Νομοθεσία
Διεργασίες
Πρότυπα
Βέλτιστες Πρακτικές
Χρήσιμες Επαφές
Ορολογία
Συχνές Ερωτήσεις
Ομάδα Εργασίας
Επικοινωνήστε
Συνδέσεις
Πείτε μας την άποψή σας για το Envirohelp.gr
Διαβάστε τους όρους χρήσης και την αποποίηση ευθύνης

Αρχική Σελίδα

Ορολογία- C

calsium salts

(άλατα ασβεστίου, π.χ. CaCO3, MgCO3)

carbon dioxide

(διοξείδιο του άνθρακα, CO2)

carbon sinks

(αποθήκες άνθρακα) Περιβαλλοντικά μέσα (π.χ. ωκεανοί, τροπικά δάση) που έχουν την ικανότητα να αποθηκεύουν οργανικές ενώσεις του άνθρακα.

 

Environmental media (e.g. oceans, tropical forests) having the capacity to store organic carbon compounds.

carbon tetrafluoride

(τετραφθοράνθρακας)

carbonic acid

(ανθρακικό οξύ, H2CO3)

carnivore

(σαρκοφάγο ζώο) Ένα ζώο που τρέφεται λίγο-πολύ αποκλειστικά με άλλα ζώα.

 

An animal that feeds more or less exclusively on other animals.

catalyst

(καταλύτης) Μια ουσία που επιταχύνει μια χημική αντίδραση χωρίς το ίδιο να χάνεται ή να μεταβάλλεται χημικά κατά την αντίδραση. Τα ένζυμα είναι καταλύτες βιολογικών αντιδράσεων. Επίσης καταλύτες χρησιμοποιούνται σε ορισμένες συσκευές για τον έλεγχο της ρύπανσης (π.χ. καταλύτες αυτοκινήτων).

 

A substance that promotes a given chemical reaction without itself being consumed or changed by the reaction. Enzymes are catalysts for biological reactions. Also, catalysts are used in some pollution control devices (e.g., the catalytic converter).

cavern

(υπόγειο σπήλαιο από σκύρα, χώνα) Στρώμα αμμοχάλικου που είναι θαμμένο στο έδαφος, μέσω του οποίου μπορούν να διηθηθούν υγρά απόβλητα προς τα βαθύτερα στρώματα του εδάφους.

 

Gravel bed buried in the ground from which a liquid waste stream can percolate into the soil.

center-pivot irrigation

(κεντρικά περιστρεφόμενο σύστημα καταιονισμού) Ένα σύστημα άρδευσης που αποτελείται από έναν βραχίονα μήκους εκατοντάδων μέτρων πάνω στον οποίο υπάρχουν καταιονιστήρες νερού. Ο βραχίονας αυτός στηρίζεται σε ρόδες και περιστρέφεται κυκλικά με κέντρο τη γεώτρηση από την οποία αντλείται το νερό.

 

An irrigation system consisting of a spray arm several hundred meters long, supported by wheels pivoting around a central well from which water is pumped.

CFCs

Βλέπε χλωροφθοράνθρακες (chlorofluorocarbons)

chemosynthesis

(χημειοσύνθεση) Διεργασία όπου κάποιοι μικροοργανισμοί αξιοποιούν την χημική ενέργεια που περικλείεται σε συγκεκριμένες ανηγμένες ανόργανες χημικές ενώσεις (π.χ. υδρόθειο, Η2S) για να παράγουν οργανική ύλη.

 

Process whereby some microorganisms utilize the chemical energy contained in certain reduced inorganic chemicals (e.g., hydrogen sulfide) to produce organic material.

chlorine

(χλώριο, Cl)

chlorine monoxide

(μονοξείδιο του χλωρίου)

chlorofluorocarbons

(CFCs) (χλωροφθοράνθρακες) Συνθετικά οργανικά μόρια που περιέχουν ένα ή περισσότερα άτομα τόσο χλωρίου όσο και φθορίου που είναι γνωστό ότι καταστρέφουν το στρώμα του στρατοσφαιρικού όζοντος.

 

Synthetic organic molecules that contain one or more of both chlorine and fluorine atoms and that are known to cause ozone destruction.

clarifier tank

(δεξαμενή καθίζησης ή διαυγαστήρας) Μια φυγόκεντρος ή μια δεξαμενή καθίζησης ή άλλη συσκευή που χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό των αιωρούμενων στερεών από ένα υγρό.

 

A centrifuge, settling tank or other device for separating suspended solid matter from a liquid.

clay

(άργιλος) Ορίζεται σαν το ανόργανο τμήμα του εδάφους με διάμετρο κόκκων <0,002 mm. Τα τεμαχίδια (κόκκοι) της αργίλου προέρχονται από την αποσάθρωση των ορυκτών των πετρωμάτων ή από την ανασύνθεση των αποσαθρωμένων ορυκτών των πετρωμάτων. Αποτελούνται από αλλεπάλληλα λεπτά φυλλίδια, έχουν μεγάλη ειδική επιφάνεια και περίσσεια αρνητικών φορτίων. Έτσι η άργιλος έχει την ικανότητα να δεσμεύει κατιόντα από το εδαφικό διάλυμα (π.χ. Ca+2, K+, Mg+2, H+) συγκρατώντας τα ώστε να είναι διαθέσιμα στα φυτά.   

 

A rock, generally plastic, composed essentially of clay minerals but also likely to contain free silica and other impurities.

climate

(κλίμα) Η μέση καιρική κατάσταση που περιγράφεται κυρίως από τη μέση θερμοκρασία και τη μέση βροχόπτωση που σημειώνονται σε μια περιοχή στη διάρκεια ενός έτους. Οι παραπάνω μέσοι όροι προκύπτουν από ετήσιους μέσους όρους που έχουν καταγραφεί από μετεωρολογικούς σταθμούς για χρονικό διάστημα συνήθως 30 ετών ή περισσότερο.

 

A general description of the average temperature and rainfall conditions of a region over the course of a year.

climate change

(κλιματική αλλαγή) Αλλαγή του κλίματος που αποδίδεται άμεσα ή έμμεσα στην ανθρώπινη δραστηριότητα που αλλάζει την σύσταση της ατμόσφαιρας του πλανήτη και η οποία παρατηρείται σε συγκρίσιμες (σχετικά μεγάλες) χρονικές περιόδους σε συνάρτηση με τη φυσική μεταβλητότητα του κλίματος.

 

Change of climate which is attributed directly or indirectly to human activity that alters the composition of the global atmosphere and which is in addition to natural climate variability observed over comparable time periods.

coal

(γαιάνθρακας) Περιλαμβάνει όλους τους τύπους γαιάνθρακα, τόσο τους κύριους (συμπεριλαμβανομένου του σκληρού άνθρακα και του λιγνίτη) και παράγωγα καύσιμα (συμπεριλαμβανομένου των τεχνικών ανθρακοποίησης- παραγωγής κάρβουνου, του κωκ, υγρών καυσίμων από διαδικασίες πυρόλυσης και αέριων καυσίμων από διαδικασίες αεριοποίησης). Η τύρφη περιλαμβάνεται επίσης σε αυτήν την κατηγορία.

 

Includes all coal, both primary (including hard coal and lignite) and derived fuels (including patent, coke, oven coke, gas coke, BKB, coke oven gas and blast furnace gas). Peat is also included in this category.

colloidal

(κολλοειδής κατάσταση) Κατάσταση διασποράς σε ένα διάλυμα στο οποίο πολύ μικρά τεμαχίδια ύλης είναι διασκορπισμένα και σε αιώρηση, αλλά όχι διαλυμένα.

A state of suspension in a liquid medium in which extremely small particles are suspended and dispersed but not dissolved.

compaction

(συμπίεση, πατίκωμα) Έδαφος: Το πατίκωμα και η συμπίεση που έχει σαν συνέπεια την μείωση των ελεύθερων πόρων του εδάφους. Η συμπίεση μειώνει τον αερισμό του εδάφους και την διηθητική ικανότητα του τελευταίου. Έτσι μειώνεται η ικανότητα του εδάφους να στηρίζει την ανάπτυξη φυτών. Απορρίμματα: Συμπίεση των απορριμμάτων για την μείωση του όγκου που καταλαμβάνουν.

 

Packing down. Soil: Packing and pressing out air spaces present in the soil. Compaction reduces the soil aeration and infiltration and thus diminishes the capacity of the soil to support plants. Trash: Packing down trash to reduce the space that it requires.

composting

(παραγωγή εδαφοβελτιωτικού ή κομποστοποίηση) Είναι μια διαδικασία αερόβιας αποσύνθεσης οργανικών αποβλήτων. Το προϊόν της διαδικασίας είναι χούμος πλούσιος σε θρεπτικά στοιχεία και έχει λιπασματικές ή εδαφοβελτιωτικές ιδιότητες.

 

The process of letting organic wastes decompose in the presence of air. A nutrient-rich humus, or compost, is the resulting product.

condensation

(συμπύκνωση) Η μεταφορά μορίων από την αέρια φάση στην υγρή, όπως για παράδειγμα όταν υδρατμοί συμπυκνώνονται καθώς έρχονται σε επαφή με μια κρύα επιφάνεια και σχηματίζονται σταγόνες νερού. Το αντίθετο της συμπύκνωσης είναι η εξάτμιση (evaporation).

 

The collecting of molecules from the vapor state to form the liquid state, as, for example, when vapor condenses on a cold surface and forms droplets. Opposite: evaporation.

coniferous tree

(κωνοφόρο δέντρο) Δέντρο της τάξης Coniferales, που τυπικά παράγει κώνους και βελονοειδή φύλλα (συχνά αειθαλή), π.χ. πεύκο,  έλατο, κέδρος ή σεκόγια.

 

A tree of the order Coniferales, typically bearing cones and needle-like leaves(often evergreen),e.g. a pine, yew, cedar or redwood.

conservation

(διατήρηση, προστασία) Η διαχείριση ενός φυσικού πόρου με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ότι θα συνεχίσει να παρέχει τα μέγιστα οφέλη στους ανθρώπους μακροπρόθεσμα.

 

The management of a source in such a way as to assure that it will continue to provide maximum benefit to humans over the long run. Conservation may include various degrees of use or protection, depending on what is necessary to maintain the resource over the long run.

consumers

(καταναλωτές) Σε ένα οικοσύστημα, χαρακτηρίζονται με τον όρο αυτό  οι οργανισμοί που αποκομίζουν την ενέργεια που χρειάζονται τρεφόμενοι με άλλους οργανισμούς ή προϊόντα τους.

 

In an ecosystem, those organisms that derive their energy from feeding on other organisms or their products.

consumptive use

(μη ανακτήσιμη χρήση ή  επωφελής χρήση) Η εξόρυξη (άντληση, συγκομιδή) φυσικών πόρων με στόχο την κάλυψη των άμεσων αναγκών των ανθρώπων για τροφή, στέγαση, ενέργεια και ένδυση.

 

The harvesting of natural resources in order to provide for people’s immediate needs for food, shelter, fuel, and clothing.

consumptive water use

(μη ανακτήσιμη χρήση νερού) Είδος χρήσης νερού όπως η άρδευση, στην οποία το νερό δεν παραμένει διαθέσιμο από κει και πέρα για ενδεχόμενο καθαρισμό και επαναχρησιμοποίηση.

 

Use of water for such things as irrigation, wherein the water does not remain available for potential purification and reuse.

contamination

(μόλυνση) 1. Προσβολή ενός ανθρώπου ή ενός ζώου από παθογόνους μικροοργανισμούς (λοιμώδεις παράγοντες). 2. Παρουσία ενός μολυσματικού παράγοντα στα ρούχα, σε χειρουργικά εργαλεία, σε εδέσματα, στο νερό, στο γάλα, στο φαγητό. 3. Μεταφορά και εξάπλωση ενός μολυσματικού παράγοντα. 4. Η ανεπιθύμητη παρουσία ραδιενεργών υλικών.

 

Invasion of a person or animal by pathogenic germs (contaminants); Presence of an infectious agent on inanimate articles such as clothes, surgical instruments, dressings, water, milk, food; Transfer and propagation of a contaminant; The undesirable presence of radioactive material.

convection

(μετάδοση θερμότητας με ρεύματα αέρα) Η κατακόρυφη κίνηση του αέρα λόγω της θέρμανσης και της ψύξης της ατμόσφαιρας.

 

The vertical movement of air due to atmospheric heating and cooling.

critical number

(κρίσιμος αριθμός) Ο ελάχιστος αριθμός ατόμων ενός συγκεκριμένου είδους που απαιτείται για να διατηρηθεί ένας υγιής, βιώσιμος πληθυσμός του είδους. Αν ο πληθυσμός πέσει κάτω από τον κρίσιμο αριθμό είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα εξαφανιστεί. (Ελάχιστος βιώσιμος πληθυσμός - Minimum Viable Population, MVP)

 

The minimum number of individuals of a given species that is required to maintain a healthy, viable population of the species. If the population falls below its critical number, it will almost certainly become extinct. (MVP: Minimum Viable Population)

crop

(καλλιέργεια, σοδειά) 1. Καλλιεργούμενα φυτά ή γεωργική παραγωγή όπως δημητριακά, λαχανικά ή φρούτα, θεωρούμενα σαν ομάδα. 2. Η συνολική παραγωγή μιας τέτοιας καλλιέργειας σε μια συγκεκριμένη εποχή ή τοποθεσία.

 

a. Cultivated plants or agricultural produce, such as grain, vegetables, or fruit, considered as a group, b. The total yield of such produce in a particular season or place.

cropland

(αγρός) Εκτάσεις με πολυετείς ή εποχιακές καλλιέργειες, εποχιακούς βοσκότοπους, περιβόλια και λαχανόκηπους, και αγραναπαυόμενες εκτάσεις. Πολυετείς καλλιέργειες (permanent crops) είναι εκείνες που δεν χρειάζεται να ξαναφυτευτούν μετά από κάθε συγκομιδή, εξαιρουμένου των δέντρων που φυτεύονται για την δημιουργία τεχνητών δασών και για την παραγωγή ξυλείας. 

 

Land under temporary and permanent crops, temporary meadows, market and kitchen gardens, and land temporarily fallow. Permanent crops are those that do not need to be replanted after each harvest, excluding trees grown for wood or timber.

crude oil

(αργό πετρέλαιο) Ένα σκούρο καφέ παχύρρευστο υγρό πετρέλαιο σε μορφή πριν από την τελική επεξεργασία του ή την κλασματοποίησή του σε διυλισμένα ή πτητικά προϊόντα όπως η βενζίνη. Στην ακατέργαστή του μορφή το αργό πετρέλαιο είναι λιγότερο εύφλεκτο και σχετικά λιγότερο επικίνδυνο κατά την μεταφορά. Είναι όμως η κυριότερη αιτία θαλάσσιας ρύπανσης που οφείλεται κυρίως στην λειτουργία των τάνκερ (δεξαμενόπλοιων που μεταφέρουν το αργό πετρέλαιο) κατά την οποία εκπλένονται ποσότητες αργού πετρελαίου στη θάλασσα, σε διαρροές και σε ατυχήματα των τάνκερ.

 

Α dark brown viscous fluid petroleum in a state before its final treatment or fractionation into refined and volatile products like gasoline. In its crude state, it is also less readily ignitable and relatively less dangerous in transport; But a major cause of marine pollution due to spillage.

cultivation

(καλλιέργεια) Συστηματική προετοιμασία και κατεργασία του εδάφους για γεωργική παραγωγή.

 

Systematic preparation and use of land for the growing of crops.

cultural eutrophication

(ανθρωπογενής ευτροφισμός) Η διαδικασία του φυσικού ευτροφισμού που επιταχύνεται από ανθρώπινες δραστηριότητες (βλέπε ευτροφισμός-eutrophication)

 

The process of natural eutrophication accelerated by human activities. (See eutrophication)