Μέχρι
το Β' παγκόσμιο πόλεμο η μεταφορά
ανθρώπων και προϊόντων στα κτήματα και
στους οικισμούς του νησιού γινόταν
σχεδόν αποκλειστικά με τα ζώα, εφόσον
το χερσαίο οδικό δίκτυο ήταν
υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του
εδάφους δυσχέραινε τις μετακινήσεις.
Το μουλάρι και το γαϊδούρι ήταν τα πιο
διαδεδομένα μέσα μεταφοράς, ενώ ακόμη
και σήμερα κρίνονται απαραίτητα,
ιδιαίτερα στις απόκρημνες και δύσβατες
πλαγιές με τα ελαιοκτήματα. Οι
σαμαράδες κατασκεύαζαν σαμάρια για τα
μουλάρια, αλλά και για τα άλογα που ήταν
πολύ λιγότερα. Στις αγροτικές εργασίες
και γενικότερα στις καθημερινές
δραστηριότητες τα σαμάρια ήταν απλά, με
ξύλινο σκελετό και εσωτερική επένδυση
από δέρμα ή "κετσέ" (αρνόμαλλο). Στα
πανηγύρια και τις ιπποδρομίες οι
ιδιοκτήτες των αλόγων διακοσμούσαν τα
σαμάρια με χάντρες, υφάσματα και
πλούσια χρώματα. Σαμαράδες υπήρχαν σε
όλες τις μεγάλες αγροτο-κτηνοτροφικές
κοινότητες του νησιού για την κάλυψη
των τοπικών αναγκών, ωστόσο στη Λέσβο
έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης και τα
σαμάρια που προέρχονταν απο τη
γειτονική Χίο.
Μαρτυρία
του σαμαροποιού Χαράλαμπου Κυριαζή από
το Πλωμάρι
Χαράλαμπος
Κυριαζής - Σαμαροποιός από το Πλωμάρι
Ο
Χαράλαμπος (Μπάμπης) Κυριαζής
γεννήθηκε στο Πλωμάρι το 1921. Την τέχνη
του σαμαροποιού τη διδάχτηκε από τον
πατέρα του, Δημήτριο, ο οποίος εκτός από
σαμαράς ήταν και πεταλωτής, αλλά και
πρακτικός κτηνίατρος. Ο Χαράλαμπος
Κυριαζής είχε δικό του μαγαζί -
σαμαράδικο στη συνοικία Ίσα-Μέσα στο
Πλωμάρι. Σήμερα είναι συνταξιούχος και
ζει στο Πλωμάρι. Περιστασιακά μόνο
συνεχίζει να κατασκευάζει σαμάρια,
κυρίως για διακοσμητική χρήση,
σκαλίζοντας λαϊκά μοτίβα στον ξύλινο
σκελετό. Ο ίδιος περιγράφει συνοπτικά
την κατασκευή των σαμαριών:
"Άμα
παραγγέλνει ένας ένα σαμάρι για ένα ζώο,
θα το φέρεις να πάρω τα μέτρα του ζώου.
Το παραγγέλνει, γράφω τ' όνομά του,
γράφω τα μέτρα και λέω: "έλα την τάδε
μέρα να το πάρεις". Και πιάνω εγώ, τα
ξύλα από πλάτανο, από καρυδιά, τα
σκαρώνω, τα δουλεύω. Κουτούκια είναι, θα
πάρω τη μηχανή να τα ξύσω, θα τα πάω στο
μαγαζί μου, θα καθήσω να τα πελεκήσω.
Έπειτα αρχινώ, περνώ το δέρμα, όπως
είναι, δέρμα από κατσίκα, από δαμάλια να
πούμε, το δέρμα του. Έχω τη μηχανή και τα
κόβω και κάνω και στρώσεις. Περνώ
δηλαδή και από μέσα, ύστερα γεμίζω τον
κόρφο και το βράδυ το ξεσιάζω και το
παραδίνω. Σαρανταπέντε χρονών τεχνίτης
έχω γίνει.
Από
Πλαγιά, από άλλα χωριά άμα είναι, φέρνει
μόνο το σαμάρι. Άμα θέλει να το διορθώσω,
το φέρνει".
(Η
μαρτυρία του Χαράλαμπου Κυριαζή
βασίστηκε στη συνέντευξη του
ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός
του Αιγαίου" τον Ιανουάριο του 1996 στο
Πλωμάρι).
Μαρτυρία
του σαμαροποιού Απόστολου Καρανικόλα
από τον Μανταμάδο
Απόστολος
Καρανικόλας (Σαμαράς) - Σαμαροποιός από
το Μανταμάδο
Ο
Απόστολος Καρανικόλας
γεννήθηκε το 1927 στο Μανταμάδο. Ο
πατέρας του ήταν σαμαροποιός (απ' όπου
και το προσωνύμιο «Σαμαράς»), επάγγελμα
στο οποίο τον διαδέχτηκαν και οι 4 γιοί
του. Ο Απόστολος Καρανικόλας άσκησε το
επάγγελμα του σαμαροποιού μέχρι το 1966,
οπότε άνοιξε μαγαζί με ψιλικά στο
Μανταμάδο. Από το 1948 μέχρι σήμερα είναι
ψάλτης και ζει στο Μανταμάδο. Για την
απασχόλησή του στη σαμαροποιΐα ο
Απόστολος Καρανικόλας αναφέρει:
"Η
δουλειά μου ήταν σαμαράς, η πατρική μας,
αυτό ήταν. Έμαθα τη δουλειά αυτή αλλά
κουρασμένα, διότι κάθε δουλειά θέλει 'σερακλίκι'
που λέμε, να πας τσιράκι, να πας
υπάλληλος. Εμένα ο πατέρας μου ήταν σε
ηλικία πια παρήλικος και καταλάβαινα
βέβαια... Είμασταν τέσσερα αδέρφια και
όλοι έμαθαν τη δουλειά αυτή, ο ένας
σκοτώθηκε στον ανταρτοπόλεμο και έμαθε
και επιπλοποιός-μαραγκός, ήταν όλοι
δεξιοτέχνες. Αν ήταν σε τρεις μέρες να
γίνει το σαμάρι, εγώ το έκανα σε
τέσσερις. Στο στρατό είχα αυτή την
ειδικότητα, σαμαροποιός, αλλά εκεί
είναι να κάνεις άλλα πράγματα, να
ράβεις φορδιές, περιδαιρίδες, χαλινά,
αυτό με έβαλε σε ιδέα. Στην κατοχή έκανα
και πέντε-έξι μήνες τσαγκάρης
κατοχικός, λέω αυτό το πράγμα
συνδυάζεται με τα σαμάρια, αν πάω στο
χωριό πρέπει να προσπαθήσω να το κάνω.
Τέλος, όταν απολύθηκα, με θέληση
επιμονή και υπομονή, στο απάνω μέρος (στο
σαμαράδικο) έκανα ένα καπίστρι την μέρα.
Αλλά δεν βγάζεις με τόσο λίγο
μεροκάματο, αλλά εγώ εκεί στην
καμαρούλα, για να μην κάθομαι κάτω και
με ρωτάνε «τί κάνεις, καπιστράς έγινες;»
και με απασχολούν και σχολιάζουν, έτσι
το είχα πάρει εκεί απάνω. Πήγαινα και
κάτω στην Μυτιλήνη και ρωτούσα τους
μαστόρους, γιατί από εδώ είχε δουλειά
πολλή Μυτιλήνη-Μανταμάδος, είχε πολλά
ζώα. Αλλά δεν μου έλεγαν... Ο ένας κάτι
μου έλεγε, ο άλλος όχι, αλλά εγώ εκεί
πέρα επέμενα και έτσι σιγά-σιγά έμαθα
και καπιστράς, έκανα μετά και με
κοκάλες και χάντρες εκεί απάνω. Εν
πάσει περιπτώσει έγινα και καπιστράς, ο
πατέρας μου ζούσε ακόμη και ήταν
ενθουσιασμένος, και του έλεγα ότι
έπρεπε έναν από εμάς να μας μάθεις,
διότι είχαμε παρακοπές από τα δέρματα
για τα σαμάρια. Είχαμε δηλαδή υλικά που
πριν πήγαιναν κακείν κακώς, ενώ τώρα τα
χρησιμοποιούσαμε...
Το
σαμάρι ήταν άλλο, ενώ για την πανήγυρη
αν πήγαινε κάποιος, θα σέλωνε να πούμε
το άλογο ή την φοράδα θα έβαζε να πούμε
εκεί πέρα τα ωραία τα χαντρωτά, τα
χαϊμαλιά αυτά, ήταν σχολιανά πράματα,
ενώ τα άλλα ήταν τα καθημερινά της
εργασίας. Ενώ όταν πήγαινες με το
σαμάρι έπρεπε να βάλεις ένα καρπετί,
μια κουρελού, ένα πλεχτό από πάνω να το
καλύψεις αυτό. Σα θα πας στο πανηγύρι
έπρεπε να φαίνεσαι πανηγυρτζής, άμα
είναι σκέτο σαμάρι είναι σαν να πας στο
κτήμα. Το θεαματικό να πούμε, το
καλλωπιστικό ήταν οι σέλες, μπροστά τα
στηθούρια, πίσω τα επιγλούτια, ήταν
άλλη ειδικότητα βέβαια. Οι καπιστράδες
τα έφτιαχναν αυτά. Δεν θυμάμαι εγώ εδώ
πέρα να είχε καπιστρά, μπορώ να πω ότι
εγώ να πούμε ήμουν. Τώρα δεν υπάρχει
κατανάλωση, μόνο ο τσαγκάρης φτιάχνει
καμιά φορά και με ρωτά πολλές φορές».
(Η
μαρτυρία του Απόστολου Καρανικόλα
βασίστηκε στις συνεντεύξεις του
ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός
του Αιγαίου", τον Απρίλιο και Μάϊο
του 1997 στον Μανταμάδο). |