Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ
του Κωστή Παλαμά
Ιστορικό πλαίσιο και διαχρονικό μήνυμα
ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ - ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
στο μάθημα των ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ
από το μαθητή της Β' τάξης του Πειραματικού Λυκείου Μυτιλήνης
Χαρίδημο Δεβεράκη
Καθηγητής ανάθεσης-παρακολούθησης : Δημ Πατίλας
Μυτιλήνη-Άνοιξη 1999
Ο “Δωδεκάλογος του Γύφτου” είναι ο καρπός της ανήσυχης στάσης του ποιητή απέναντι στις οικονομικές Εθνικές Κοινωνικές, Πολιτικές και Πνευματικές διαμορφώσεις σε μια κρίσιμη στιγμή της νεότερης ιστορίας μας. Δημοσιεύτηκε σε βιβλίο το 1907 και γράφτηκε στη περίοδο το 1899 μέχρι το 1906. Είναι λοιπόν δημιούργημα μιας επτάχρονης βαριά υπεύθυνης θεώρησης του αντικειμενικού κόσμου όπως εξελίσσονταν στον ελληνικό χώρο ύστερα από το εθνικό κουρέλιασμα του ’97. |
Ο Παλαμάς εμφανίστηκε σε μια κοινωνικά και πολιτικά κρίσιμη και μεταβατική για τη χώρα μας περίοδο. Ήταν η εποχή του 1880 με 1900. Μετά την απελευθέρωση (1830) η Ελλάδα δεν είχε να παρουσιάσει κύκλους πνευματικών ανθρώπων των γραμμάτων, των τεχνών, της Επιστήμης. Κι αυτό ήταν φυσικό. Η χώρα κείτονταν σε ερείπια. Η λερή φουστανέλα και το τρύπιο τσαρούχι ήξεραν να χειρίζονται το καρυοφύλλι. Την πένα όμως όχι. Σοβαρή παράδοση δεν υπήρχε. Αμορφωσιά και φροντίδα για το αγροτόσπιτο, για τη ζωή, τη δύσκολη, τη ματωμένη από ένα σκληρό οκταετή πόλεμο.
Πόλεις, πνευματικά κέντρα, δεν υπήρχαν. Κι όσες υπήρχαν ήταν μικροσυνοικίες φτωχές και κατεστραμμένες από τον αγώνα της Ανεξαρτησίας. Οι Έλληνες, την εποχή μετά τον πόλεμο, ήταν στην μεγάλη τους πλειοψηφία, αγρότες. Η παιδεία ανύπαρκτη. Μέσα από ένα τέτοιο υλικό δεν ήταν δυνατόν, από τη μια μέρα στην άλλη, να ξεπεταχτούν πνευματικοί άνθρωποι, επιστήμονες, καλλιτέχνες, λογοτέχνες, ποιητές. Αλλά κι ένα άλλο ακόμη. Η παιδεία, από την πλευρά της Πολιτείας, από την πρώτη στιγμή, πήρε στραβό δρόμο. Μια αχτύπητη εκδήλωση: Η καθιέρωση της καθαρεύουσας, μιας άγνωστης γλώσσας κι ανέκφραστης. Και μαζί μ’ αυτά μια πληγή αγιάτρευτη: Οι λόγιοι απ’ το Φανάρι, αυτοί που κουβάλησαν μαζί τους, απ’ την Ευρώπη, την καθαρεύουσα και τον ρομαντισμό.
Αλλά τα πράγματα άρχισαν να ανατρέπονται με τον καιρό. Πρώτα-πρώτα ο Όθωνας, ύστερα από δυο επαναστάσεις, ανατράπηκε. Τον ανέτρεψε το καράβι, -το “ατμόπλοιο”, αυτός ο “πύραυλος”, το “διαστημόπλοιο” της εποχής του,- τον ανέτρεψε το εμπόριο, οι πρώτοι συγκροτημένοι πυρήνες, της Αστικής Τάξης, που εμφανίστηκαν. Η οικονομική ζωή επιβάλλει τους όρους της στην πολιτική ζωή και στην τέχνη.
Η αλλαγή του βασιλιά, ο θάνατος του ρομαντισμού, πειθαρχούσαν σε κάποιο βαθύτερο λόγο. Οι οικονομολόγοι της εποχής αρχίζουν να ψελλίζουν τον όρο “Βιομηχανία” και μιλούνε για ανάπτυξη των εξαγωγών. Μια καινούργια κοινωνική τάξη διαμορφώνεται. Είναι η τάξη των αστών και των μικροαστών. Οι σύνδεσμοί μας με τις πρωτεύουσες της Δύσης, το Παρίσι, το Λονδίνο πληθαίνουν. Έπαψε το Μόναχο να μας στέλνει τα φώτα του. Η όψη της Αθήνας αλλάζει σιγά-σιγά. Δεν είναι περιορισμένη στη Πλάκα. Εκτός από την Ερμαϊκή οδό υπάρχει και η οδός Σταδίου και η οδός Πατησίων. Εισάγονται νέα ήθη και στην κοσμική και στην πολιτική ζωή. Η φουστανέλα ανήκει στην ιστορία. Σε λίγο η θέση της θα είναι στο Μουσείο. Η ζωή αποκτά σφρίγος και η καλοζωία, το θέατρο, το ύπαιθρο έλκουν τον κόσμο. Ο αστικός τρόπος ζωής επηρεάζει μεγαλύτερα στρώματα του λαού... Κάποιοι από τη μικρή αυτή αστική κοινωνία του 1874 και του 1884 προτιμούν το Ζολά παρά το Σούτσο και το Ζαλοκώστα, γιατί ο Ζολά αποτελούσε έκφραση της εποχής του, ενώ ο Σούτσος και ο Ζαλοκώστας ήταν αντίπαλοι ενός πιο παλιού και πιο διαφορετικού κοινωνικού περιβάλλοντος. Ο Ζολά άλλωστε κομίζει νέες ιδέες και εισάγει παντού, όπου μεταφραστεί, νέες αξίες κοινωνικές και αισθητικές. Ο ευρωπαϊκός νατουραλισμός και ρεαλισμός ικανοποιούν πλησιέστερα τους κοινωνικούς ερεθισμούς του ανθρώπου των τελευταίων 25 χρόνων του 19ου αιώνα. Αναζητά τους ήρωες του στα χωράφια, στα εργοστάσια, στα αστικά καταστήματα, αναπλάθει τον κόσμο της ταβέρνας, του δρόμου, της δουλειάς, ανασκάπτεται ο βούρκος της κοινωνικής αθλιότητας. Είναι μια διαμαρτυρία που βρίσκει εύκολα απήχηση... Στο ελληνικό χωριό η παλιά πατριαρχική κοινότητα παραχωρούσε τη θέση της στο μικροαστικό χαρακτήρα της χωριάτικης ζωής. Αυτό το φαινόμενο, πλαισιωμένο με την προσάρτηση στην Ελλάδα των Επτά νησιών και της Θεσσαλίας, την αναζωογόνηση της Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου, με την ανάπτυξη της βιομηχανίας και του διεθνούς εμπορίου, είναι απ’ τις πηγές της ελληνικής ζωτικότητας του 1880. Το ελληνικό κεφάλαιο είχε βάσεις στη Ρωσία, στην Αίγυπτο και στη Μέση Ανατολή, ακόμα και στην Αγγλία, και η δύναμή του τελικά διοχετευόταν στην ιδιαίτερη του πατρίδα.
Ήδη από το 1874 αρχίζει ποια χαλάρωση στην άκρατο ρομαντική έξαρση. Το πρώτο σφρίγος διαδέχεται ατονία το οποίο βαίνει κορυφωμένη. Ο κόσμος βάρυνε πλέον την πλαδαρά κενολογία, ορέγεται θετικότερα. Πάντα αυτά είναι πρόδρομος επικείμενης μεταβολής. Και όσο προχωράει ο καιρός τόσο η μεταβολή των πραγμάτων καθίσταται αυστηρότερα. Η κοινωνία μετασχηματίζεται, αναφαίνονται στις νέες συνήθειες, νέες ανάγκες, νέες ορέξεις.
Πολύ παραστατικά μας περιγράφει την εποχή εκείνη ο Παλαμάς: “ Ήταν η πιο άμοιρη και η πιο αδειανή εποχή για τη Μούσα. Ο Σολωμός ήταν ένα όνομα. Μήτε διάβαζαν, μήτε ένιωθαν. Φτάνανε μόνο οι δυο στροφές του ‘‘Ύμνου εις Ελευθερίαν’’ και το τραγούδι της ‘‘Φανερωμένης’’... Ο Κάλβος ανυπόφορος, ο Ιούλιος Τυπάλδος βάναυσος στιχουργός, ανάξιος να διαβάζεται. Ο Μαρκοράς; Δεν είδαμε τον άνθρωπο. Ο Πολυλάς; Αγράμματος που του ήρθε μανία να χαλάσει τον Όμηρο. Ο Τερτσέτης; Χυδαϊστής... Αμ’ ο Βαλαωρίτης; Τραγουδιστής των αρματολών. Ανέχεται κανείς τη γλώσσα του, γιατί είναι σύμφωνη με τον καιρό που ζωγραφίζει, με τα παλικάρια, που τραγουδεί... Σ’ αυτό το μεταξύ ο δασκαλισμός γερά κατάτρεχε τον ποιητή του ‘‘Διάκου’’. Όσο για τα δημοτικά τραγούδια, έδειχναν προς εκείνον ένα σα συμφωνημένο, ένα ψεύτικο σεβασμό. Μήτε τα διάβαζαν, μήτε τα συλλογίζονταν πολύ. Δεν υποψιάζονταν οι νέοι ποιητές πως τα δημοτικά τραγούδια δεν είχαν μόνο εθνική και ιστορική αξία, μα πως αξίζανε πρώτα και απ’ όλα για πρότυπα καλλιτεχνικά, και για πηγή και για πρώτη τροφή της νέας ελληνικής τέχνης της ποιητικής... Όσο για τους ζωντανούς της εποχής εκείνης μουσοπώλους που ακούγονταν στην ποιητική Αθήνα, σχεδόν όλοι κοιτάζανε ν’ αντιγράψουνε, ποιος πιστότερα, ποιος αδεξιότερα, λίγο Παράσχο, λίγο Παπαρηγόπουλο, λίγο Βασιλειάδη”. Το 1888 βγαίνει στο Παρίσι το ‘‘Ταξίδι’’ του Ψυχάρη, μια επανάσταση για τη γλώσσα, δυναμίτης ξεχαρβαλωμένο κτίριο της καθαρεύουσας του λογιοτατισμού.
Την ίδια εποχή ο Παλαμάς παρουσιάζει τα ‘‘Τραγούδια της Πατρίδος μου’’: “... μία πλέον γλώσσα, η δημοτική και με ποικιλότερα θέματα, πλατύτερα τα περιεχόμενα, βλέψεις και κλίσεις υποσημαινόμενες μια φυσιογνωμία εντονότερη...”
Η “ Μεγάλη Ιδέα” ήταν μια επικερδής και εμπορικά εκμεταλλεύσιμη “Ιδέα”. Σύμφωνα μ’ αυτή οι σημερινοί Έλληνες σαν κληρονόμοι και συνεχιστές του αρχαιοελληνικού και βυζαντινού μεγαλείου, θα ευημερούσαν και θα ευτυχούσαν μόνον αν ανασυνιστούσαν το μεγαλείο αυτό, δημιουργώντας μια νέα νεοελληνική αυτοκρατορία στο πρότυπο της αρχαιοελληνικής και βυζαντινής. Αλλά για να δημιουργήσουμε αυτή τη νεοελληνική αυτοκρατορία χρειάζεται πόλεμος και θυσίες, χρειάζεται να παραιτηθούμε και ν’ αναστείλουμε τις επιδιώξεις της καθημερινής ζωής. Χρειάζονται οικονομικοί πόροι που θα τους εξοικονομήσουμε με νέες φορολογίες και με στερήσεις. Έτσι στο όνομα της Μεγάλης Ιδέας μονιμοποιήθηκε ένα καθεστώς πείνας, στερήσεων και οικονομικού αποστραγγίσου του λαού. Στο μεταξύ μια μειοψηφία κερδοσκόπων πλούτισε. Και το 1897 επιχειρούν τον ανόητο “πόλεμο” κατά της Τουρκίας.
Κάπου μας μιλάει ο Παλαμάς γι’ αυτή τη Μεγάλη Ιδέα, όπως την αντάμωσε στα νεανικά του χρόνια να σέρνεται- όχι να υψώνεται κατακόρυφη- γύρω του. Η Τρικουπική χρεοκοπία και ο εθνικός εξευτελισμός του 97 έδωσαν τη χαριστική βολή. Η συναλλαγή κι η δημαγωγία οργίαζαν. Τα ξένα δάνεια επιδείνωναν την οικονομική θέση της χώρας και του λαού. Η Ελλάδα είχε μετατραπεί σε μικρή επαρχία των ξένων, υποδουλωμένη στο τοκογλυφικό τους κεφάλαιο. Βαριοί, πριν και μετά την Τρικουπική χρεοκοπία, έκαναν την ζωή του λαού μαρτυρική. Έτσι το τέλος του 19ου αιώνα βρίσκει την Ελλάδα οικονομικά, πολιτικά και εθνικά χρεοκοπημένη.
Ο πόλεμος του 1897 - που ο Δεληγιάννης καμωνόταν, πως μπορούσε να τον κερδίσει με τη δημαγωγία του, το οικονομικό φαλιμέντο της χώρας, ο οικονομικός έλεγχος - ο περίφημος ΔΟΕ - ήταν συμπτώματα του ασθενή που έδειχνε πως θα πεθάνει. Ωστόσο ο ρόγχος κράτησε πολύ. Στο μεταξύ η χώρα περνούσε μια μόνιμη πια οικονομική κοινωνική πολιτική και ηθική κρίση. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ανδρώθηκε ηθικά και πνευματικά ο Παλαμάς, βρέθηκε στην ακμή της δημιουργίας του - γεννήθηκε το 1859 στην Πάτρα.
Στον οικονομικό τομέα συνεχίζεται η ίδια η τακτική. Νέες φορολογίες όπως είναι η αύξηση του δασμού του σταριού (1905), εξαθλιώνουν ακόμα πιο πολύ τις απορότερες τάξεις. Η ολιγαρχία κερδοσκοπεί πάνω στη λαϊκή δυστυχία. Οι φόροι βαρύνουν τις παραγωγικές τάξεις. Το 1903 “ο Έλληνας θα φορολογείται με 49 χρυσές δραχμές ετησίως κατά κεφαλή. Τα τρία τέταρτα θα διαθέτει υπέρ των πατριωτικών σκοπών. Ενώ τίποτα το ριζικό δεν θα γίνεται δια την πολεμική οργάνωση, η ολιγαρχία στράγγιζε τις παραγωγικές τάξεις, συμμαχούσα με την κεφαλαιοκρατία. Στιγματίζω ο Δ. Γούναρης σχετική ενέργεια της κυβέρνησης Θεοτόκη φώναζε στη Βουλή: ’Ερρέτω το κράτος αυτό. Τοιούτον κράτος θα ήταν εμπαιγμός της ‘Ιστορίας! ”.
Ο Παλαμάς στους πρώτους στίχους της ‘‘Φλογέρας του Βασιλιά’’ ζωγραφίζει χαρακτηριστικά αυτή την εποχή:
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα.
Στην εκκλησία, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ’ αργαστήρι
παντού, στο κάστρο, στην καρδιά, τ’ αποκαΐδια οι στάχτες.
Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά παρμένα
και δε σφυροκοπά κανείς τ’ άρματα και τ’ αλέτρια
κι’ η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείσει
δεν βρίσκει την πυρή ψυχή ψωμί για να το κάνει.
Κι’ από κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνία κι’ ακόμα
και πιο πολύ από τη γωνία του σπιτιού η καρδιά είναι
κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου. Κρίμα... Κρίμα.
Σκοτεινό ρέπιο κι’ η εκκλησία και δίχως πολεμίστρες
το κάστρο, και χορτάριασε κι’ έγινε βοσκοτόπι.
Κι’ ο μέγας Έρωτας μακριά, και είν’ άβουλος ο άντρας
κι’ άπραχτος, και στο πλάι του χαμοσυρτή η γυναίκα
κυρά της έχει την σκλαβιά δούλο της το ψέμα.
Στα 1909 ξέσπασε το κίνημα στο Γουδί. Ήταν στρατιωτικό πραξικόπημα που προκλήθηκε από την εξαθλίωση του λαού και την αγανάκτησή του για την οικονομική του υποτέλεια. Έκφραζε τους πόθους του έθνους.
Η επανάσταση του 1909 έκφρασε τους πόθους και διατύπωσε τα αιτήματα του εργαζόμενου λαού της εποχής εκείνης. Της εξαθλιωμένης αγροτιάς, των λαϊκών και των μεσαίων στρωμάτων, της πλειονότητας δηλαδή του Ελληνικού λαού. Οι προθέσεις των πιο πολλών απ’ αυτούς που την πραγματοποίησαν -κατώτεροι αξιωματικοί, φαντάροι, χωροφύλακες, ναύτες, λαός- ήταν ειλικρινείς. Ζητούσαν τίμια και καθαρά δημοκρατικές λύσεις στα σύγχρονά τους προβλήματα. Αυτός είναι ο λόγος που το Γουδί τρόμαξε τα παλαιοκομματικά συγκροτήματα του Θεοτόκη, Ράλλη, Μαυρομιχάλη κλπ. που εκπροσωπούσαν τις ολιγαρχικές δυνάμεις του τοπίου. Όπως έλειπε από το Γουδί και η καθαρότητα των σκοπών και προθέσεων και η διάθεση της επιβολής των λαϊκών θελήσεων.
Ο Παλαμάς με το έργο του στάθηκε πρωτοπόρος στην αναγεννητική προσπάθεια της εποχής του. Συνειδητοποίησε τις ανησυχίες της, αισθάνθηκε να τον βαραίνει η επιταγή της ηθικής ευθύνης, αντέδρασε άμεσα ενσαρκώνοντας τη λαϊκή αγανάκτηση, αγωνίστηκε για την πνευματική χειραφέτηση του λαού.
O ‘‘Δωδεκάλογος’’ είναι από τα σπάνια βιβλία -παραχώρησε την τιμή να ερμηνευτεί από τόσους πολλούς, όσο κανένα άλλο νεοελληνικό βιβλίο. Εμείς -για να ακριβολογήσουμε- δεν κάνουμε ερμηνεία του παλαμικού έργου. Απαντάμε στο ερώτημα που μπήκε σε προηγούμενες σελίδες: Γιατί ο Παλαμάς είναι εθνικός ποιητής.
Τα Εθνικά ιδανικά της εποχής του, όπως λόγου χάρη το ξεσκλάβωμα των υπόδουλων φάνηκαν πως χαντακώθηκαν ολοκληρωτικά μετά την ήττα του 1897. Ο Παλαμάς όσο κι αν λέει πως “μπορεί να μην είμαι άξιος πολίτης”, δείχθηκε, σαν ποιητής, υπεράξιος πολίτης. Εγκολπώθηκε αυτά τα εθνικά ιδανικά, τα έκανε υπόθεσή του, τα τραγούδησε. “Τα Μεγάλα Εθνικά ιδανικά, όταν ανθίζουν και ζούνε στο σπίτι του καθενός, ο ποιητής τους χτίζει παλάτια. Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ξεπέφτουν, και ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τους δίνει”. Τέτοιο άσυλο στο ποιητικό του “καλύβι” δίνει ο Παλαμάς στα εθνικά ιδανικά της εποχής του ξέπεσαν, όταν τα έδιωχναν απ’ το σπίτι τους οι άλλοι, οι πατριδοκάπηλοι, οι αρνητές. Ήταν λοιπόν άξιος πολίτης ο Παλαμάς κι ας το αμφισβητεί από μετριοφροσύνη. Και σαν τέτοιος πολίτης διατυπώνει τη συγκίνησή του, μας λέει τις λαχτάρες του.
Σχέδιο του χαράκτη Τ. Τζανετέα
ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ
Οι γύφτοι είναι ένας λαός πρωτόγονος. Άγρια και ατίθασα παιδιά της φύσης, ζουν πάντοτε στην ύπαιθρο και στους δρόμους, έξω από την κοινωνία με τη συμβατικότητα της, έξω από τα υλικά της αγαθά, με μια λέξη: έξω από τον πολιτισμό. Με την ακατάβλητη ζωτικότητα, με την περιφρόνηση που αισθάνονται όσα εμείς προσκυνούμε ως απαραίτητα στοιχεία της ζωής μας -αυτό ακριβώς τους χωρίζει από τους κοινούς χωρικούς, που ζουν και αυτοί στη φύση, αλλά και ποθούν τον βίο του πολιτισμένου-, ακόμη και με την ανεξαρτησία που δείχνουν προς ό,τι αποτελεί τον κύριο νόμο της δικής μας ζωής, προς την εργασία -ο Γύφτος είναι κατά κανόνα οκνηρός και εργάζεται μόνο τα απαραίτητα-, με την νωχέλεια που δέχονται τη ζωή και με τη στωικότητα που αντιμετωπίζουν τα αρρωστήματα, τις στερήσεις, τον θάνατο προσεγγίζουν οι Γύφτοι προς το ιδεώδες του φυσικού ανθρώπου, του αδιάφθορου και ολόκληρου τον οποίο αντέταξε ο Νίτσε προς τον άνθρωπο όπως τον ξεφύλλισε ο ορθολογιστικός μας πολιτισμός. Καμία κληρονομικότητα και καμία πρόληψη δεν βαρύνει τους Γύφτους, τους αθάνατους απολίτιστους, όπως τους αποκαλεί ο ποιητής· αλλά και κανένα ηθικό ιδεώδες ή λογική σκοπιμότητα δεν τους παραλύει την ορμή και την ζωτικότητα. Αυτά είναι η αρετή, τους φέρνουν πλησιέστερα και προς την ευτυχία, αλλά και προς την οργανική αρτιότητα. Έτσι οι γύφτοι ενσαρκώνουν ολοζώντανο το ιδεώδες της ελευθερίας, μίας ελευθερίας αναρχικής σχεδόν τόσο απόλυτος είναι!
Οι Γύφτοι δεν έχουν τα δεσμά της ιστορικότητας στερούνται όμως και την ευλογία της. Εκείνο που διακρίνει τον ήρωα του “Δωδεκαλόγου” από τους άλλους γύφτους είναι κατά το πρώτο η ζωηρή φωτεινή, έντονη συνείδηση εαυτού και η επίγνωση των ιδιοτήτων και των περιπετειών της φυλής του. Ότι δεν γνωρίζουν οι άλλοι Γύφτοι, το παρελθόν και την αποστολή της φυλής, την αρετή που υπάρχει στον παραδαρμένο και καταφρονεμένο αυτό τρόπο ζωής, αισθάνεται και βλέπει ζωηρότατα ο Γύφτος του “Δωδεκαλόγου”. Συλλαμβάνει διανοητικώς ότι εκείνη η κατάσταση υπάρχει· δια τούτο και στο Πανηγύρι της Κακάβας σιωπηροί, αλλά οδηγημένοι από ένα αλάθητο ένστικτο, συμμορφώνονται προς το κήρυγμά του.
Δεν είναι ελεύθεροι οι γύφτοι όταν για να ζήσουν αντί να εργάζονται “προτιμούν να κλέβουν, να απατούν κλπ.” ούτε “οι παραβάσεις αυτοί του ηθικού νόμου” έχουν οποιαδήποτε “ωραιότητα και αγνότητα” ούτε αυτός ο “βιολογικός νόμος”, υπήρξε πραγματικά τέτοιος ο βιολογικός νόμος είναι “σοφότερος και υψηλότερος από τους νόμους της ανθρώπινης κοινωνίας” και οποιασδήποτε μάλιστα κοινωνίας.
Δεν είναι ελεύθερος άνθρωπος ο γύφτος αλλά κτήνος όταν κανένα αίσθημα φιλανθρωπίας δεν θα τον εμποδίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε ότι πονηρό και ολέθριο ως δήμιος ή ως βασανιστής.
Ούτε ο γύφτος είναι “ελεύθερος” να είναι ελεύθερος. Η “ελευθερία” του αυτή είναι μια παθολογική κατάσταση που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ελευθερία. Βιολογικοί νόμοι, ανεξέλικτοι, αναμφίσβητα δρουν στον εσωτερικό κόσμο του γύφτου και συγκροτούν τον χαρακτήρα του. Αλλά η ζωώδης αυτή κατάσταση δεν μπορεί να είναι ιδανικό, ούτε για τον γύφτο ακόμη.
Ζουρνάς και βιολί, σφυρί και φυσητήρι, που πάει να πει τραγούδι και δουλειά, μουλάρι και τέντα, με άλλα λόγια αέναη πορεία και αναζήτηση, μοίρες και μάγια κάτι σχετικό μας είπε αλλού “και είμαι από τότε ο ποιητής, ο μαντευτής και ο μάγος”, τ’ άγρια, τ’ αναρχικά, τ’ ανυπόταχτα στον ελεύθερο αέρα, μακριά απ’ τις πατρίδες, με τους νόμους τους “στραγγαλιστές και πνιχτές” άρνησή τους, κυνήγημα ενός καινούριου κόσμου, ωραίου και ελεύθερου, χτίσιμο μιας νέας πλάσης. Έτσι με τέτοιο υλικό, θα μας ξαναπεί τις διανοητικές του λαχτάρες. Γιατί Γύφτος δεν είναι Γύφτος. Είναι ο ίδιος ο ποιητής.
Ο Γύφτος είναι πολύ λίγο επαναστάτης, ότι στην πραγματικότητα ούτε κρημνίζει ούτε ζητάει να αλλάξει την ιστορία ως καταλύτης ή ως οικοδόμος. Μελετά μονάχα την ιστορία και την εξηγεί δικαιώνει ηθικώς το πέσιμο και το ρήμαγμα των ιστορικών αξιών. Δεν έρχεται να ξαπλώσει ο ίδιος νεκρούς· έρχεται μάλλον να θάψει τους άταφους νεκρούς των ιστορικών και ιδεολογικών αγώνων. Ως λυρικός ήρωας που είναι, αντικατοπτρίζει μέσα του και μέσα του αναχωνεύει και τα εθνικά και τα ανθρώπινα προβλήματα.
Ο Παλαμάς και δημοτικισμός αποτελούν μια επανάσταση για την αρχαΐζουσα πνευματική ζωή, που είχε επικρατήσει στην Ελλάδα ύστερα από την εθνική απελευθέρωση. Η αρχαΐζουσα νοοτροπία δε φανερωνόταν μόνο στη γλώσσα, παρά και στο σύνολο της Παιδείας και στα σπουδαιότερα φανερώματα της ελληνικής σκέψης. Με τον Παλαμά και τους δημοτικιστές για πρώτη φορά η Ελλάδα, ύστερα από αιώνες, μέσα σ’ ένα πλατύ κίνημα, αναζητάει τις πνευματικές αξίες της στο σύγχρονο κόσμο και στρέφεται αποφασιστικά και συστηματικά προς τα προβλήματα που προβάλλει η σημερινή ζωή. Ο Παλαμάς αποτελεί το κέντρο αυτό της πνευματικής κίνησης, που δείχνει μια πρωτοφανέρωτη εχθρότητα στο μιμητικό και αρχαϊκό πολιτισμό, στον πνευματικό φορμαλισμό και στην ουτοπική στροφή προς τα περασμένα, προς τα αρχαία και ανεπίστροφα πρότυπα.
Μπροστά στην αρχαϊκή και καθυστερημένη αυτή αντίληψη, ο Παλαμάς και ο δημοτικισμός παρουσιάζονται σα μια επανάσταση. Το κήρυγμά τους είναι η ίδια η ολοφάνερη πραγματικότητα της ζωής: “δεν μπορείς να πας μπροστά κοιτάζοντας πίσω, δεν μπορείς να προχωρήσεις γρήγορα και να πας μακριά με τους παλιούς αρχαϊκούς τρόπους σαν έθνος και σαν πολιτισμός, μ’ αυτό το δρόμο που ακολουθούμε σήμερα θα κουτσαίνουμε στην ουρά των λαών που προχωρούν”. Για πρώτη φορά η πνευματική Ελλάδα θέλει να συνταιριάσει το βήμα της με το βήμα της σημερινής πραγματικότητας και ατενίζει τολμηρά προς ένα καινούργιο νεοελληνικό μέλλον.
Ο Παλαμάς, μεταφέροντας στην τέχνη τις αντιλήψεις του δημοτικισμού, διατυπώνει μέσα στον “Δωδεκάλογο” μια σειρά αξιώματα. Οι αξίες γεράζουν μαζί με τις κοινωνίες που ξεπέφτουν. Οι θεοί μεταναστεύουν σε πιο ευνοϊκά κλίματα όταν πεθαίνει ο πολιτισμός, που τους δημιούργησε:
Όπου πάμε θάβρουμε πατρίδες...
θά φωλιάσουμε στή Βενετία...
θά μας αγκαλιάζει η Φλωρεντία
τ’ άλπεια τά βουνά θά δροσκελίσουμε...
θά χυθούμε σά μαγιάπριλα του νου...
Είναι ο ελληνικός πολιτισμός που πάει να βρει αλλού πιο ευνοϊκό έδαφος να φυτρώσει και να προκόψει. Έτσι μιλούν οι θεοί, μιλούν τα πνευματικά δημιουργήματα και οι αξίες των πολιτισμών, που πεθαίνουν. Έτσι εικονίζει ο Παλαμάς τη μετατόπιση των αξιών από τους παλιούς στους νέους κόσμους.
Γύφτε Λαέ, άκουσέ με
τό πρωτόσταλτο είμαι σημάδι
απ’ τήν πλάση που θάρθει...
Απ’ τούς κόσμους του Αύριο
το μήνυμα της νίκης εγώ σου φέρνω...
Είμαι η σάλπιγγα εγώ μιας Ανάστασης...
Το έργο του Παλαμά βρήκε την ιστορική του δικαίωση σ’ αυτές τις δύο στροφές του ποιήματός του που μέσα από το μήνυμα της ανάστασης των λαών από την προσωπική συμβολή και συνεισφορά καθώς ο αέναος αγώνας αποτελεί το επιμύθιο αλλά και το διαχρονικό μήνυμα που οφείλει ο αναγνώστης να λάβει και να κάνει την δική του επανάσταση στην ζωή και να μην μένει αδρανής αρκεί να έχει ως οδηγό του το χθες, να δρασκελίζει το σήμερα και να οδηγείται σ’ ένα γόνιμο αύριο.
Ηλία Παπαστεργιόπουλου, Κώστης Παλαμάς, Ένας επαναστάτης στον καιρό του, Αθήνα 1965.
Αιμ. Χουρμούζιου, ο Παλαμάς και η εποχή του,τόμοι Α’ - Γ’, Εκδ. Διόνυσος 1959.