ΔΕΙΞΗ (deixis)[1]

  

Δείξη και απόσταση

Ο τεχνικός όρος δείξη (deixis) αναφέρεται σε ένα από τα βασικότερα πράγματα που κάνουμε με τα εκφωνήματα. Σημαίνει «δείχνω» μέσω της γλώσσας. Κάθε γλωσσικός τύπος που χρησιμοποιείται για να «δείξει» ονομάζεται δεικτική έκφραση. Όταν παρατηρείτε ένα περίεργο αντικείμενο και ρωτάτε, «Τι είναι αυτό;», χρησιμοποιείται μια δεικτική έκφραση («αυτό») για να δείξετε ή να επισημάνετε κάτι στο άμεσο περιβάλλον. Οι δεικτικές εκφράσεις είναι ανάμεσα στους πρώτους γλωσσικούς τύπους που μαθαίνουν τα μικρά παιδιά και χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν πρόσωπα μέσω της προσωπικής δείξης (person deixis, «εγώ», «εσύ»), τόπο ή χώρο μέσω της τοπικής δείξης (spatial deixis, «εδώ», «εκεί»), ή χρόνο μέσω της χρονικής δείξης (temporal deixis, «τώρα», «τότε»). Η ερμηνεία όλων αυτών των εκφράσεων εξαρτάται από τον ομιλητή και τον ακροατή που μοιράζονται το ίδιο (γλωσσικό και εξωγλωσσικό) περιβάλλον (πρβλ. γλωσσικά αλλά και φυσικά συμφραζόμενα). Πράγματι, οι πιο βασικές χρήσεις των δεικτικών εκφράσεων προκύπτουν στην προφορική προσωπική επικοινωνία όπου εκφωνήματα όπως το (1) γίνονται εύκολα αντιληπτά από τους παρευρισκόμενους, ενώ κάποιος που δεν είναι παρόν μπορεί να χρειάζεται περισσότερες εξηγήσεις.

 

(1)               Αυτό θα το βάλω εδώ μέσα.

 

(Φυσικά δεν καταλάβατε ότι στο (1) ο Γιάννης λέει στη Μαρία ότι πρόκειται  να βάλει ένα κλειδί στο πρώτο συρτάρι της κουζίνας, γιατί δεν είστε παρόντες στο επικοινωνιακό γεγονός.)

 

Η δείξη είναι σαφώς ένας τρόπος αναφοράς που συνδέεται στενά με το (γλωσσικό και εξωγλωσσικό) περιβάλλον του ομιλητή, και η πιο βασική διάκριση μεταξύ των δεικτικών εκφράσεων είναι μεταξύ εκφράσεων που αναφέρονται σε κάτι που είναι «κοντά στον ομιλητή» και εκείνων που είναι «μακρυά από τον ομιλητή». Στα ελληνικά οι τύποι εγγύτητας (proximal terms), που είναι δηλαδή «κοντά στον ομιλητή», είναι τα «αυτό», «εδώ», «τώρα». Οι τύποι απόστασης (distal terms), που είναι δηλαδή «μακρυά από τον ομιλητή» είναι τα «εκείνο», «εκεί», «τότε». Οι τύποι εγγύτητας συνήθως ερμηνεύονται με σημείο αναφοράς τον τόπο όπου βρίσκεται ο ομιλητής, ή αλλιώς το δεικτικό κέντρο (deictic center). Έτσι λοιπόν,  αντιλαμβανόμαστε την έκφραση «τώρα» ως αναφορά σε κάποιο σημείο ή περίοδο χρόνου που έχει στο επίκεντρό της το χρόνο του εκφωνήματος του ομιλητή. Οι όροι απόστασης μπορεί απλά να αναφέρονται σε κάτι που είναι «μακρυά από τον ομιλητή», αλλά σε μερικές γλώσσες χρησιμοποιούνται επίσης για να κάνουν τη διάκριση μεταξύ «κοντά στον ακροατή» και «μακρυά και από τον ομιλητή και τον ακροατή». Έτσι στα ιαπωνικά, η αντίστοιχη έκφραση για την αντωνυμία «εκείνο» διακρίνει ανάμεσα στον τύπο sore ή «εκείνο κοντά στον ακροατή», τον τύπο are ή «εκείνο που είναι μακρυά και από τον ομιλητή και από τον ακροατή» και ένα τρίτο τύπο εγγύτητας, το kore ή «εκείνο που είναι κοντά στον ομιλητή». Με άλλα λόγια οι γλώσσες του κόσμου κάνουν διαφορετικές διακρίσεις που δεν έχουν πάντα ακριβές αντίστοιχο σε άλλες.

  

Προσωπική δείξη (person deixis)

Η παραπάνω διάκριση στηρίχτηκε στην προσωπική δείξη και αναφέρθηκε στον ομιλητή («εγώ») και τον ακροατή («εσύ»). Η απλότητα αυτών των γλωσσικών τύπων συγκαλύπτει την πολυπλοκότητα της χρήσης τους. Για να μάθουμε να χρησιμοποιούμε αυτές τις δεικτικές εκφράσεις, πρέπει να ανακαλύψουμε ότι κάθε πρόσωπο σε μια συνομιλία αλλάζει συνεχώς και από «εγώ» γίνεται «εσύ». Τα μικρά παιδιά, μάλιστα, σε μια εξελικτική φάσης της απόκτησης γλώσσας μοιάζουν να προβληματίζονται πολύ με αυτούς τους τύπους λέγοντας «εσύ» και δείχνοντας τον εαυτό τους ή απαντώντας «Παίζεις» στην ερώτηση «Τι κάνεις;» Στο παρακάτω παράδειγμα, το σημείο αναφοράς των αντωνυμιών «εγώ» και «εσύ» αλλάζει όπως αλλάζει και το πρόσωπο που μιλάει:

 

(2)               Ι. (Τάσος) Εγώ δε λέω ποτέ ψέματα, ενώ εσύ…

ΙΙ. (Μαρία) Κι εγώ δεν σε πιστεύω εσένα ό,τι και να μου πεις.

 

Το «εγώ» στο (2Ι) είναι ο Τάσος, ενώ στο (2ΙΙ) η ίδια αντωνυμία αναφέρεται στη Μαρία. Το αντίθετο συμβαίνει με τους τύπους «εσύ» και «εσένα». Ας σημειώσουμε πάντως εδώ, ότι για τα ελληνικά οι αντωνυμίες είναι προαιρετικές και η προσωπική δείξη αποδίδεται κυρίως με τις προσωπικές καταλήξεις των ρημάτων (βλ. Φιλιππάκη-Warburton, 1992: 297-299).

 

Η προσωπική δείξη λειτουργεί σαφώς στη βάση μιας τριμερούς διάκρισης, όπως φαίνεται από τις αντωνυμίες για το πρώτο πρόσωπο («εγώ»), το δεύτερο πρόσωπο («εσύ») και το τρίτο πρόσωπο («αυτός»,  «αυτή», «αυτό»). Σε πολλές γλώσσες αυτές οι δεικτικές κατηγορίες του ομιλητή, ακροατή και άλλου ή άλλων εμπλουτίζονται επίσης με δείκτες για τη σχετική κοινωνική θέση των ατόμων (π.χ., ακροατής με υψηλότερη κοινωνική θέση σε αντίθεση με ακροατή με χαμηλότερη κοινωνική θέση). Οι εκφράσεις που δηλώνουν υψηλότερη θέση περιγράφονται ως τιμητικοί τύποι ή τίτλοι (honorifics). Η εξέταση των περιστάσεων που οδηγεί στην επιλογή ενός τέτοιου τύπου αντί κάποιου άλλου περιγράφεται συχνά ως κοινωνική δείξη (social deixis).

 

Ένα πολύ γνωστό παράδειγμα κοινωνικής διάκρισης που κωδικοποιείται στην προσωπική δείξη είναι η διάκριση μεταξύ τύπων που χρησιμοποιούνται προς έναν οικείο ακροατή σε αντίθεση με τύπους που χρησιμοποιούνται προς έναν άγνωστο ή μη-οικείο ακροατή (και δηλώνουν κοινωνική απόσταση) σε ορισμένες γλώσσες. Αυτή η διάκριση είναι γνωστή ως διάκριση Τ/V από τους γαλλικούς τύπους tu (οικειότητα) και vous (απόσταση), και υπάρχει σε πολλές γώσσες όπως τα ελληνικά όπου γίνεται διάκριση μεταξύ ενικού οικειότητας («εσύ») και πληθυντικού ευγενείας ή απόστασης («εσείς»), τα γερμανικά (du/Sie), τα ισπανικά (tu/Usted), τα ιταλικά (tu/lei), κλπ. Η επιλογή ενός τύπου σίγουρα αποδίδει επίσης κάτι (χωρίς να το λέει ρητά) για την άποψη του ομιλητή ως προς τη σχέση του με τον ακροατή. Σε κοινωνικά περιβάλλοντα όπου τα άτομα συνηθίζεται να κάνουν διάκριση κοινωνικής θέσης του ομιλητή και του ακροατή, οι υψηλότερα ιστάμενοι, γηραιότεροι και ισχυρότεροι ομιλητές τείνουν να χρησιμοποιούν τον οικείο τύπο («εσύ») όταν απευθύνονται σε υφισταμένους, νεότερους και λιγότερο ισχυρούς ακροατές, και οι ακροατές με τη σειρά τους απευθύνονται σε αυτούς τους ομιλητές με τον τύπο ευγενείας («εσείς»). Όταν επέρχονται κοινωνικές αλλαγές είναι πιθανόν να αλλάξουν και οι σχετικές γλωσσικές επιλογές που ενέχουν κοινωνική δείξη. Σκεφτείτε την περίπτωση μιας νεαρής γυναίκας (Α) που διευθύνει μια επιχείρηση και της ηλικιωμένης καθαρίστριας (Β) του κτηρίου. Εάν η οικονομική υπεροχή της νεαρής γυναίκας θεωρηθεί το βασικό κριτήριο επιλογής τότε είναι πιθανόν η Α να χρησιμοποιήσει «εσύ» και η Β να χρησιμοποιήσει «εσείς» σε έναν μεταξύ τους διάλογο. Εάν όμως προκριθεί ως βασικό κριτήριο η διαφορά ηλικίας, θα γίνει ακριβώς το αντίθετο. Η ηλικία μοιάζει ακόμη να είναι σημαντικό κριτήριο τουλάχιστον στον ελληνικό χώρο και την Νότια Ευρώπη. Σαφώς, οι δύο γυναίκες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν επίσης αμοιβαία τον οικείο τύπο «εσύ» εάν γνωρίζονται καλά μεταξύ τους ή και αμοιβαία τον τύπο «εσείς» για να δηλώσουν την απόσταση. Όλες οι επιλογές είναι ανοιχτές αλλά δεν έχουν την ίδια συχνότητα ούτε και είναι όλες εξίσου χαρακτηριστικές των γενικότερων επιλογών μιας γλωσσικής κοινότητας.

 

Στα ισπανικά, ο τύπος που δηλώνει απόσταση (Usted) συνδέεται ιστορικά με έναν τύπο που δεν χρησίμευε για αναφορά ούτε στο πρώτο πρόσωπο (ομιλητή) ούτε και στο δεύτερο (ακροατή), αλλά στο τρίτο πρόσωπο (σε κάποιον άλλο). Μιλώντας με δεικτικούς όρους, το τρίτο πρόσωπο δεν συμμετέχει άμεσα στην βασική διεπίδραση (εγώ-εσύ) και, καθώς είναι εκτός αυτού του σχήματος είναι αναγκαστικά πιο μακρινός. Κατά συνέπεια οι αντωνυμίες τρίτου προσώπου είναι τύποι απόστασης στην προσωπική δείξη. Η χρήση τρίτου προσώπου σε περιπτώσεις όπου είναι δυνατή η χρήση δευτέρου προσώπου είναι ένας τρόπος για να αποδώσουμε την απόσταση (και την έλλειψη οικειότητας). Αυτό μπορεί να γίνει είτε ειλικρινά για την απόδοση μεγαλύτερης ευγένειας είτε και ειρωνικά για χιουμοριστικούς λόγους.

 

(3)               Τι θα πάρετε κύριε;

(4)               Τι θα πάρει ο κύριος;

(5)               Τι θα πάρουν οι κύριοι / οι κυρίες;

(6)               Τι επιθυμεί η μεγαλειοτάτη;

 

Η απόσταση που χαρακτηρίζει τους τύπους στο τρίτο πρόσωπο χρησιμοποιείται επίσης για να εκφραστεί πιο έμμεσα μια κατηγορία (7), ή για να κάνουμε ένα προσωπικό θέμα να φαίνεται πιο απρόσωπο και γενικό (8):

 

(7)               Κάποιος δεν καθάρισε το δωμάτιό του.

(8)               Ο καθένας θα πλένει το δικό του πιάτο.

 

Φυσικά, ο ομιλητής μπορεί να διατυπώσει τέτοιους γενικούς «κανόνες» έτσι ώστε να εφαρμόζονται στον ομιλητή και κάποιον άλλο (ή άλλους), χρησιμοποιώντας το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο («εμείς»):

 

(9)               Μπορούμε να καθαρίζουμε μόνοι μας.

 

Στα ελληνικά και άλλες γλώσσες, συχνά υπάρχει αμφισημία σε τέτοιες χρήσεις, γεγονός που επιτρέπει δύο ερμηνείες. Υπάρχει ένα «εμείς» που αποκλείει τον ακροατή και αναφέρεται στον ομιλητή και κάποιους άλλους (exclusivewe’) και ένα «εμείς» που συμπεριλαμβάνει τον ακροατή και τον ομιλητή (inclusivewe’). Ορισμένες γλώσσες γραμματικοποιούν αυτή τη διάκριση και έχουν ξεχωριστούς γλωσσικούς τύπους για το κάθε είδος. Έτσι, π.χ., η γλώσσα Fiji έχει τους τύπους keimami για το αποκλειστικό πρώτο πρόσωπο πληθυντικού και keda για το συμπεριληπτικό πρώτο πρόσωπο πληθυντικού. Στα ελληνικά η αμφισημία του (9) δίνει στον ακροατή μια ευκαιρία να αποφασίσει την επιδιωκόμενη αναφορά του «εμείς», δηλ. αυτό που μεταδίδεται. Έτσι ο ακροατής μπορεί να αποφασίσει αν είναι μέλος της ομάδας στην οποία εφαρμόζεται ο κανόνας (δηλ. αν το εκφώνημα απευθύνεται σε αυτόν) ή κάποιος εκτός ομάδας τον οποίο δεν αφορά ο κανόνας (δηλ. αν το εκφώνημα δεν απευθύνεται σε αυτόν). Σε αυτήν την περίπτωση λοιπόν ο ακροατής αποφασίζει τι είναι αυτό το «παραπάνω» που μεταδίδεται ή επικοινωνείται.

 

Όσον αφορά τις προσωπικές αντωνυμίες και το δεικτικό τους χαρακτήρα, πρέπει να κάνουμε μια επιπλέον διάκριση. Ενώ η αναφορά του α’ και β’ προσώπου ενικού είναι πάντα μοναδική και εξαντλείται με τη δείξη, η αντωνυμία του γ’ προσώπου δεν παραπέμπει πάντα σε ένα και μόνο πρόσωπο μέσα στο περιβάλλον των συνομιλητών. Εκτός από τη δείξη που περιέχουν τα «αυτός», «αυτή», «αυτό» ή και τα “he”, “she”, “it” στην αγγλική, κλπ., περιέχουν και την κατηγορία του γένους. Γι αυτό το λόγο ο Lyons (1981) χαρακτηρίζει τις αντωνυμίες α’ και β’ προσώπου ως περιπτώσεις καθαρής δείξης, και του γ’ προσώπου ως μη καθαρή δείξη. Η χρήση του γ’ προσώπου είναι συχνότερα αναφορική (anaphora, anaphoric reference) με την έννοια ότι οι αντωνυμίες γ’ προσώπου  χρησιμοποιούνται για να την αναφορική σύνδεση με πρόσωπα ή πράγματα που ήδη προαναφέρθηκαν. Δεν είναι όμως απόλυτη η διάκριση μεταξύ δείξης και αναφοράς. Στην καθαρή δείξη πάντως, οι γλωσσικές εκφράσεις αποκτούν σημασία κυρίως μέσα από το (γλωσσικό και εξωγλωσσικό) περιβάλλον που προκύπτουν. Η σημασία τους είναι κυρίως πραγματολογική και το καθαρά σημασιολογικό στοιχείο μικρό, αφού, π.χ., «εγώ» σημαίνει γενικά ένας ομιλητής κι όχι ένας συγκεκριμένος ομιλητής. Το κάθε «εγώ» συγκεκριμενοποιείται μόνο σε ένα περιβάλλον εκφώνησης.

 

Τοπική δείξη (spatial deixis)

Η έννοια της απόστασης που αναφέραμε προηγουμένως σχετίζεται σαφέστερα με την τοπική δείξη, όπου δηλώνεται, σε συνάρτηση με τον ομιλητή, ο σχετικός τόπος ανθρώπων και πραγμάτων. Στα ελληνικά χρησιμοποιούμε τα επιρρήματα «εδώ» και «εκεί» για τη βασική διάκριση, αλλά βρίσκουμε και πολλές άλλες εκφράσεις (επιρρήματα και προθετικές φράσεις), όπως «δώθε», «κείθε», «εδώ πέρα», «εκεί πέρα», «σε τούτο το μέρος», «σε κείνο το μέρος», κλπ. Αυτές οι εκφράσεις δείχνουν το σημείο του τόπου σε σχέση με τον ομιλητή, γι αυτό και το σημείο αναφοράς τους αλλάζει καθώς αλλάζουν και οι ομιλητές σε έναν διάλογο. Η ερμηνεία τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το περιβάλλον όπου εμφανίζονται. Επίσης, ορισμένα ρήματα κίνησης όπως «έρχομαι» και «πηγαίνω» έχουν δεικτική έννοια όταν χρησιμοποιούνται για να δείξουν κίνηση προς τον ομιλητή («Έλα στο κρεβάτι!») ή μακρυά από τον ομιλητή («Πήγαινε στο κρεβάτι!»):

 

(10)           Ι. (Ειρήνη) Έλα εδώ.

ΙΙ. (Χρυσούλα) Όχι, έλα εσύ εδώ.

 

Στο (10.Ι), το σημείο αναφοράς του «εδώ» είναι ο χώρος στον οποίο βρίσκεται η Ειρήνη, ενώ στο (10.ΙΙ) είναι ο χώρος όπου βρίσκεται η Χρυσούλα. Το σημείο αναφοράς του «εκεί» είναι ένας χώρος μακρυά από το σημείο του ομιλητή και μπορεί να αναφέρεται είτε στο χώρο κοντά στον ακροατή είτε σε ένα τρίτο χώρο ανάλογα με τα συμφραζόμενα και το ρήμα κίνησης που έχουμε. Παρατηρήστε τα παρακάτω:

 

(11)           Θα έρθω αύριο εκεί να τα πούμε.

(12)           Λέω να πάω εκεί να τον δω.

 

Το «εκεί» στο (11) βρίσκεται κοντά στον ακροατή, ενώ στο (12) η ίδια λέξη αναφέρεται σε έναν τρίτο χώρο (που είναι μάλιστα μακρυά και από τον ομιλητή και από τον ακροατή). Βλέπουμε λοιπόν πως ορισμένα ρήματα ενέχουν δείξη. Π.χ., τα «πηγαίνω», «φεύγω», «αναχωρώ», «ξεικνώ», κλπ. Δείχνουν ότι ο ομιλητής δεν βρίσκεται στο σημείο του προορισμού του. Ακόμη, δείχνουν ότι ο ομιλητής είναι στο σημείο εκκίνησης. Από την άλλη μεριά, ρήματα όπως το «έρχομαι» και άλλα συνώνυμά του παραπέμπουν στο σημείο άφιξης, που βρίσκεται κοντά στον ακροατή.

 

Μια εκδοχή της έννοιας της κίνησης προς τον ομιλητή παραπέμπει σε κάτι που γίνεται ορατό. Αυτή φαίνεται πως είναι η πρώτη δεικτική σημασία που μαθαίνουν τα παιδιά και χαρακτηρίζει τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν λέξεις όπως «αυτό» και «εδώ», δηλ. σαν κάτι που είναι ορατό. Αυτές οι εκφράσεις διακρίνονται από τα «εκείνο» και «εκεί» που παραπέμπουν σε κάτι που κινείται μακρυά ή εκτός του οπτικού πεδίου του παιδιού (δηλ. που δεν είναι πλέον ορατό).

 

Εξετάζοντας την τοπική δείξη, όμως, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι το σημείο του τόπου από την πλευρά (την οπτική γωνία) του ομιλητή μπορεί να ορίζεται νοητικά ή φυσικά (βλ. φυσικό περιβάλλον). Ένας ομιλητής που βρίσκεται για λίγο μακρυά από το χώρο του σπιτιού του, συχνά συνεχίζει να χρησιμοποιεί το «εδώ» αναφερόμενος το χώρο του σπιτιού του (που όμως είναι μακρινός από το άμεσο φυσικό περιβάλλον). Οι ομιλητές επίσης μπορούν να φανταστούν νοερά, δηλ. να προβάλουν, τους εαυτούς τους σε άλλους χώρους πριν φτάσουν όντως εκεί, όπως όταν λένε «Θα έρθω αργότερα» (= κίνηση προς το σημείο του ακροατή), «Όταν πάω στο γραφείο…» (= κίνηση προς ένα τρίτο σημείο). Αυτό το φαινόμενο περιγράφεται με τον όρο δεικτική προβολή (deictic projection) και γίνεται όλο και συχνότερο καθώς η ανάπτυξη της τεχνολογίας μας επιτρέπει να χειριζόμαστε το χώρο με νέους τρόπους. Εάν «εδώ» σημαίνει τον χώρο του ομιλητή όταν παράγει το εκφώνημά του (και «τώρα» σημαίνει το χρόνο εκφώνησης του ομιλητή), τότε ένα εκφώνημα όπως το (13) δε θα είχε κανένα νόημα.

 

(13)           Δεν είμαι εδώ τώρα / αυτή τη στιγμή.

 

Όμως, μπορώ να πω το (13) στο μαγνητοφωνημένο μήνυμα χαιρετισμού που αφήνω στον αυτόματο τηλεφωνητή μου, εννοώντας, μέσω της δεικτικής προβολής, ότι το «τώρα» θα εννοηθεί πως αναφέρεται στην όποια χρονική στιγμή μου τηλεφωνήσει κάποιος, και όχι στον χρόνο μαγνητοφώνησης του εκφωνήματός μου. Πράγματι, η μαγνητοφώνηση του (13) είναι ένα είδος «δραματικής παράστασης» για ένα μελλοντικό ακροατήριο στην οποία προβάλω την παρουσία μου στον απαιτούμενο χώρο. Μια παρόμοια δεικτική προβολή επιτυγχάνεται μέσω δραματικής παράστασης όταν χρησιμοποιώ ευθύ λόγο (κι όχι πλάγιο) για να αναπαραστήσω το πρόσωπο, τον χώρο και τα συναισθήματα κάποιου άλλου. Για παράδειγμα, θα μπορούσα να σας μιλήσω για μια επίσκεψή μου σε ένα κατάστημα με κατοικίδια ζώα, λέγοντας τα εξής:

 

(14)           Κοίταζα αυτό το κουταβάκι που ήταν σε ένα κλουβί και είχε τέτοια θλιμμένη έκφραση στο πρόσωπό του. Ήταν σα να έλεγε, «Αχ, είμαι τόσο δυστυχής εδώ μέσα, θα με πάρεις από εδώ;»

 

 Το «εδώ» του κλουβιού δεν είναι ο πραγματικός φυσικός χώρος του ανθρώπου που λέει αυτά τα λόγια (του ομιλητή), αλλά μάλλον ο χώρος του ανθρώπου που παίζει το ρόλο του σκυλιού.  

 

Μπορεί όντως η καθαρά πραγματολογική βάση της τοπικής δείξης να είναι η ψυχολογική απόσταση. Οι ομιλητές τείνουν να αντιμετωπίζουν τα αντικείμενα που είναι κοντινά στο φυσικό τους περιβάλλον ως ψυχολογικά κοντινά (προσιτά ή οικεία). Με άλλα λόγια η φυσική απόσταση μεταφράζεται σε ψυχολογική απόσταση. Επίσης, κάτι που είναι φυσικά μακρινό γενικά αντιμετωπίζεται ως ψυχολογικά μακρινό (π.χ. «Εκείνος ο άνθρωπος εκεί»). Όμως, ένα ομιλητής μπορεί να θέλει να αναφερθεί σε κάτι που είναι φυσικά κοντά του (π.χ., ένα άρωμα που μυρίζει) σαν κάτι που είναι ψυχολογικά μακρυά του, λέγοντας «Δεν μου αρέσει εκείνο (εκεί)». Σε αυτή την ανάλυση, μια λέξη όπως «εκείνο» δεν έχει σταθερή (δηλ. σημασιολογική) σημασία. Αντίθετα, ο ομιλητής της δίνει σημασία σε συγκεκριμένο περιβάλλον.

 

Παρόμοιες ψυχολογικές διαδικασίες μοιάζουν να λειτουργούν και στη διάκριση μεταξύ εκφράσεων εγγύτητας και απόστασης που χρησιμοποιούνται στην χρονική δείξη.

 

Χρονική δείξη (temporal deixis)

Έχουμε ήδη παρατηρήσει τη χρήση του τύπου εγγύτητας «τώρα» που μπορεί να δείχνει τόσο το χρόνο που συμπίπτει με το εκφώνημα του ομιλητή όσο και τον χρόνο κατά τον οποίο ακούει κανείς τη φωνή του ομιλητή (δηλ. το «τώρα» του ακροατή). Σε αντίθεση με το «τώρα», ο τύπος απόστασης «τότε» μπορεί να αναφέρεται τόσο στο παρελθόν (15) όσο και στο μέλλον (16) σε σχέση πάντα με τον παρόντα χρόνο του ομιλητή.

 

(15)           Νοέμβρης του 1963 είπες; Ήμουν στη Σκωτία τότε.

(16)           Λοιπόν, σπίτι μου για φαγητό την Κυριακή το βράδυ στις 9:00; Εντάξει θα τα πούμε τότε.

 

Αξίζει να σημειώσουμε ότι χρησιμοποιούμε επίσης περίπλοκα συστήματα χρονικής αναφοράς που δεν είναι δεικτικά, όπως ο ημερολογιακός χρόνος (δηλ. οι ημερομηνίες σύμφωνα με το ημερολόγιο και ο ωρολογιακός χρόνος, που είναι απόλυτα και η ερμηνεία τους δεν εξαρτάται από το περιβάλλον). Όμως, αυτές οι μορφές χρονικής αναφοράς μαθαίνονται πολύ αργότερα σε σχέση με τις δεικτικές χρονικές εκφράσεις όπως «χτες», «σήμερα», «αύριο», «απόψε», «την ερχόμενη βδομάδα», «την περασμένη βδομάδα», «αυτή τη βδομάδα», κλπ. Η ερμηνεία όλων αυτών των εκφράσεων εξαρτάται από τη γνώση του σχετικού χρόνου του εκφωνήματος. Εάν δεν γνωρίζουμε το χρόνο κατά τον οποίο γράφτηκε ένα σημείωμα, όπως το (17), δεν γνωρίζουμε αν θα χρειαστεί να περιμένουμε πολύ ή λίγο:

 

(17)           Επιστρέφω σε μία ώρα.

 

Παρομοίως, εάν επιστρέψουμε την επόμενη μέρα σε ένα μπαρ που υπάρχει μια πινακίδα όπως στο (18), τότε και πάλι θα έχουμε (δεικτικά μιλώντας) μια μέρα μπροστά μας πριν ισχύσει η προσφορά.

 

(18)           Δωρεάν μπύρα αύριο.

 

Η ψυχολογική βάση της χρονικής δείξης είναι παρόμοια με αυτή της τοπικής δείξης. Μπορούμε να αντιμετωπίζουμε χρονικά γεγονότα σαν αντικείμενα που κινούνται προς εμάς (εντός του οπτικού μας πεδίου) ή μακρυά από μας (εκτός του οπτικού μας πεδίου). Μια μεταφορά που χρησιμοποιούμε στα ελληνικά αφορά γεγονότα από το μέλλον που κινούνται προς τον ομιλητή (π.χ., «την ερχόμενη εβδομάδα», «τη χρονιά που έρχεται») και γεγονότα που απομακρύνονται από τον ομιλητή στο παρελθόν (π.χ., «σε περασμένες εποχές», «την περασμένη βδομάδα»). Επίσης φαίνεται πως αντιμετωπίζουμε το κοντινό ή το άμεσο μέλλον σαν να είναι κοντά στο χρόνο παραγωγής του εκφωνήματος αφού χρησιμοποιούμε την δεικτική έκφραση εγγύτητας «αυτό», όπως όταν λέμε «αυτό το σαββατοκύριακο» ή «αυτή την Τετάρτη».

 

Ένας βασικός (αλλά μάλλον παραμελημένος) τύπος δείξης είναι και η επιλογή χρόνου του ρήματος. Μπορούμε για παράδειγμα να εξετάσουμε τους τύπους ενεστώτα και αορίστου (ή παρατατικού) στα  ελληνικά σαν παραδείγματα μιας βασικής διάκρισης

 

(19)           Ζω εδώ τώρα.

(20)           Έζησα εκεί τότε.

 

Ο ενεστώτας είναι ο τύπος εγγύτητας και ο αόριστος ο τύπος απόστασης. Κάτι που συνέβη στο παρελθόν (όπως στο 21) αντιμετωπίζεται συνήθως σαν κάτι μακρινό από την παρούσα κατάσταση του ομιλητή. Ίσως λιγότερο εμφανώς, κάτι που θεωρείται εντελώς απίθανο (ή αδύνατο) από την πλευρά της τωρινής κατάστασης του ομιλητή εκφράζεται επίσης με τον τύπο απόστασης (τον αόριστο ή άλλο παρελθοντικό χρόνο) όπως στο (22):

 

(21)           Έσπασα το πόδι μου (όταν ήμουν παιδί).

(22)           Θα μπορούσα να είμαι διακοπές στη Χαβάη (αν είχα πολλά λεφτά).

 

Οι παρελθοντικοί χρόνοι χρησιμοποιούνται επίσης σε υποθετικές προτάσεις που παραπέμπουν σε γεγονότα που παρουσιάζοναι από τον ομιλητή ως μακρυνά από την τωρινή πραγματικότητα:

 

(23)           Αν είχα μια θαλαμηγό…

(24)           Αν ήμουν πλούσιος…

 

Καμία από τις ιδέες που παρουσιάζονται στο (23) και το (24) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνέβη στο παρελθόν. Παρουσιάζονται ως δεικτικά μακρυνές από την τωρινή κατάσταση του ομιλητή. Μάλιστα, τόσο μακρυνές ώστε μεταδίδουν το αντίθετο (δηλ. συνάγουμε ότι ο ομιλητής ουδέποτε είχε θαλαμηγό και ότι δεν είναι πλούσιος).

 

Προκειμένου να καταλάβουμε πολλές καθημερινές υποθετικές εκφράσεις (π.χ., «Αν το ήξερα νωρίτερα…»), πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι στην χρονική δείξη,  ο μακρυνός τύπος ή τύπος απόστασης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μεταδώσει όχι μόνο απόσταση από το παρόν χρονικό σημείο, αλλά και απόσταση από την παρούσα κατάσταση πραγμάτων.

 

Δείξη και γραμματική

Οι βασικές διακρίσεις που παρουσιάσαμε ως τώρα για την προσωπική, την τοπική και τη χρονική δείξη λειτουργούν και οι τρεις ταυτόχρονα στα πλαίσια μιας από τις πιο συνηθισμένες δομικές διακρίσεις στη γραμματική—τη διάκριση μεταξύ ευθύ και πλαγίου λόγου. Όπως περιγράψαμε ήδη, οι δεικτικές εκφράσεις για το πρόσωπο («(εσύ) είσαι»), τον τόπο («εδώ») και το χρόνο («απόψε») μπορούν όλες να ερμηνευθούν με βάση το περιβάλλον του ομιλητή που εκφωνεί το (25):

 

(25)           Σκοπεύεις να είσαι εδώ απόψε; (πρβλ. Τη ρώτησα «σκοπεύεις να είσαι εδώ απόψε;»)

(26)           Την ρώτησα αν σκόπευε να είναι εκεί εκείνο το βράδυ.

 

Όταν το περιβάλλον μεταβάλλεται, και αντί για ομιλητής που χρησιμοποιεί τον ευθύ λόγο, όπως στο (25), βρίσκομαι στη θέση κάποιου που αναφέρεται σε ένα προηγούμενο εκφώνημα, όπως στο (26), τότε το εκφώνημα αυτό παίρνει τα δεικτικά χαρακτηριστικά του σε σχέση με την περίσταση της ερώτησης. Παρατηρήστε ότι οι τύποι εγγύτητας στην (25) αλλάζουν σε αντίστοιχους τύπους απόστασης στην (26). Αυτή η συνηθισμένη διαφοροποίηση στον πλάγιο λόγο παραπέμπει σε μια διάκριση μεταξύ της σημασίας του ευθύ λόγου ως «κοντά στον ομιλητή» και της σημασίας του πλαγίου λόγου ως «μακρυά από τον ομιλητή». Οι δεικτικοί τύποι εγγύτητας που βρίσκουμε σε μια αναφορά στον ευθύ λόγο μεταδίδουν, συχνά με δραματικό τρόπο, την αίσθηση ότι βρισκόμαστε στο περιβάλλον όπου παράγεται το εκφώνημα. Αντίθετα, οι δεικτικοί τύποι απόστασης μιας αναφοράς σε πλάγιο λόγο κάνουν το αρχικό επικοινωνιακό γεγονός να φαντάζει ακόμη πιο μακρυνό.

 

 



[1] Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου βασίζεται σε μετάφραση και προσαρμογή του κεφ. “Deixis & Distance” του βιβλίου Pragmatics (1996) του George Yule από τον Κ. Κανάκη. Περιέχει επίσης επιλογές από το βιβλίο της Ειρήνης Φιλιππάκη-Warburton Εισαγωγή στη θεωρητική γλωσσολογία (1992: 297-299) και το βιβλίο του Peter Grundy (1995: 19-35) Doing Pragmatics.