και τη μεταξωτή κλωστή που χρησίμευε ιδιαίτερα στη ραπτική. Η σηροτροφία (παραγωγή μεταξιού) ήταν διαδεδομένη στη Λέσβο, τόσο ως οικιακή δραστηριότητα όσο και ως παραγωγική διαδικασία για εμπορική χρήση. Η παραγωγή μεταξιού γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη στην ευρύτερη περιφέρεια της Μυτιλήνης, μέχρι τη δεκαετία του 1870, οπότε αφενός μια ασθένεια του μεταξοσκώληκα και αφετέρου η αθρόα εισαγωγή φτηνών υφασμάτων από τη Δυτική Ευρώπη έδωσαν το οριστικό πλήγμα στην σηροτροφία. Αρκετά εργαστήρια μεταξουργών υπήρχαν στη Μυτιλήνη όπου οι "καζάζηδες" είχαν δικό τους σωματείο ("εσνάφι" ή "συνάφι") με προστάτες τους Άγιους Θεόδωρους, όπως και η μεγάλη συντεχνία των ραπτών. |