|
|
|
|
While my guitar
gently weeps.
(George
Harrison)
|
I
look at you all
see the love there
that 's sleeping
while
my guitar gently weeps
I
look at the floor and I see it needs sweeping
still
my guitar gently weeps
I don't know why nobody told you how to unfold your
love
I don't know how someone
controlled you.
|
ΜΟΥΣΙΚΑ
ΟΡΓΑΝΑ |
|
- ΑΡΠΑ: Μουσικό όργανο με
χορδές που κρούονται. Η άρπα
σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό
αποτελούνταν από διάφορα στοιχεία. Το
επίμηκες ηχείο ενώνεται λοξά προς τα
κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και
προς τα επάνω με το χορδοστάτη από
όπου ξεκινούν τεντωμένες πολλές
ανισομήκεις χορδές. Η άρπα
χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως
όργανο ορχήστρας το
1607 από το Μοντεβέρντι. Με τους
μεταγενέστερους μουσικούς
όπως ο Λίστ η άρπα
απόχτησε ιδιαίτερη
εκφραστική αξία στον
τομέα της συμφωνικής μουσικής.
|
|
- ΑΥΛΟΣ : Πνευστό μουσικό όργανο
αρχαιότατης προέλευσης . Στην
ελληνική αρχαιότητα ο αυλός έπαιξε
πολύ σημαντικό ρόλο ως όργανο
συνοδείας σε θρησκευτικές
τελετές, συμπόσια και δημόσιες
γιορτές. Οι αυλοί
είχαν διάφορα μεγέθη: μεγαλύτερο οι
αντρικοί οξύφωνοι
και βαθείς και
μικρότερο οι γυναικείοι
υψίφωνοι και μέσοι. Ο αρχαιότερος
τύπος ελληνικού αυλού
είναι η <<
σύριγγα του Πάνα >>. Οι
δίαυλοι
ήταν δύο
αυλοί μαζί. Αυτοί ήταν ανισομήκεις .
Παίζονταν πάντα
από τον ίδιο
αυλητή. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι
παίζονταν ταυτόχρονα
. απόγονοι των
αρχαιότατων αυτών οργάνων είναι τα
λαϊκά ποιμενικά όργανα ( όπως π.χ. η
φλογέρα).
|
|
- ΛΥΡΑ: Μουσικό
όργανο της αρχαίας Ελλάδας, το οποίο
σύμφωνα με την παράδοση, είχε
κατασκευάσει ο
Ερμής. Οι αρχαίοι έπαιζαν τη λύρα
με τα δυο τους χέρια: με το δεξί
κρατούσαν το πλήκτρο ενώ
με το αριστερό άγγιζαν τις χορδές.
Υπήρχαν πολλά μεγέθη λυρών: από
30 εκ. ως 70 εκ. και κάποτε ένα μέτρο. Στην
οικογένεια της λύρας ανήκουν και πολλά παρεμφερή
όργανα όπως: η χέλυς, η μάγαδις, το
επιγώνιο, η σαμβύκη κ.τ.λ.
|
|
- ΟΜΠΟΕ: Μουσικό όργανο το οποίο είναι
πνευστό. Το όνομά του προέρχεται από
τα Γαλλικά hautbois (ψηλό ξύλο) . Ο ήχος
του όμποε, αν
και διατηρεί μια σταθερή
γλυκύτητα είναι οξύς και
διαπεραστικός . Η έκταση των φθόγγων
του είναι δυο οκτάβες και μισή .
Καταγόμενο από την προιστορική εποχή
το όμποε τελειοποιήθηκε στη
Γαλλία. Χρησιμοποιήθηκε
για πρώτη φορά σε ορχήστρα
το έτος
1674 από το
Ρόμπερ Κράμπερ.
|
|
- ΦΑΓΚΟΤΟ:
Ενα βαθύφωνο ξύλινο όργανο με
διπλό γλωσσίδι και πολύ μεγάλο σωλήνα
- περί τα 2,60 μέτρα. Λόγω του μεγάλου
μήκους του το φαγκότο είναι "διπλωμένο"
έτσι ώστε o κατερχόμενος (πλευρά) και ο
ανερχόμενος σωλήνας (μπάσο) να
βρίσκονται δίπλα και να ενώνονται
με το κάτω μέρος (βάση) που είναι ένας
σωλήνας σε σχήμα U. Η διάτρηση του
σωλήνα στο φαγκότο είναι στενή και
ελαφρά κωνική. Στον πλευρικό σωλήνα
τοποθετείται μία σπείρα και στο άκρο
σφηνώνεται το διπλό γλωσσίδι. Το
όργανο κρατιέται λοξά, πλάι στο σώμα,
ώστε η άκρη της σπείρας με το γλωσσίδι
να εισέρχεται περίπου οριζόντια στο
στόμα.
|
ü
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΜΥΡΣΙΝΗ ΜΑΥΡΑΝΤΩΝΗ
ü
ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΤΣΙΤΜΗΔΕΛΛΗ
ΜΑΡΙΑ ΦΙΡΛΙΓΚΟΥ
|
|
|