ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ

  Στις 18 Ιανουαρίου του 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του, πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε καινούργια τραγούδια...
     Γεννήθηκε στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Στα 11 χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο - το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι.
    Στα γυμνασιακά του χρόνια μαθαίνει παράλληλα βιολί, συμμετέχοντας με αυτό σε τοπικές εκδηλώσεις. Το μπουζούκι όμως, αν και χωρίς κοινωνική καταξίωση στη μικρή τοπική κοινωνία, τραβάει περισσότερο το ενδιαφέρον του. Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρονών. Στα τέλη του 1936 έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά.
      Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ' αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία.
     
Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια. Η "Αρχόντισσα" είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ' αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα "Να γιατί γυρνώ", "Γι 'αυτά τα μαύρα μάτια σου" και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος Λαϊκού τραγουδιού το οποίο αποτείνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι που ενδιαφέρει ένα περιορισμένο κύκλο ακροατών. Μ' αυτά απαντά στην λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες.

  
 Τα χρόνια της κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. "Αχάριστη", "Μπαξέ τσιφλίκι", "Τα πέριξ", "Νύχτες μαγικές", "Ζητιάνος της αγάπης", "Ντερμπεντέρισσα" και βέβαια τη "Συννεφιασμένη Κυριακή".
  
 Το 1946 εγκΒασίλης Τσιτσάνης - ο αναμορφωτής του ρεμπέτικου.αθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 - 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι' αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. "Είμαστε αλάνια", "Πήρα τη στράτα κι έρχομαι", "Χωρίσαμε ένα δειλινό", "Τρελός τσιγγάνος", "Πέφτουν της βροχής οι στάλες", "Όμορφη Θεσσαλονίκη", "Αντιλαλούνε τα βουνά", "Κάνε λιγάκι υπομονή", "Φάμπρικες", "Πέφτεις σε λάθη", "Καβουράκια", "Κάθε βράδυ λυπημένη", "Ξημερώνει και βραδιάζει", "Έλα όπως είσαι", είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι' αυτή την περίοδο. Κι ίσως θα' έπρεπε να σημειώσουμε τόσο το μελωδικό πλούτο, όσο και τη δεξιοτεχνία στην απόδοση πολλών απ' αυτά τα τραγούδια. Χαρακτηριστικές οι εισαγωγές τους - που κάποτε είναι...τρεις : ταξίμι, προεισαγωγή, εισαγωγή - δείγματα ιδιαίτερης σπουδής και απίστευτης ευχέρειας στη μελωδική έκφραση.
    Καθώς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του '50, το σκηνικό στο λαϊκό τραγούδι πλατιάς αποδοχής αλλάζει και κυριαρχούν κάποιες αραβικές ή και ινδικές επιρροές, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Το ίδιο κάνει και σε επόμενες εποχές που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλάζει ξανά.
    Χωρίς ποτέ να αποδεχτεί κάποια απ' τις εποχιακές "μόδες", παρουσιάζει πάντα κάποια τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του, αν και ανήκουν σε νεότερα χρόνια κι έχουν επιρροές απ' τον κυρίαρχο ήχο αυτών. Τραγούδια του ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης ,ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κι από κάποιο σημείο και κάτω, κατ' εξοχήν ο ίδιος. Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985) παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross. Όμως στο μεταξύ ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει.
 

ΤΑ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΤΣΙΤΣΑΝΗ ΒΑΣΙΛΗ

 
Ανάθεμά σε θάλασσα
 
Ανάθεμα, ανάθεμά σε θάλασσα
που κάνεις ώ-, που κάνεις ώρες-ώρες
Ανάθεμά σε θάλασσα που κάνεις ώρες-ώρες
να κλαίνε χήρες κι ορφανά και μάνες μαυροφόρες
 
Στο Τούνεζι, στη Μπαρμπαριά, μάς έπιασε κακοκαιριά
Μάς έπιασε κακοκαιριά, στο Τούνεζι, στη Μπαρμπαριά
 
Στα αγριεμέ-, στα αγριεμένα κύματα
στη μαύρη α-, στη μαύρη αγκαλιά σου
Στα αγριεμένα κύματα, στη μαύρη αγκαλιά σου
μου πήρες τα παιδάκια μου και τα ’κανες δικά σου
 
Στο Τούνεζι, στη Μπαρμπαριά...
 
Ανάθεμα, ανάθεμά σε θάλασσα
π’ όλο μάς κα-, π’ όλο μάς καταπίνεις
Ανάθεμά σε θάλασσα π’ όλο μάς καταπίνεις
Παίρνεις λεβέντες διαλεχτούς και πίσω δεν τους δίνεις
 
Στο Τούνεζι, στη Μπαρμπαριά...
 
Είμαστε αλάνια
 
Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα
και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα
και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα
 
Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’ η ζωή
θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί
 
Κάθε μας μεράκι γίνεται και τραγούδι και το λέμε
και μες στα στραπάτσα μάθαμε ποτέ μας να μην κλαίμε
και μες στα στραπάτσα μάθαμε ποτέ μας να μην κλαίμε
 
Τι τα θες, τι τα θες...
 
Κι αν στην κοινωνία μάς χτυπούν αλύπητα οι μπόρες
μέσα στο τραγούδι φεύγουνε χαρούμενες οι ώρες
μέσα στο τραγούδι φεύγουνε χαρούμενες οι ώρες
 
Τι τα θες, τι τα θες...
 
Με παρέσυρε το ρέμα
 
Βαριά σεκλέτια έχω απόψε
Και η καρδιά μου είναι κλειστή
Βλέπω να φεύγει απ' τη ζωή μου
Εκείνη που 'χω ερωτευτεί
 
Με παρέσυρε το ρέμα
Μάνα μου δεν είναι ψέμα
Καίγομαι γι αυτή και λιώνω
Την α-γα-πώ
 
Με τραβούν τα βήματά της
Η κακούργα η ομορφιά της
Κι αν μου φύγει κάποια μέρα
θα τρελαθώ
 
Στον ύπνο μέσα φεύγει η καρδιά μου
Την βλέπω μ' άλλον να μ' απατά
Και με τρομάζουν τα όνειρά μου
Αν βγουν στο τέλος αληθινά.
 
Μπαξέ-Tσιφλίκι
 
Πάμε τσάρκα πέρα στο Μπαξέ-Τσιφλίκι
κούκλα μου γλυκιά απ’ τη Θεσσαλονίκη
Στου Νικάκη τη βαρκούλα γλυκιά μου Μαριγούλα  | 2x
να σου παίξω φίνο μπαγλαμά                    | 2x
 
Πάμε τσάρκα πέρα στο Καραμπουρνάκι
να τα πιούμε μια βραδιά στο Καλαμάκι
κι από ’κει στο Μπεχτσινάρι, σε φίνο ακρογιάλι  | 2x
να σου παίξω φίνο μπαγλαμά                      | 2x
 
Πάμε τσάρκα στην Ακρόπολη, στη Βάρνα
κι από ’κει στα κούτσουρα, στου Δαλαμάγκα
Μαριγώ θα σε τρελάνει, ν’ ακούσεις τον Τσιτσάνη  | 2x
να σου παίξει φίνο μπαγλαμά                      | 2x
 
Όταν συμβεί στα πέριξ
 
 Γιατί ρωτάτε να σάς πω, αφού σάς είναι πια γνωστό
Όταν συμβεί στα πέριξ, φωτιές να καίνε   | 2x
γλεντούν οι μάγκες με καημό              | 2x
 
Φωτιές ανάβει στο μυαλό ένα ζεϊμπέκικο γλυκό
Αυτοί χορεύουνε κι εγώ σφυρίζω   | 2x
της αγάπης το σκοπό              | 2x
 
Η νύχτα φέρνει την αυγή κι ο μπαγλαμάς μου κελαηδεί
Ένα κελάηδισμα, το ίδιο πάντα   | 2x
στης αγάπης το σκοπό            | 2x
 
Ξημερώνει και βραδιάζει
 
Ξημερώνει και βραδιάζει
πάντα στον ίδιο το σκοπό
Φέρτε μου να πιω το ακριβότερο πιοτό, εγώ πληρώνω  | 2x
τα μάτια π’ αγαπώ                                  | 2x
 
Κι όταν βλέπεις ταβερνιάρη να σπάω, να παραμιλώ
Μη με κατακρίνεις, μη με παίρνεις για τρελό, εγώ πληρώνω 
τα μάτια π’ αγαπώ                       | 2x
 
Η καρδιά μου συννεφιάζει
τρέχουν τα δάκρυα βροχή
Σίγουρα θα πάμε, μια και φτάσαμε ως εκεί, εσύ στο χώμα 2x
κι εγώ στη φυλακή                                2x
 
Συννεφιασμένη Κυριακή
 
Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά, συννεφιά
Χριστέ και Πα-, Χριστέ και Παναγιά μου
 
Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή που ’χασα την χαρά μου
Συννεφιασμένη Κυριακή, Κυριακή
ματώνεις την, ματώνεις την καρδιά μου
 
Όταν σε βλέπω βροχερή, στιγμή δεν ησυχάζω
Μαύρη μου κάνεις τη ζωή, τη ζωή
και βαριανα-, και βαριαναστενάζω
 
Τα καβουράκια
 
 Στου γιαλού τα βοτσαλάκια κάθονται δυο καβουράκια
έρμα, παραπονεμένα, κι όλο κλαίνε τα καημένα
Κι η μαμά τους, η κυρία καβουρίνα
πάει τσάρκα με το σπάρο στη Ραφήνα
Κι όλο κλαίνε τα καβουράκια             | 2x
στου γιαλού, στου γιαλού τα βοτσαλάκια  | 2x
 
Πάει ο κάβουρας το βράδυ, βρίσκει το τσαρδί ρημάδι
Ψάχνει για τη φαμελιά του και τραβάει τα μαλλιά του
Βάζει πλώρη κούτσα-κούτσα στη Ραφήνα
να πετύχει την κυρία καβουρίνα
Κι όλο κλαίνε τα καβουράκια             | 2x
στου γιαλού, στου γιαλού τα βοτσαλάκια  | 2x
 
Το ξημέρωμα ροδίζει και ο κάβουρας γυρίζει
δίχως τη συμβία πάλι, κούτσα-κούτσα στ’ ακρογιάλι
Με το σπάρο τον ξενύχτη στη Ραφήνα
παίζει τώρα στα ρηχά η καβουρίνα
Κι όλο κλαίνε τα καβουράκια             | 2x
στου γιαλού, στου γιαλού τα βοτσαλάκια  | 2x  
 
 
 

Σχολική εργασία του ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΙΑΤΡΟΥ

ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΥΝΝΕΛΗ