Νομοθεσία
Διεργασίες
Πρότυπα
Βέλτιστες Πρακτικές
Χρήσιμες Επαφές
Ορολογία
Συχνές Ερωτήσεις
Ομάδα Εργασίας
Επικοινωνήστε
Συνδέσεις
Πείτε μας την άποψή σας για το Envirohelp.gr
Διαβάστε τους όρους χρήσης και την αποποίηση ευθύνης

Αρχική Σελίδα

Ορολογία- G

genetic bank

(τράπεζα γενετικού υλικού) Η έννοια ότι τα φυσικά οικοσυστήματα μαζί με όλα τα είδη τους αποτελούν μια αποθήκη γονιδίων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία νέων ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτών και φυλών εκτρεφόμενων ζώων, για την σύνθεση νέων φαρμάκων καθώς και για άλλες χρήσεις.

 

The concept that natural ecosystems with all their species serve as a repository of genes that may be drawn upon to improve domestic plants and animals and to develop new medicines, among other uses.

genetic engineering

(γενετική μηχανική) Η τεχνητή (όχι φυσική) μεταφορά συγκεκριμένων γονιδίων από ένα οργανισμό σε κάποιον άλλο.

 

The artificial transfer of specific genes from one organism to another.

genetically modified organism (GMO)

(γενετικά τροποποιημένος οργανισμός, ΓΤΟ) Οποιοσδήποτε οργανισμός του οποίου το γενετικό υλικό έχει τροποποιηθεί τεχνητά με άμεση παρέμβαση στα χρωμοσώματα μέσω των τεχνικών της γενετικής μηχανικής. Ο ΓΤΟ ονομάζεται και διαγονιδιακός οργανισμός ( βλέπε transgenic organism).

 

Any organism that has received genes from a different species through the techniques of genetic engineering: a transgenic organism.

GHGs

βλέπε greenhouse gases

global climate change

(παγκόσμια κλιματική αλλαγή) Οι συσσωρευτικές επιπτώσεις στο παγκόσμιο κλίμα που οφείλονται στην αύξηση των συγκεντρώσεων των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα.

 

The cumulative effects of various impacts of rising levels of greenhouse gases on Earth’s climate. These effects include global warming, weather changes and a rising sea level.

grassland

(λειμώνες εύκρατης ζώνης - temperate grassland) Οικοσύστημα στο οποίο τα αγρωστώδη, τα σπαθόχορτα και άλλα κτηνοτροφικά φυτά αποτελούν την κυρίαρχη βλάστηση. Βρίσκονται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με το δάσος πλατύφυλλων της εύκρατης ζώνης, αλλά σε ξηρότερες περιοχές, καθώς προχωράμε προς το εσωτερικό των ηπείρων ή πίσω από μεγάλες οροσειρές. Οι λειμώνες (λιβάδια) της εύκρατης ζώνης έχουν διαφορετικό όνομα ανάλογα με την περιοχή:

  1. Ευρασία: στέπα (steppe)
  2. B. Αμερική: prairie
  3. Ν. Αμερική: pampas
  4. Ν. Αφρική: veld

 

Ecosystem in which grasses, sedges and other forage plants are the dominant vegetation.

green water

(αέριο νερό;;; ή νερό εξατμισοδιαπνοής;;;) Εδαφική υγρασία και υγρασία που περιέχεται στους οργανισμούς που τελικά καταλήγει στην ατμόσφαιρα με τη μορφή υδρατμών - είναι η κύρια πηγή νερού για τα φυσικά οικοσυστήματα και ομβροδίαιτες καλλιέργειες.

 

Water in the soil and in organisms that eventually ends up as water vapor - the main source of water for natural ecosystems and rain-fed agriculture.

greenhouse gases

(αέρια του θερμοκηπίου) Αέρια στην ατμόσφαιρα που απορροφούν την υπέρυθρη ακτινοβολία και συντελούν στη θέρμανση της ατμόσφαιρας. Τα αέρια αυτά λειτουργούν σαν μια ηλεκτρική (θερμαινόμενη) κουβέρτα και είναι σημαντικά γιατί σταθεροποιούν τη θερμοκρασία της επιφάνειας της γης. Ανάμεσα στα αέρια του θερμοκηπίου συγκαταλέγονται το διοξείδιο του άνθρακα, οι υδρατμοί, οι χλωροφθοράνθρακες (chlorofluorocarbons) και άλλοι αλογονωμένοι υδρογονάνθρακες (halocarbons).

 

Gases in the atmosphere that absorb infrared energy and contribute to the air temperature. These gases are like a heat blanket and are important in insulating Earth’s surface. Among the greenhouse gases are carbon dioxide, water vapor, chlorofluorocarbons and other halocarbons.

grit

(χονδρή άμμος, πετραδάκια, αμμοχάλικο)

 

Particles which have become detached from a grindstone, b. Substance consisting of hard, sharp-edged particles.

groundwater

(υπόγεια ύδατα) Νερό που έχει συσσωρευτεί στο υπέδαφος, γεμίζοντας όλους τους πόρους και τα κενά στα πετρώματα ή στο έδαφος (κατάσταση κορεσμού σε υγρασία). Τα υπόγεια ύδατα είναι ελεύθερα να μετακινούνται σχεδόν ταχύτατα, από αυτά τροφοδοτούνται οι πηγές και οι γεωτρήσεις/ πηγάδια και ανανεώνονται κατά την διήθηση επιφανειακού νερού δια μέσου του εδάφους.

 

Water that has accumulated in the ground, completely filling and saturating all pores and spaces in rock or soil. Groundwater is free to move more or less rapidly, it is the reservoir for springs and wells, and is replenished by infiltration of surface water.

gully erosion

(χαραδρωτική διάβρωση) Εδαφική διάβρωση που προκαλείται από επιφανειακές απορροές κατά τη διάρκεια καταιγίδων και έχει σαν αποτέλεσμα τον σχηματισμό χαραδρών.

 

Soil erosion produced by running water and resulting in the formation of gullies.

gusher

(αναβλύζουσα πηγή) Ένα πηγάδι/γεώτρηση για νερό ή για πετρέλαιο απ’ όπου το προϊόν αναβλύζει χωρίς να χρειάζεται άντληση εξαιτίας α) της φυσικής πίεσης καθώς η πιεζομετρική στάθμη του υγρού βρίσκεται ψηλότερα από το φυσικό επίπεδο του εδάφους ή β) της τεχνητά εφαρμοζόμενης υπόγειας πίεσης

 

An oil or water well from which the product flows without pumping due to natural or artificially supplied subterranean pressure.