ΕΛΑΙΩΝΑΣ: ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΑΣΟΣ

Προσπαθούσα από το παράθυρο του αεροπλάνου να διακρίνω τα όρια μεταξύ του ελαιώνα και του πευκοδάσους στη Λέσβο. Όμως, από ψηλά και με μειωμένη ορατότητα ήταν δύσκολο.
Στην πίσω θέση ένας πιτσιρίκος είχε ενθουσιαστεί με ότι έβλεπε:
- Πω, πω! Η Λέσβος είναι γεμάτη δάση!
Ο πατέρας του, δίπλα, παρόλο που είμασταν στον αέρα φάνηκε προσγειωμένος:
- Δεν είναι δάσος. Είναι ελαιώνας.
Είναι σίγουρα λογικό να θεωρεί κάποιος ότι το νησί της Λέσβου έχει "ελαιοδάση" μιας και υπάρχουν σε αυτό περίπου 11 εκατομμύρια ελαιόδενδρα. Αν κάνουμε κάποιους υπολογισμούς, μάλιστα, διαπιστώνουμε ότι η Λέσβος κατέχει την πρώτη θέση στη χώρα μας σε αριθμό ελαιόδενδρων ανά κάτοικο. Αντιστοιχούν, ούτε λίγο ούτε πολύ, 113 ελαιόδενδρα στον καθένα. Η αμέσως επόμενη περιοχή είναι η Κρήτη με λιγότερα από 50 και ακολουθεί η Σάμος με 40 ελαιόδενδρα ανά κάτοικο.
Η Λέσβος φαίνεται να κατέχει και την πρώτη θέση στη Μεσόγειο, στην οποία παράγεται περισσότερο από το 90% της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου. Κάτι που προκύπτει από μια σύγκριση στους αριθμούς των ελαιόδενδρων ανά κάτοικο στην Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα με 3, 5.4, 5 και 9.5 αντίστοιχα ελαιόδενδρα το άτομο.

Μετακόμιση για την ελαιοσυλλογή

Τον Οκτώβριο στις ελαιοκομικές περιοχές της Ελλάδας το γεωργικό σπιτικό ετοίμαζε μετακόμιση. Η συλλογή του ελαιοκάρπου ήταν επίπονη εργασία, η οποία δεν ήταν δυνατόν να συνδυαστεί, στις περισσότερες των περιπτώσεων, με διαμονή της οικογένειας στο κανονικό σπίτι στο χωριό.
Δεν υπήρχαν τότε αυτοκίνητα για γρήγορη μετακίνηση στους ελαιώνες, όπως σήμερα, κι έτσι όλη η οικογένεια ετοίμαζε τα πράγματά της και πήγαινε να μείνει στο "καλύβι". Τα καλύβια ήταν διασκορπισμένα μέσα στους ελαιώνες, επιτρέποντας τόσο τη διαμονή όσο και την αποθήκευση του προϊόντος.
Τέλη Οκτωβρίου άρχιζε, συνήθως, η λειτουργία των ελαιοτριβείων για την παραγωγή του λαδιού. Μάλιστα, σύμφωνα με την παράδοση, η ενοικίαση των εκκλησιαστικών και μοναστηριακών ελαιοτριβείων έπρεπε να γίνει του Αγίου Δημητρίου.

Τα σπορέλαια εφορμούν

Βασικό προϊόν της ελαιοκαλλιέργειας είναι το λάδι, και βεβαίως, η υποκατάστασή του από τα λεγόμενα σπορέλαια ήταν φαινομενικά αδύνατη μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960.
Οι δομές της ελληνικής κοινωνίας, άρρηκτα συνδεδεμένες με τη χρησιμοποίηση ελαιόλαδου, είχαν τελείως διαφορετικά καταναλωτικά πρότυπα απο ότι σήμερα. Αλλωστε, εκείνη την εποχή, τα πιθανά υποκατάστατα του ελαιόλαδου τα οποία θα ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν (αραβοσιτέλαιο, ηλιέλαιο, βαμβακέλαιο) μειονεκτούσαν τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Η στρεμματική απόδοση του καλαμποκιού και του ηλίανθου ήταν, αντίστοιχα, 350 και 100 κιλά και η τεχνολογία παραλαβής των ελαίων δεν είχε, ακόμη, αναπτυχθεί.
Όμως την εποχή που η εκμηχάνιση της ελαιοκαλλιέργειας και η συλλογή του ελαιοκάρπου αποδεικνυόταν δυσχερέστατη -τόσο γιατί η φύση των επικλινών εδαφών όσο και επειδή οι δενδροκαλλιέργειες έχουν τέτοια προβλήματα- η πρόοδος σε ότι αφορά τις μεθόδους καλλιέργειας και συγκομιδής στα ετήσια φυτά ήταν συνταρακτική.
Αναφερόμαστε τόσο στην αυξημένη απόδοση που στηρίζεται στις εισόδους ενέργειας, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και νερού όσο και στη γενετική βελτίωση που κατευθύνεται προς την αύξηση επιμέρους, επιθυμητών συστατικών.
Το ποσοστό περιεχομένων ελαίων στο σπόρο του ηλίανθου ήταν μόλις 30% το 1940 45% το 1970 και πάνω από 60% σήμερα.
Η δυναμική είσοδος των υποκατάστατων του ελαιόλαδου στην ελληνική αγορά συνοδεύεται, όπως είναι φυσικό, από ισχυρότατα μέσα επηρεασμού των καταναλωτών. Πέρα από τη μειωμένη τιμή διαφημίζεται στο έπακρο και η "υγιεινή" τους σύσταση με αποτέλεσμα σε συνδυασμό και με την τιμή, να υπάρχει στροφή σημαντικού αριθμού καταναλωτών προς αυτά.
Σύμφωνα με μια μελέτη, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα ενώ το 1983 το ελαιόλαδο συνιστούσε το 70% της κατανάλωσης λιπαρών ουσιών, σήμερα έπεσε στο 45%. Η συμμετοχή του σπορέλαιου, την ίδια εποχή, υπερδιπλασιάσθηκε και από 21% το 1983 έφθασε το 44%.
Τούτο σημαίνει ότι πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα για την "επανατοποθέτηση" του ελαιολάδου στην αγορά. Οι καλοί λόγοι δεν αρκούν όταν σχεδόν κανένας εστιάτορας στη χώρα μας δεν χρησιμοποιεί αγνό ελαιόλαδο παρά μόνο -κι αυτό με εξαίρεση!- στη σαλάτα!
Αξίζει το σημείο αυτό μια σύγκριση με τον ηλίανθο.
Όλοι ακούγαμε, το καλοκαίρι του 1990, τις διαμαρτυρίες των αγροτών μας για το νερό το οποίο δεν έφτανε για το πότισμα των χωραφιών τους με καλαμπόκι και άλλων "ποτιστικών" καλλιεργειών. Μέχρι που κατέλαβαν και τρένο στη Βοιωτία επειδή τους έπαιρνε το νερό η Αθήνα για την ύδρευση.
Να, λοιπόν, το σημείο στο οποίο πέρα από τα θέματα υγείας, πλεονεκτεί η ελιά. Δεν χρειάζεται πότισμα. Μπορεί να μειώθηκε η παραγωγή της το 1990. Όμως οι ελιές, προσαρμοσμένες στην καλοκαιρινή ξηρασία του μεσογειακού κλίματος, δεν ξεραίνονται αν δεν ποτιστούν.

Υδατικοί πόροι σε κίνδυνο

Το να αναφέρει κάποιος αυτή την εποχή το πόσο πολύτιμοι είναι οι υδατικοί πόροι θα ήταν περιττό. Αδιάφορα από το αν θα έρθει ή όχι το φαινόμενο του θερμοκηπίου -που σημαίνει και μείωση των βροχοπτώσεων- στη χώρα μας οι χρονιές οι οποίες πέρασαν μας διδάσκουν κάτι απλό:
Το νερό δεν φτάνει! Αρκεί να δούμε το συνταρακτικό κόστος σε νερό άρδευσης του ηλίανθου. Κάθε μπουκάλι ηλιέλαιου, λοιπόν "κοστίζει", ούτε λίγο-ούτε πολύ 3,5 κυβικά μέτρα (ή τόνους!) νερό!
Από την άλλη και το όλο κύκλωμα της ελιάς θέλει εξυγίανση. Η συλλογή της μέχρι και τον Απρίλιο και η όλη δομή του συστήματος μεταφοράς, μεταποίησης και τυποποίησης απέχει αρκετά από εκείνη της παραγωγής ελαιολάδου σταθερής και άριστης ποιότητας, χωρίς την παρουσία φυτοφαρμάκων, σε υλικά συσκευασίας ευπρεπή τα οποία προκαλούν το ενδιαφέρον του καταναλωτή στην αγορά και να τον ευχαριστούν στη χρήση.
Επανατονίζεται στο σημείο αυτό, ότι η σωστή τοποθέτηση ενός τέτοιου πραγματικά "φυσικού προϊόντος" στην αγορά προϋποθέτει σοβαρή προσπάθεια και άριστη ποιότητα. Όμως, όλα αυτά στηρίζονται στη σωστή πληροφόρηση των τάσεων και δυνατοτήτων της αγοράς.
Στόχος μας πρέπει να είναι όχι μόνο η προσέλκυση των νεοελλήνων προς το ελαιόλαδο αλλά και η διατήρηση του ανυπέρβλητου περιβάλλοντος των ελαιώνων που κινδυνεύουν σοβαρότατα. Έχοντας υπόψη ότι το ελαιόλαδο είναι ένα φυσικό προϊόν έκθλιψης του ελαιοκάρπου και όχι ένα οποιοδήποτε λάδι το οποίο προκύπτει με χημική εκχύλιση ελαιούχων σπόρων του δίνει άπειρα πλεονεκτήματα τα οποία παραμένουν ακόμη άγνωστα και ανεκμετάλλευτα.
"Θάμπωναν, γράφει ο Ελύτης, τα μάτια μου καταμεσήμερο Ιουλίου από τις άπειρες κοψιές του ήλιου μέσα στα κύματα που κι αν ακόμη δεν υπήρχαν οι ελαιώνες τέτοια στιγμή θα τους είχα επινοήσει όμοια τζιτζίκι".

Επόμενο