Η ξυλογλυπτική είχε αναπτυχθεί πολύ στη Λέσβο, ιδιαίτερα στον τομέα κατασκευής σεντουκιών, που ήταν απαραίτητα σχεδόν σε κάθε σπίτι. Τα σεντούκια (κασέλες) ήταν από ντόπιο ξύλο και ήταν απέριττα ή έφεραν ξυλόγλυπτη διακόσμηση με παραδοσιακά λαϊκά μοτίβα, όπως κυπαρίσσια, λουλούδια, αετούς, στην πρόσθια όψη. Παλιά σεντούκια (κασέλες) με αξιόλογο διάκοσμο μπορεί να δει ο επισκέπτης στο Λαογραφικό Μουσείο της Μυτιλήνης και στο Μουσείο της Μονής Λειμώνος στην Καλλονή, καθώς και σε πολλά σπίτια και αρχοντικές κατοικίες της Λέσβου. Τα κατασκεύαζαν οι σεντουκάδες, που υπήρχαν επιβεβαιωμένα στην Αγιάσο, αλλά σίγουρα και σε άλλους οικισμούς του νησιού, ενώ σήμερα εργαστήρια ξυλογλυπτικής υπάρχουν εκτός από την ορεινή κωμόπολη της Αγιάσου, και στην πόλη της Μυτιλήνης.

Λέσβιοι ξυλογλύπτες φαίνεται ότι κατασκεύαζαν επίσης τέμπλα για τις εκκλησίες. Μάλιστα υπάρχουν σποραδικές μαρτυρίες για έργα λέσβιων ξυλογλυπτών σε εκκλησίες νησιών του Ανατολικού Αιγαίου το 17ο αιώνα. Ωστόσο φαίνεται ότι το 18ο και 19ο αιώνα στον τομέα αυτό ήταν περισσότερο γνωστοί και εξειδικευμένοι οι Χιώτες ξυλογλύπτες, οι οποίοι κατασκεύασαν πολλά ξυλόγλυπτα τέμπλα, παγκάρια και στασίδια στις εκκλησίες της Λέσβου, καθώς και σε άλλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Πάντως η ξυλογλυπτική συνεχίστηκε με αμείωτο ρυθμό από Μυτιληνιούς τεχνίτες στα εξωκκλήσια του νησιού, καθώς και στην κατασκευή ξύλινων επίπλων για οικιακή χρήση.

Μαρτυρία του Δημήτρη Καμαρού - Ξυλογλύπτη από την Αγιάσο

Δημήτρης Καμαρός - Ξυλογλύπτης από την Αγιάσο

 Δημήτρης Καμαρός γεννήθηκε το 1933 στην Αγιάσο της Λέσβου, από γονείς Αγιασώτες. Ξεκίνησε να εργάζεται ως μαραγκός δίπλα σε άλλους συντοπίτες του μαραγκούς, αλλά στη συνέχεια, με προσωπική προσπάθεια και επιμονή, αφοσιώθηκε στην ξυλογλυπτική, την οποία ασκεί μέχρι σήμερα στο εργαστήριό του στην Αγιάσο, χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη το ξύλο της λεσβιακής καρυδιάς. Ο Δημήτρης Καμαρός είναι από τους πρωτεργάτες της ξυλογλυπτικής στην Αγιάσο, η οποία σήμερα αριθμεί αρκετά εργαστήρια και έχει γίνει γνωστή σε όλη την Ελλάδα για την ποιότητα και την υψηλή καλλιτεχνική αξία των ξυλογλύπτων της. Για την ξυλογλυπτική στην Αγιάσο ο Δημήτρης Καμαρός αναφέρει:

"Τη δουλειά αυτή, βέβαια είχα έναν προπάππου που ήτανε ξυλογλύπτης και λέγεται, γιατί δεν υπάρχουν τίποτα γραπτά, ότι το σημερινό παγκάρι που υπάρχει στην εκκλησία - το οποίο έχω ανακατασκευάσει εγώ, αλλά τα ξυλόγλυπτα είναι τα παλιά - είναι από το δεύτερο τέμπλο που κάηκε στην εκκλησία. Η εκκλησία έχει καεί τρεις φορές. Εδώ κατά παράξενο τρόπο όλα θα δεις ότι ξεκινάνε από την Παναγία, από την εκκλησία, όλα. Επομένως και οι πρώτοι ξυλογλύπτες που υπήρξαν στην Αγιάσο, υπήρξαν πάλι οι μάστοροι οι οποίοι είχαν έρθει να φτιάξουν το τέμπλο της εκκλησίας, το τότε τέμπλο γιατί τώρα είναι μαρμάρινο. Αυτά ήταν την εποχή, το 1815 γράφει η εκκλησία. Αυτοί οι πρώτοι μάστοροι κατά άλλους ήταν Ηπειρώτες, κατά άλλους ότι ήταν από τη Σμύρνη. Γιατί παλιά εδω πέρα η Αθήνα για τη Μυτιλήνη ήταν η Σμύρνη, επειδής ήταν πιο κοντά, και οι τέχνες κι αυτά τα μαθαίναν όλα απέναντι, πηγαίναν απέναντι. Και έμεινε η δουλειά μας, οι μάστοροι που είχανε έρθει εδώ, επειδή αυτό ήταν μακροχρόνια δουλειά, λένε ότι έμειναν εδώ βοηθοί, τσιράκια, τα οποία παντρευτήκαν εδώ στην Αγιάσο και μείναν και ήτανε οι πρώτοι σεντουκάδες, που κάνανε τα σεντούκια. Υπάρχουν και ορισμένα άτομα που έχουν το παρατσούκλι, σεντουκάς. Βέβαια σήμερα δεν υπάρχει κανένας, γιατί μια τελευταία οικογένεια που ήταν, έχουνε φύγει στην Αμερική.

Μπερδεύτηκε μετά η υπόθεση αρχίσαν οι πόλεμοι, το 1944 που φύγαν οι Γερμανοί, πρωτύτερα δεν είχε κανένας όρεξη ούτε για σκαλιστά να φτιάξει ούτε τίποτα. Οπότε εγώ έτυχε το 1947 να έχω βγάλει την πρώτη γυμνασίου και αναγκαστικά έπρεπε να ακολουθήσω κάποια εργασία για να μπορούμε να ζήσουμε. Οπότε τότε ήταν τα χρόνια δύσκολα, ο πατέρας μου, ο παππούς μου, οι θείοι μου όλοι ήταν μέσα στο ξύλο. Ήτανε υλοτόμοι. Εγώ, καταρχήν γύρω από το ξύλο γυρνούσα. Μου άρεσε η ξυλογλυπτική. Μέσα στο αίμα μου δηλαδή, από τον προπάππου αυτό. Οπότε ήταν να πάω σ' ένα συγχωρεμένο σκαλιστή κάτω στη Μυτιλήνη, ο οποίος λεγότανε Νίκος Λημναίος, ένας καλός μάστορης, πέρυσι πέθανε. Πράγματι πήγε ο πατέρας μου συνεννοήθηκε το 1947, αλλά εν τω μεταξύ ήτανε ο εμφύλιος, ο ανταρτοπόλεμος, ήτανε δύσκολα τα πράγματα, ούτε συγκοινωνία, ούτε τίποτα. Ο πατέρας μου φοβήθηκε από αυτά τα πράγματα κι έτσι μ' έβαλε εδώ μ' ένα μαραγκό. Πηγαίναμε μέσα στις οικοδομές, δουλεύαμε. Κατά κακή μου τύχη σε τρεις μήνες πέθανε ο μάστορας και πάω σ' ένα δεύτερο. Αυτός ήθελε να κάνουμε όλες τις δουλειές, να πηγαίνουμε να κουβαλάμε νερό, ακόμα και να σκουπίζεις το σπίτι. Οπότε αυτό το πράγμα δεν ήταν για να συνεχίσεις να κάνεις μια δουλειά, εγώ έβλεπα ότι πρέπει να μάθω μια δουλειά να δουλέψω, να ζήσω. Και πήγα στον τρίτο μάστορα. Κοντά σ' αυτόν έμεινα έξι μήνες, γιατί κάποιος μάστορας, ήταν τότε να φτιάξουμε μια σκάλα και η σκάλα στην οικοδομή ήταν το πιο δύσκολο - αν μάθαινες να φτιάχνεις μια σκάλα τότε έβγαινες μάστορας - κι επειδής έβλεπε ότι είχα μια πρόοδο ο δεύτερος ο μάστορας, δεν ήθελε να δω και με σταματήσαν από τη δουλειά. Μου λέει 'δε θα δουλέψουμε', εγώ τον πίστεψα, ήμουνα και μικρός, οπότε τη Δευτέρα δεν πήγα στη δουλειά. Πέρασε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, λέει 'γιατί δεν ήρθες σήμερα στη δουλειά;', του λέω ότι με είχανε σταματήσει. Χτυπά το χέρι του κάτω και μου λέει 'φτιάχναν τη σκάλα και δεν θέλαν να δεις'. Και μου λέει αυτός 'αυτό που δε θέλαν να δεις, θα στο δείξω εγώ'. Πράγματι, πήγα τον βρήκα και πήγαμε στο σπίτι, κι άρχισε να μου τα εξηγεί ο άνθρωπος. Οπότε εγώ πικράθηκα από αυτό το πράγμα, λέω δε θέλω να πάω πια σε άλλον, θα μείνω μόνος μου κι ό,τι κάνω. Πράγματι έμεινα μόνος μου εκεί μέσα στου πατέρα μου το ξυλεμπορικό, το '49, έμεινα εκεί κι άρχισα να κάνω διάφορα: κρεμάστρες, αυτά τα σκαμνάκια, το ένα το άλλο. Εν τω μεταξύ, επειδής όποιος είχε κάποια μικροδουλειά δε σύμφερνε να πάει σε ένα μάστορα θα του έπαιρνε πολλά λεφτά, όλοι τρέχαν σε μένα. Πολλές φορές δεν κοιμόμουνα για να σκεφτώ πως θα το κάνω το κάθε πράγμα, γιατί δεν τα ξέρεις όλα. Αλλά αυτό με έβαλε σ' ένα λούκι να κάνω μια δουλειά όχι όπως την είχα μάθει, αλλά να βρω ένα τρόπο. Μερικές φορές ρωτούσα "έχεις το παλιό;" και το ξήλωνα και μάθαινα. Άρχισα λοιπόν. Το 1952 έχω φτιάξει τα πρώτα έπιπλα. Άρχισα να φτιάχνω μόνος μου εργαλεία, σκαρπέλα, και την ώρα που είχα ευκαιρία έκανα κατιτί. Μου παραγγέλναν μια καρέκλα, χτυπούσα και δυο σκαρπελιές απάνω. Σιγά, σιγά, υπήρξαν άνθρωποι που νόμιζαν ότι το είχα μάθει από κάπου εγώ αυτό, αλλά εγώ ήμουν αυτοδίδακτος. Προσπαθούσα όμως, ερευνούσα πάνω σε παλιές κασέλες, πως το είχε κάνει. Μου φέρνανε πολλές κασέλες για επισκευή. Έπρεπε και να τη φτιάξω και συνάμα να κρατήσω και το σχέδιο.

Δικό μου μαγαζί έχω από το '50, τώρα κοιτάω να πάρω τη σύνταξη. Όταν ξεκίνησα ήμουνα ο μοναδικός ξυλογλύπτης στην Αγιάσο. Συνέχεια επί χρόνια πολλά έχω μαθητές κοντά μου, περί τα εκατό άτομα έχουν περάσει από τα χέρια μου. Όλο το χρόνο διατηρώ 15 άτομα. Από το '50 δεν ήταν βέβαια τόσα τα άτομα. Ήταν 2, μετά γίναν 4, μετά 5. Όσοι έχουνε μαγαζιά με σκαλιστά έχουνε περάσει από το μαγαζί μου.

Το υλικό που δουλεύουμε, είναι η καρυδιά η ντόπια. Η καρυδιά για το σκαλιστό είναι η καλύτερη. Το ξύλο πρέπει να 'ναι σκληρό για να βγάλει λεπτομέρεια. Αυτές οι καρυδιές είναι ντόπιες και να ξέρετε ότι η Μυτιληνιά η καρυδιά, είναι το υπέδαφός μας τέτοιο, είναι η καλύτερη της Ελλάδος. Τώρα φέρνουν αυτήν την Αφρικάνικη, δεν είναι η ίδια. Εγώ δεν τη χρησιμοποιώ. Αλλά έχει διαδικασία η καρυδιά. Εγώ δε μπορώ να την υλοτομήσω κι όλας, την παίρνουμε από τον υλοτόμο. Ο υλοτόμος πρέπει να την έχει κόψει την εποχή που πρέπει. Μετά το παίρνουμε το ξύλο, έχουμε δικό μας ξηραντήριο. Αυτό έχει επίσης σημασία, κρατάει 24 μέρες μέσα, δεν το ξεραίνει απότομα το ξύλο για να μην το σκίσει. Παίρνει τρία κυβικά ένας θάλαμος, το αποξηραίνει και σου δείχνουνε τα ρολόγια ότι είναι έτοιμο. Έχουμε 40% με 50% φθορά από τα ξύλα, γιατί ένα δέντρο καρυδιά δεν έχει έναν κορμό ίσιο να ανέβει, διακλαδώνει. Μετά δεν έχει ύψος. Ξοδεύω το χρόνο περίπου 100 κυβικά ξύλο. Οι αγρότες τα πουλάνε στους υλοτόμους και οι υλοτόμοι σε μάς.

Στους μαθητές μου δεν κρύβω τίποτα, μπροστά τους τα κάνω όλα και έχω την απαίτηση να γίνουν καλύτεροι από εμένα. Κατ' αρχήν είναι ο γιος μου, ο οποίος έχει σπουδάσει βιολόγος. Δουλεύει τη δουλειά, έχει κάνει αξιόλογα έργα, αυτός πιθανόν να συνεχίσει. Τώρα έχω 14 υπαλλήλους, έχουμε κι άλλο τμήμα κάτω κι άλλο τμήμα για το σκάλισμα. Η γυναίκα μου επίσης δούλεψε από το '58 μέχρι το '80 μαζί μου. Για να βγει η φόρμα πρέπει κάποιος με ένα στυλό να την πατήσει σε καρμπόν. Αυτή ήταν μια δουλειά που μια γυναίκα μπορούσε να την κάνει. Έπειτα μια γυναίκα είναι πιο επίμονη, σε λεπτομέρεια να επιβλέψει, αυτό δεν έχει ξυθεί καλά καλά, αυτό θέλει ξανά τρίψιμο. Εμένα με βοήθησε πολύ η γυναίκα μου κι είχε και δυο παιδιά να αναθρέψει.

Εδώ κάνουμε από όλα τα έπιπλα, ενώ όλα τα μαγαζιά για να βγάλουν ποσότητα πολλή περιορίζονται σε δυο τρία κομμάτια. Εδώ ήδη από καρέκλες φτιάχνουμε 50 είδη, από τις κασέλες έχουμε 24 σχέδια και βγαίνει σε τρία μεγέθη. Άλλος το θέλει στο πλάι με σκάλισμα άλλος δε θέλει, γιατί το παλιό το παραδοσιακό δεν είχε στο πλάι. Από κρεβατοκάμαρες έχουμε πέντε σχέδια. Και συνέχεια βγάζουμε και άλλα σχέδια, γιατί κάποιος μπορεί να σου ζητήσει και κάτι άλλο. Δουλεύω με παραγγελία, δεν έχω έτοιμα πράγματα. Αλλά εγώ δουλεύω πολύ και τα εκκλησιαστικά, και στη Ζιμπάμπουε που πήγα ήταν για την εκκλησία. Συνέχεια όλα τα πράγματα φεύγουν προς τα έξω, έχω δώσει στο Τέξας, στο Λίβανο, στη Γαλλία, όλα αυτά σε ιδιώτες. Μου ζητάνε πάρα πολλοί, αλλά συνήθως προτιμάνε να τα παίρνουν από εδώ. Ύστερα με ξέρουνε, με ξέρει όλη η Ελλάδα, παίρνει ένα τηλέφωνο το στέλνω, δεν υπάρχει πρόβλημα".

(Η μαρτυρία του Δημήτρη Καμαρού βασίστηκε στη συνέντευξη του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου", τον Μάιο του 1996 στην Αγιάσο)