Ναυτικοί
υπήρχαν πολλοί στη Λέσβο, ιδίως από
διάφορα παραλιακά χωριά και κωμοπόλεις.
Οι περισσότεροι ναυτικοί
συγκεντρώνονταν στις περιοχές με
μεγάλη ναυτική παράδοση, όπως η
Μυτιλήνη, το Πλωμάρι, ο Μόλυβος, αλλά
και η Γέρα, η Καλλονή, τα Πάμφιλα, η
Θερμή.
Πολλοί ναυτικοί εργάζονταν στα
ιστιοφόρα, που εξυπηρετούσαν άλλοτε το
εμπόριο και την συγκοινωνία σε ένα
πυκνό και ευρύ δίκτυο που κάλυπτε όλο
το Ανατολικό Αιγαίο, από τη Θράκη και τη
Μαύρη Θάλασσα μέχρι τις Κυκλάδες, την
Κρήτη, ακόμα και την Αίγυπτο. Η
πυκνότερη ωστόσο σύνδεση γινόταν με
μικρά ιστιοφόρα με την απέναντι
Μικρασιατική ακτή, ιδιαίτερα το 19ο
αιώνα, όταν η Μυτιλήνη αποτελούσε μαζί
με τη Σμύρνη και τη Χίο το μεγαλύτερο
εμπορικό διαμετακομιστικό κέντρο της
ευρύτερης περιφέρειας. Οι ναυτικοί που
εργάζονταν στα μικρά ιστιοφόρα ήταν
συχνά και ιδιοκτήτες ή συνέταιροι στην
εξασφάλιση του απαραίτητου κεφαλαίου (συρμαγιάς)
για την κατασκευή του πλοίου.
Εκτός
από τα ιστιοφόρα οι λέσβιοι ναυτικοί
εργάζονταν και στα μεγάλα ατμόπλοια (π.χ.
στη Λεσβιακή Ατμοπλοϊκή Εταιρεία του
Κουρτζή), ενώ από τα μέσα του 20ού αιώνα,
η ναυτική παράδοση του νησιού
συνεχίστηκε με τα μηχανοκίνητα πλοία,
εμπορικά και επιβατηγά λέσβιων,
ελλήνων ή ξένων πλοιοκτητών, που
ταξίδευαν στη Μεσόγειο και σ' όλο τον
κόσμο. Σήμερα υπάρχουν στη Λέσβο
ελάχιστοι πλοιοκτήτες, αλλά αρκετοί
ναυτικοί, ορισμένοι από τους οποίους
απασχολούνται στη Συνεταιριστική
Ναυτιλιακή Εταιρεία Λέσβου (ΝΕΛ), που
ιδρύθηκε το 1972.
Μια
ιδιάιτερη κατηγορία ναυτικών ήταν οι
"περαματάρηδες" που κυβερνούσαν
τα "περάματα", τα ειδικά πλεούμενα
που έκαναν τακτικά δρομολόγια μεταξύ
των επινείων του νησιού, μεταφέροντας
επιβάτες, εμπορεύματα και μηχανές. "Περαματάρηδες"
υπάρχουν μέχρι σήμερα στον Κόλπο της
Γέρας: συνδέουν τη μικρή Σκάλα της
Κουντουρουδιάς με το Πέραμα,
επιτρέποντας την άμεση διακίνηση των
επιβατών από την περιφέρεια της
Μυτιλήνης στη δυτική ακτή της Γέρας.
Περαματάρηδες και βαρκάρηδες για την
μεταφορά επιβατών υπήρχαν και σε άλλα
σημεία του νησιού, όπως το Πλωμάρι ή τα
Βατερά (επίνειο της Βρίσας και του
Πολιχνίτου), που διευκόλυναν τις
μετακινήσεις, ιδιαίτερα μέχρι την
εποχή που ολοκληρώθηκε το οδικό δίκτυο
του νησιού.
Μαρτυρία
του Στρατή Πρικέ - Ναυτικού από τα
Πάμφιλα
Στρατής
Πρικές - Ναυτικός από τα Πάμφιλα
Ο
Στρατής Πρικές γεννήθηκε το 1936
στα Πάμφιλα, στην ανατολική ακτή της
Λέσβου. Από το 1956 εργαζόταν ως ναυτικός.
Ο πατέρας του Παρασκευάς, ήταν αγρότης
και χτίστης και καταγόταν από τα
Πάμφιλα. Ο Στρατής Πρικές ασχολείται
ερασιτεχνικά με τη μουσική, το τραγούδι
και την ποίηση. Είναι επίσης ερασιτέχνης ψαράς
και έχει βάρκα στο Λιμανάκι των
Παμφίλων. Σε ηλικία 14 ετών ο Στρατής
Πρικές μετανάστευσε στην Αθήνα όπου
εργάστηκε για τρία χρόνια στο
ιχθυοπωλείο ενός θείου του και στη
συνέχεια για ενάμισυ χρόνο στις
οικοδομές. Το 1955-56 επέστρεψε στα
Πάμφιλα για να εργαστεί πλέον ως
ναυτικός. Για το επάγγελμα του ναυτικού
την περίοδο αυτή ο Στρατής Πρικές
αναφέρει:
"Έβγαλα
ναυτικό φυλλάδιο, πήγα με τα καΐκια,
τότε ήταν τα καΐκια εδώ. Δούλεψα κάνα-δυό
χρόνια με τα καΐκια, μετά πήγα με τα γρι-γρί.
Το γρι-γρί ήταν από δω, Παφλιώτικο. Τα
καΐκια ήταν τότε στη Μυτιλήνη, που τα 'χανε
ο Ιατρίδης, ο Δημάκης και ξέρω γω. Μιλάω
απ' το '56 κι έπειτα... Καταρχήν
μπαρκάρισα μ' ένα καΐκι το "Ελένη"
του Ιατρίδη. Μπαρκάρισα με το καΐκι κι
επειδή τα ναύλα ήτανε λίγα, το
δουλεύαμε το καΐκι μερδικό. Είμαστε
τέσσερα άτομα μέσα, καπετάνιος, δυό
ναύτες κι ένας μηχανικός. Δουλέψαμε ένα
μήνα και λογαριαστήκαμε και πήραμε
τότες από τριακόσιες τριάντα δραχμές.
Βγάζαμε όμως πρώτα τα έξοδα του καϊκιού,
τα καύσιμα και τα φαγητά και βγάζαμε
και το καΐκι μερτικό. Το καΐκι έπαιρνε
σχεδόν τα μισά, για έξοδα του σκάφους
και τα υπόλοιπα τα μοιραζόμαστε το
πλήρωμα. Ήταν το καΐκι ήταν η συρμαγιά...
Δουλεύαμε
σ' όλη την Ελλάδα με τα καΐκια,
πηγαίναμε μάλιστα με του Τατά το καΐκι
και δουλεύαμε στην Κωνσταντινούπολη,
κουβαλάγαμε λακέρδες, το '60 με '61. Ήταν
τότε τα τελευταία καΐκια που δουλεύαμε
τότε στην Κωνσταντινούπολη, από τότε κι
ύστερα σταματήσαμε. Σ' όλη την Ελλάδα
πηγαίναμε μετά. Πειραιά, Θεσσαλονίκη,
Καβάλα, Πόρτο Λάγο, Αλεξανδρούπολη, τα
νησιά όλα... Ήταν ξύλινα καΐκια, μετά
πήγα με τα σιδερένια. Τα καΐκια σιγά
σιγά, ένα-ένα τα πούλαγαν οι
πλοιοκτήτες κι αγόραζαν σιδερένια
μότορσιπ.
Με
τα σιδερένια πήγα το '63, το '63 μπαρκάρισα
με το πρώτο καράβι, ένα γκαζάδικο του
Λιβανού. Μετά πήγα το '68 με τα μότορσιπ
εδώ. Έκανα έξω εφτά χρόνια με τα καράβια,
σ' όλο τον κόσμο πηγαίναμε... Ύστερα
μπαρκάρισα μ' ένα άλλο, το «Γλαύκος» του
Λιβανού. Πηγαίναμε σ' όλο τον κόσμο,
στην Κίνα, στη Φορμόζα, Ιαπωνία, κάτω
στο Κέηπ Τάουν, Νότια Αμερική, στο Περού
πηγαίναμε, Χιλή, παντού, σ' όλο τον κόσμο
και από δω κι απ' τον Ειρηνικό, τα 'χω
φάει όλα τα πόρτα (λιμάνια)".
(Η
μαρτυρία του Στρατή Πρικέ βασίστηκε
στις συνεντεύξεις του ερευνητικού
προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου",
τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1996
στα Πάμφιλα). |