1. ΤΙ
ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ;[1]
Jenny Thomas
1.1
Εισαγωγή
Οι άνθρωποι δε λένε πάντοτε (ούτε καν τις περισσότερες φορές) αυτό που εννοούν. Συχνά δε, οι ομιλητές εννοούν πολύ περισσότερα απ’ αυτά που πράγματι λένε οι λέξεις που χρησιμοποιούν. Π.χ., μπορεί να πει κανείς: Έχει ζέστη εδώ!, ενώ αυτό που εννοεί είναι Σε παρακαλώ, άνοιξε το παράθυρο! ή Μπορώ να ανοίξω το παράθυρο; ή ακόμη και Σπαταλάς ενέργεια! Οι άνθρωποι ενδέχεται να εννοούν κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που λένε οι λέξεις που χρησιμοποιούν ή ακόμη και εντελώς το αντίθετο. Για παράδειγμα, μπορεί να πω σε κάποιον που δανείστηκε το αυτοκίνητό μου για το σαββατοκύριακο και το επέστρεψε με άδειο ντεπόζιτο: Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που το γέμισες! ή Τι κρίμα που δεν μπορούσες να βρεις το ντεπόζιτο της βενζίνης!
Απ’ αυτές τις παρατηρήσεις εγείρονται ορισμένες ενδιαφέρουσες ερωτήσεις: αν οι ομιλητές συχνά εννοούν κάτι άλλο από αυτό που λένε, πώς καταφέρνουν οι άνθρωποι (όπως συμβαίνει γενικά) και αλληλοκατανοούνται; Εάν ένα μόνο σύνολο λέξεων όπως Κάνει ζέστη εδώ! είναι δυνατόν να σημαίνει τόσα πολλά διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικές περιπτώσεις, πώς βρίσκουμε πραγματικά τι σημαίνει σε μια συγκεκριμένη περίσταση χρήσης του; Και γιατί, άραγε, οι άνθρωποι δε λένε απλά αυτό που εννοούν; Αυτά και πολλά άλλα θέματα αποτελούν το αντικείμενο του χώρου της γλωσσολογίας που ονομάζεται πραγματολογία.
Σε αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο θα εξηγήσω τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιήσουμε τον όρο πραγματολογία σε αυτό το βιβλίο και θα σκιαγραφήσω το είδος της έρευνας που διεξάγεται με αυτό το όνομα.
1.2
Ορίζοντας την πραγματολογία
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν άρχισε να συνηθίζεται να συζητά κανείς την πραγματολογία σε γενικά εγχειρίδια γλωσσολογίας, οι πιο κοινοί ορισμοί της πραγματολογίας ήταν meaning in use (η σημασία εν χρήσει) και meaning in context (η σημασία στα συμφραζόμενα). Παρότι αυτοί οι ορισμοί είναι αρκετά ορθοί και απόλυτα κατάλληλοι ως σημείο εκκίνησης, παραείναι γενικοί για τους δικούς μας στόχους—π.χ., υπάρχουν όψεις της σημασιολογίας, κυρίως του τύπου της σημασιολογίας που αναπτύχθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, που θα μπορούσε κάλλιστα να φιγουράρει υπό την κεφαλίδα η σημασία εν χρήσει ή η σημασία στα συμφραζόμενα. Πιο πρόσφατα εγχειρίδια τείνουν να πλησιάζουν μία από τις δύο παρατάξεις—αυτούς που ταυτίζουν την πραγματολογία με τη σημασία του ομιλητή (speaker meaning) κι αυτούς που την ταυτίζουν με την ερμηνεία εκφωνημάτων (utterance interpretation) (χωρίς απαραίτητα να χρησιμοποιούν αυτούς τους όρους κατά λέξη). Σαφώς, καθένας από αυτούς τους ορισμούς συλλαμβάνει κάτι από τη δουλειά που γίνεται τώρα υπό το όνομα πραγματολογία, αλλά κανένας δεν είναι απόλυτα ικανοποιητικός. Επιπλέον, ο κάθε ορισμός αντιπροσωπεύει ριζικά διαφορετικές προσεγγίσεις στον υπο-κλάδο της πραγματολογίας. Ο όρος σημασία του ομιλητή τείνει να προτιμάται από συγγραφείς που υιοθετούν μια ευρεία κοινωνική σκοπιά του κλάδου. Εστιάζει σταθερά στον παραγωγό (πομπό) του μηνύματος, αλλά ταυτόχρονα συσκοτίζει το γεγονός ότι η διαδικασία ερμηνείας όσων ακούμε συνεπάγεται κίνηση μεταξύ αρκετών επιπέδων σημασίας. Ο τελευταίος ορισμός (ερμηνεία εκφωνημάτων), τον οποίο προτιμούν εκείνοι που υιοθετούν μια ευρεία γνωσιακή (cognitive) προσέγγιση, αποφεύγει μεν αυτό το λάθος, αλλά με κόστος την έντονη προσήλωση στον δέκτη του μηνύματος, το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι γενικά αγνοούν τους κοινωνικούς περιορισμούς στην παραγωγή εκφωνημάτων. Δε θα προχωρήσω σε μια εξαντλητική συζήτηση των σχετικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων των δύο προσεγγίσεων τώρα—αυτό θα γίνει (εν καιρώ) στα κατάλληλα σημεία. Αλλά μπορούμε να αρχίσουμε να κατανοούμε τις διαφορές μεταξύ των δύο προσεγγίσεων εάν εξετάσουμε τι εννοούμε όταν λέμε επίπεδα σημασίας (levels of meaning). Το πρώτο επίπεδο είναι η λεγόμενη αφηρημένη σημασία (abstract meaning)· κινούμεθα από την αφηρημένη σημασία στη συμφραστική σημασία (contextual meaning) (που λέγεται επίσης σημασία των εκφωνημάτων (utterance meaning)) αποδίδοντας έννοια (sense) και αναφορά (reference) σε μια λέξη, φράση ή πρόταση. Το τρίτο επίπεδο σημασίας επιτυγχάνεται όταν αναλογιζόμαστε την πρόθεση του ομιλητή, που είναι γνωστή ως ισχύς του εκφωνήματος. Στη συνέχεια θα κοιτάξουμε το καθένα χωριστά.
1.3
Από την αφηρημένη σημασία στη
συμφραστική σημασία
Η αφηρημένη σημασία αναφέρεται σε αυτό που θα μπορούσε να σημαίνει μια λέξη, φράση, πρόταση, κλπ. (π.χ., στη σημασία των λέξεων ή φράσεων σε ένα λεξικό). Οι τελευταίες γραμμές του κειμένου που ακολουθεί είναι καλό παράδειγμα γι αυτό που θέλω να πω:
‘What
we want is the army to take over this country. See a bit of discipline then, we
would… The Forces, that’s the thing. We knew what discipline was when I
wasin the Forces.’ Pop always spoke of his time at Catterick Camp in the
nineteen-forties as ‘being in the Forces’ as if he has been in the navy and
air force and marines as well. ‘Flog ‘em, is what I say. Give ‘em
something to remember across their backsides.’ He paused and swigged tea.
‘What’s wrong with the cat?’ he said, so that anyone coming in at that
moment, Alan thought, would have supposed him to be inquiring after the health
of the family pet.
Όπως σωστά παρατηρεί ο Alan, εάν δεν είχε ακούσει κανείς όλη τη συζήτηση που προηγήθηκε, θα νόμιζε, πιθανόν ότι η λέξη cat αναφέρεται σε κατοικίδιο, κι όχι (όπως εδώ) στη γάτα-με-τις-εννέα-ουρές (cat-o’-nine-tails). Στα περισσότερα λεξικά το λήμμα cat φαίνεται να έχει δύο αφηρημένες έννοιες: α) μικρό τετράποδο ζώο με μαλακό τρίχωμα και αιχμηρά νύχια που συχνά απαντά ως κατοικίδιο, και β) μαστίγιο φτιαγμένο από εννέα κορδόνια με κόμπους που στο παρελθόν χρησίμευε για το μαστίγωμα ανθρώπων. Αλλά, είναι ξεκάθαρο, ότι η πρώτη έννοια είναι σαφώς συνηθέστερη—ενώ η δεύτερη έννοια είναι σπανιότερη και περιορισμένη σε ένα μόνο συνομιλιακό χώρο (domain of discourse)—αυτό της στρατιωτικής ζωής σε περασμένες εποχές. Πιο πρόσφατα, στην αγγλική, η λέξη cat απέκτησε κι άλλη μια σημασία—catalytic converter—που ανήκει σε έναν άλλο συνομιλιακό χώρο, αυτόν των αυτοκινήτων και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Ο όρος αφηρημένη σημασία δεν αναφέρεται μόνο σε λέξεις. Μπορεί κάλλιστα να αναφέρεται σε φράσεις ή ακόμη και σε ολόκληρες προτάσεις. Υποθέστε ότι σε ένα πάρτυ ακούτε κάποιον να λέει The Parsons are on Coke. Εκτός συμφραζομένων (δηλ. π.χ., συμβουλευόμενοι ένα λεξικό της σύγχρονης ομιλούμενης αγγλικής), η λέξη coke θα μπορούσε (θεωρητικά τουλάχιστον) να αναφέρεται στην κόκα-κόλα, την κοκαϊνη, ή σε ένα παράγωγο του άνθρακα—το κοκ. Και, συνεπώς, η έκφραση to be on coke θα μπορούσε να έχει μία από (τουλάχιστον!) τρεις σημασίες: δηλαδή, πίνω κόκα-κόλα, χρησιμοποιώ/παίρνω/σνιφάρω κοκαϊνη, ή έχω θέρμανση με στερεή καύσιμη ύλη. Αυτό που πραγματικά εννοούν οι λέξεις στη συγκεκριμένη περίσταση μπορεί να καθοριστεί μόνο μέσα από τα συμφραζόμενα.
Γενικά, οι ικανοί ιθαγενείς ομιλητές δεν χρειάζεται να κοπιάσουν για να βρουν την συμφραστική σημασία μιας γλωσσικής έκφρασης (λέξης, φράσης ή πρότασης) όπως ίσως υπαινίχθηκαν τα παραπάνω παραδείγματα. Η συμφραστική σημασία είναι τόσο προφανής ώστε δεν περνά ποτέ από το μυαλό μας ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν εναλλακτικές ερμηνείες. Έτσι, αν ένας φίλος υποσχεθεί να σας στείλει μια κάρτα από τη Ρώμη, δεν αγωνιάτε για το αν θα λάβετε καρτ-ποστάλ, πιστωτική κάρτα, κόκκινη κάρτα, κίτρινη κάρτα ή και κάρτα καυσαερίων. Εκτός κι αν οι φίλοι σας είναι ιδιαίτερα παράξενοι άνθρωποι, οι τελευταίες πιθανότητες δε θα σας περνούσαν ποτέ από το μυαλό. Αν δεν ήσαστε ικανοί να «κόβετε δρόμο» κατ’ αυτόν τον τρόπο στη διαδικασία ερμηνείας των εκφωνημάτων, η αλληλοκατανόηση θα ήταν πολύ αναποτελεσματική. Παρόλα αυτά, υπάρχουν περιπτώσεις όπου όντως αντιμετωπίζουμε (πραγματική) δυσκολία στην απόδοση συμφραστικής σημασίας και τότε πρέπει να σταθμίσουμε προσεκτικά τις εναλλακτικές ερμηνείες. Η απιθανότητα τέτοιων προβλημάτων αυξάνεται ‘όταν υπάρχουν φαφνικές αλλαγές στο θέμα συζήτησης, όπως στο παρακάτω παράδειγμα;
Οι ομιλητές Α και Β μιλούσαν
επί ώρα για τα σχετικά πλεονεκτήματα
διαφόρων Υ/Η, χρησιμοποιώντας όρους όπως 286,
386, RS/6000.
Ένα τρίτο άτομο, ο C,
άκουγε τη συζήτηση χωρίς να λαμβάνει μέρος.
Λίγο μετά, ο Β γύρισε στον C
και είπε:
B:
Do you know what fifteen fifteens are?
C:
No, I don’t know much about computer hardware.
Σε αυτήν την περίπτωση, μια απλή ερώτηση στοιχειώδους αριθμητικής ερμηνεύεται ως περίπλοκη ερώτηση σχετικά με νέες τεχνολογίες Η/Υ, γιατί ο ομιλητής C πιστεύει ότι βρίσκεται σε διαφορετικό συνομιλιακό χώρο—έτσι στο fifteen fifteens αποδίδεται η σημασία της ονομασίας ενός υπολογιστή αντί για τη σημασία ο αριθμός δεκαπέντε.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι όταν κατανοούν την αφηρημένη σημασία (δηλ., την γκάμα των γλωσσικά πιθανών εννοιών μιας έκφρασης) χωρίς να μπορούν να καθορίσουν τη συμφραστική σημασία είναι σαφώς το υλικό από το οποίο φτιάχνεται η λογοτεχνία—κωμωδίες, τραγωδίες, ρομάντσα και, πάνω από όλα μυστήρια και αστυνομικές ιστορίες. Στο Όνομα του ρόδου του Umberto Eco, π.χ., οι μοναχοί Άντσο και Ουϊλιέλμος ανακαλύπτουν το μυστικό του finisAfricae μετά από πολλά απατηλά μονοπάτια (και 250 σελίδες κειμένου!). Παρότι μπορούσαν να μεταφράσουν τις λέξεις του (λατινικού) κειμένου που δίνει τη λύση του μυστηρίου, δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν τι εννοούσε ο συγγραφέας, ο Βενάντιος, όταν έγραψε αυτές τις λέξεις.
‘Secretum
finis Africae
manus
supra idolum age
primum et septimum
de quatuor.’
‘Είναι σαφές;’ τον ρώτησε.
‘Το χέρι πάνω από το είδωλο
λειτουργεί στο πρώτο και το έβδομο του
τετάρτου…’ επανέλαβα, κουνώντας το κεφάλι
μου. ‘Δεν είναι διόλου σαφές!’
‘Το ξέρω. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να ξέρουμε τι εννοούσε ο Βενάντιος όταν έγραφε «είδωλο». Μια εικόνα, ένα φάντασμα, μια φιγούρα; Και μετά τι μπορεί να είναι αυτό το «τέσσερα» που έχει «πρώτο» και «έβδομο»; Και τι πρέπει να τα κάνουμε; Να τα κουνήσουμε, να τα σπρώξουμε, να τα τραβήξουμε;
Οι μοναχοί στο Όνομα του ρόδου έπρεπε να λύσουν δύο προβλήματα. Το πρώτο ήταν να αποδώσουν έννοια (sense) στη λέξη idolum και το δεύτερο μα αποδώσουν αναφορά (reference) στη λέξη quatuor (τέσσερα). Θα ασχοληθούμε με το κάθε πρόβλημα ξεχωριστά.
1.3.1
Η απόδοση εννοίας στα συμφραζόμενα
Όταν συνομιλούν, οι άνθρωποι ψάχνουν ενστικτωδώς για συμφραστική έννοια, μια έννοια που προκύπτει από τα συμφραζόμενα (την έννοια με την οποία ο ομιλητής/γράφων χρησιμοποιεί μια λέξη) όπως φαίνεται από το ακόλουθο παράδειγμα:
Αυτή η γλωσσική ανταλλαγή, που άκουσα σε ένα τραίνο, έγινε μεταξύ δύο νεαρών Άγγλων. Ο ομιλητής Α διάβαζε εφημερίδα.
A:
What’s this lump they’re always on about?
B:
Read it out.
A:
[Διαβάζει δυνατά από την εφημερίδα] Inland Revenue
crack
down on lump.
B:
Oh, isn’t it something to do with casual labour on building sites? The
way they’re paid—tax evasion and that?
Σημειώστε ότι ο Β δεν αναφέρθηκε σε όλες τις πιθανές έννοιες της λέξης lump. Αυτό θα ήταν τόσο ενοχλητικό όσο και άχρηστο. Αντίθετα, ζήτησε αρκετά συμφραζόμενα ώστε να είναι σε θέση να πει στο φίλο του τι, κατά τη γνώμη του, εννοεί ο συγγραφέας του συγκεκριμένου άρθρου με τη λέξη lump.
Όπως είδαμε, μέρος της διαδικασίας καθορισμού του τι εννοεί ο ομιλητής (εν αντιθέσει προς αυτό που λένε τα λόγια του) συνεπάγεται την απόδοση εννοίας σε αυτές τις λέξεις. Γενικά αυτή η διαδικασία είναι πολύ απλή, αλλά μπορεί να προκύψουν προβλήματα και η πιο συνηθισμένη αιτία τέτοιων προβλημάτων είναι η ομωνυμία. Έχει ήδη δει αρκετά παραδείγματα ομωνύμων (λέξεων που έχουν την ίδια γραφή και προφορά αλλά διαφορετική σημασία) που προκαλούν παρανοήσεις—cat, handout, coke, lump. Το παρακάτω παράδειγμα από την τοπική σκωτσέζικη εφημερίδα The Dunoon Observer προκάλεσε παρανόηση αλλά και παρεξήγηση:
Correction
The
‘old pouffe’ which started the fire at 7, Douglas Cottages, as reposted last
week, referred to an item of funiture and not to the owner, Mr Donnie McArthur.
Είδαμε επίσης ότι στο Παράδειγμα 3 η λατινική λέξη idolum προκάλεσε ιδιαίτερα προβλήματα. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι γι αυτό. Πρώτον, το idolum είναι πολύσημη λέξη στα λατινικά, έχει δηλαδή ορισμένες στενά συνδεδεμένες σημασίες—εικόνα, φάντασμα, φιγούρα. Πολύ συχνά, οι λέξεις έχουν διαφορετική γκάμα πολύσημων σημασιών σε διαφορετικές γλώσσες. Έτσι στην αγγλική μπορούμε να μιλάμε για το κεφάλι ή το πόδι κάποιου αλλά και να αναφερόμαστε στο head/foot μιας σκάλας (οι διαφορετικές σημασίες των λέξεων συνδέονται με πολύ προφανή τρόπο)· μπορούμε, δε, να κάνουμε ακριβώς το ίδιο στα ελληνικά ή τα γαλλικά με τις λέξεις tête και pied. Ενώ όμως στα αγγλικά με τη λέξη hand αναφερόμαστε τόσο σε ανθρώπους όσο και σε ρολόγια, στα γαλλικά ή τα ελληνικά δεν μπορεί να πει κανείς *το χέρι του ρολογιού ή *la main d’ une montre (αν κι ένας Γάλλος μάλλον θα καταλάβαινε τι θέλουμε να πούμε με αυτό). Το πρόβλημα ήταν εντονότερο για τους μοναχούς μιας και δεν είχαν ιδέα των συμφραζομένων στα οποία χρησιμοποιήθηκε η λέξη idolum.
Ένα πιθανόν σοβαρό πρόβλημα που μπορεί να προκύψει από εκφράσεις που έχουν διαφορετική γκάμα πολύσημων σημασιών σε διαφορετικές γλώσσες μου δόθηκε από μια συνάδελφο που ήταν αρχι-διερμηνέας (από τα εβραϊκά στα αγγλικά) στην δίκη του John Demjanjuk. Αυτή ήταν μια εξαιρετικά σημαντική και περίπλοκη δίκη—και μία από τις περιπλοκές ήταν ότι διεξάγονταν σε τρεις γλώσσες—εβραϊκά, ουκρανικά και αγγλικά—και υπήρχαν πολλοί διερμηνείς. Σε κάποιο σημείο τηςδίκης ένας εβραιόφωνος δικηγόρος παρουσίασε ένα πειστήριο στον κατηγορούμενο ρωτώντας τον αν αναγνωρίζει αυτό το tzilum. Στα εβραϊκά η λέξη tzilum είναι πολύσημη και έχει τρεις (στενά συνδεδεμένες) σημασίες—ακτίνογραφία, φωτογραφία και φωτοτυπία. Στα αγγλικά αυτά αποτελούν τρία διαφορετικά λεξιλογικά στοιχεία. Δυστυχώς, η διερμηνέας βρισκόταν στο πίσω μέρος της αίθουσας και δεν ήταν σε θέση να δει το αντικείμενο. Υπό αυτές τις συνθήκες μπορούσε μόνο να μαντέψει τη σωστή ερμηνεία της λέξης και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάντεψε λάθος, προς μεγάλη αναστάτωση όλων όσων δεν μιλούσαν εβραϊκά.
Η απόδοση της επιδιωκόμενης έννοιας (intended sense) σε πολύσημα ή ομώνυμα λεξικά στοιχεία μπορεί να είναι ιδιαίτερα προβληματική για μη-ιθαγενείς ομιλητές μιας γλώσσας, γιατί είναι πιθανόν να τους λείπει η πολιτισμική γνώση στην οποία καταφεύγουν οι ιθαγενείς ομιλητές. Για παράδειγμα, κάποτε άκουσα δύο Γερμανούς φοιτητές που προσπαθούσαν να καταλάβουν τη σημασία της λέξης roundabout σε ένα άρθρο εφημερίδας πάνω στη διεθνή οικονομία. Έψαξαν τη λέξη roundabout στο λεξικό και κάποιος διάβασε: traffic island, merry-go-round, indirect. Είχαν λοιπόν τρεις πιθανές σημασίες (δηλ. αφηρημένες σημασίες) της λέξης και σε κανονικές συνθήκες θα ήταν λογικό να υποθέσουμε ότι θα είχαν μικρή δυσκολία στην επιλογή της πιο κατάλληλης στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα. Όμως, το κείμενο που δούλευαν έκανε, στην ουσία, μια μάλλον νεφελώδη αναφορά σε ένα παιδικό τηλεοπτικό πρόγραμμα The Magic Roundabout—μια αναφορά που θα είχε γίνει άμεσα αντιληπτή από κάποιον που μεγάλωσε στη Βρετανία, αλλά θα ήταν εντελώς ακατάληπτη για οποιονδήποτε άλλον.
Παρότι τα ομώνυμα είναι μια από τις συχνότερες αιτίες προβλημάτων στην απόδοση της σωστής έννοιας, το ομόγραφα—δηλ. λέξεις που έχουν την ίδια γραφή αλλά διαφορετική προφορά και σημασία—ενδέχεται να δημιουργήσουν παρόμοια προβλήματα. Η πρώτη γραμμή του επόμενου παραδείγματος ήταν γραμμένη σε έναν τοίχο και η δεύτερη γραμμή προστέθηκε ως σχόλιο από κάποιον άλλο. Αυτό είναι ένα ξεκάθαρο παράδειγμα ηθελημένης παρερμηνείας της επιδιωκόμενης έννοιας του lead:
In
People’s China the workers take the lead!
[Στο οποίο είχε προστεθεί]
In
capitalist England, the sods also take the iron, copper, floorboards and
fillings from your teeth.
Μια τρίτη αιτία λανθασμένης απόδοσης εννοίας μπορεί να είναι τα ομόφωνα—λέξεις που έχουν την ίδια προφορά αλλά διαφορετική γραφή και σημασία. Το παράδειγμα που ακολουθεί, και που εμφανίστηκε στα πρακτικά μιας συνέλευσης στο BBC, προέκυψε από το γεγονός ότι ο δημοσιογράφος-τηλεπαρουσιαστής μιλούσε με την αγγλική βορειο-ιρλανδική προφορά.
The
solicitor reported that the BBC was being sued in Ireland by a man who thought
he had been described as having herpes. The BBC’s defence was that it
had accused him of having a hairpiece.
Σε καθένα από τα παραπάνω παραδείγματα, εάν ο ακροατής απέτυχε να αποδώσει τη σωστή έννοια, κατά πάσα πιθανότητα απέτυχε εντελώς να καταλάβει τι εννοεί ο ομιλητής. Στο ακόλουθο παράδειγμα που προκύπτει από τα ομόφωνα chaste (αγνό) και chased (σφυρήλατο, σκαλιστό) τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι:
‘He’s
ever so funny, my dad. He gave her a lovely silver bracelet, one of those chased
ones.’
Alan
couldn’t imagine how one bracelet could be more chaste than another, but he
didn’t ask.
Αν και ο Alan αποτυγχάνει στην απόδοση σωστής έννοιας στη λέξη chased, παρόλα αυτά, καταφέρνει να καταλάβει γενικά αυτό που του λέει η φίλη του (π.χ., ότι μιλάει για ένα βραχιόλι).
1.3.2
Απόδοση αναφοράς στα συμφραζόμενα
Έως τώρα συζητήσαμε την αφηρημένη σημασία μόνο όσον αφορά την απόδοση έννοιας σε λέξεις και φράσεις—δηλ., τον καθορισμό του τι σημαίνουν στα συμφραζόμενα. Αλλά, στην καθημερινή ζωή, αν αναλογιστούμε αυτά τα προβληματικά θραύσματα διαλόγου που ακούμε σε λεωφορεία ή σουπερμάρκετ, καταλαβαίνουμε ότι είναι δυνατό να καταλαβαίνουμε την έννοια κάθε λέξης που εκφωνεί ένας ομιλητής και, πάραυτα, να μην καταλαβαίνουμε τι θέλει να πει. Μετά από χρόνια από τότε που άκουσα το παρακάτω, ακόμη προσπαθώ να καταλάβω τι εννοούσε η ομιλήτρια όταν είπε στην συνταξιδιώτισσά της:
Και φαντάσου ότι αν δεν
έπεφτε από το κρεβάτι, δεν θα το ανακάλυπτα
ποτέ!
Γιατί στάθηκε αδύνατο να καταλάβω τι εννοούσε αυτή η γυναίκα, όταν το οποιοδήποτε τρίχρονο παιδί θα καταλάβαινε την έννοια της κάθε λέξης που χρησιμοποίησε; Η απάντηση, φυσικά, είναι ότι δεν ήξερα σε τι αναφέρεται το έπεφτε, ούτε, πιο σημαντικά, τι ήταν αυτό που ανακάλυψε η ομιλήτρια. Με άλλα λόγια, δεν ήμουν σε θέση να αποδώσω αναφορά στα λόγια της.
Προκειμένου να καταλάβουμε ένα εκφώνημα, δεν χρειάζεται απλά να αποδώσουμε έννοια στις λέξεις αλλά και να αποδώσουμε αναφορά (δηλ., να καθορίσουμε σε ποιον ή σε τι αναφέρονται αυτές οι λέξεις στα συμφραζόμενα). Έτσι μια ανακοίνωση που γράφει Κίνδυνος! Μην αγγίζετε! Θα μπορούσε να εννοηθεί σε κάποιο βαθμό από κάθε εγγράμματο μέλος μιας κοινότητας—θα ήξεραν τι σημαίνουν οι λέξεις και ότι η ανακοίνωση συνιστά προειδοποίηση. Αλλά η ανακοίνωση αυτή θα μπορέσει να εκπληρώσει την λειτουργία της ως προειδοποίηση μόνο αν είναι ξεκάθαρο στον αναγνώστη αυτό ακριβώς στο οποίο αναφέρεται—δηλ., αυτό που δεν πρέπει να αγγίξει.
Ο πλακατζής που αρέσκεται να κλέβει επίσημες πινακίδες και να τις επανατοποθετεί σε κατάλληλες (ή ακατάλληλες) νέες θέσεις, εκμεταλλεύεται αυτό ακριβώς το γεγονός—ότι δηλ. παρότι οι πινακίδες διατηρούν (λίγο ως πολύ) την ίδια έννοια όταν αλλάζουν θέση, η αναφορά ενδέχεται να αλλάξει και μάλιστα με αστείο τρόπο. Έτσι μια ταμπέλα που γράφει Κλεισμένη για τον αντιπρόεδρο, μπορεί να εξαφανιστεί από την τιμητική θέση του στο χώρο συνεδριάσεων και να βρεθεί πάνω σε ένα παιδικό καρεκλάκι ή σε ένα αντίτυπο παιδικού περιοδικού σε ένα νηπιαγωγείο.
Σημειώστε ότι το προηγούμενο παράδειγμα έλεγε απλά Κλεισμένη για τον αντιπρόεδρο και όχι Αυτή η θέση είναι κλεισμένη…Εκφράσεις όπως αυτό και εκείνο ονομάζονται δεικτικά ή δεικτικές εκφράσεις. Δεικτικές είναι οι εκφράσεις που αντλούν μέρος της σημασίας τους από τα συμφραζόμενα του εκφωνήματος. Το τοπικά δεικτικά όπως τα εδώ, εκεί, αυτό, εκείνο δεν σημαίνουν και πάρα πολλά από μόνα τους· μόνο όταν ξέρουμε που βρίσκεται ο ομιλητής ή τι δείχνει αποκτούν πραγματικά νόημα.
Παρομοίως τα χρονικά δεικτικά όπως χθες, σήμερα, τώρα αποκτούν πραγματικά νόημα μόνο αν γνωρίζουμε πότε εκφωνήθηκαν οι συγκεκριμένες λέξεις. Άλλες κατηγορίες δεικτικών εκφράσεων λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο. Αυτές περιλαμβάνουν τα προσωπικά δεικτικά όπως εγώ, εσύ, αυτός· τα κειμενικά ή συνομιλιακά δεικτικά (discourse deictics) όπως ο προηγούμενος, ο επόμενος· και τα κοινωνικά δεικτικά όπως κυρία/μαντάμ, κύριε, η μεγαλειότης σας, κλπ. Τα οποία μας δίνουν πληροφορίες για την κοινωνική σχέση μεταξύ του ομιλητή και (σε αυτήν την περίπτωση) του ακροατή (addressee).
Ουσιαστικά όλες οι δεικτικές εκφράσεις, από τη φύση τους, προκαλούν προβλήματα απόδοσης αναφοράς όταν μετακινούνται από τα αρχικά τους συμφραζόμενα εκφώνησης, όπως δείχνει το παρακάτω παράθεμα από μια αστυνομική ιστορία. Ένας άνδρας μόλις βρήκε ένα ενοχοποιητικό γράμμα στην τσάντα της γυναίκας του που της ζητά να συναντήσει τον γράφοντα αυτή τη Δευτέρα την ώρα του μεσημεριανού φαγητού:
Ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα:
πόσον καιρό ήταν το γράμμα στην τσάντα; Δεν
υπήρχε ημερομηνία στο γράμμα—εντελώς
κανένας τρόπος για να εξακριβώσει ποια
Δευτέρα εννοούσε. Ήταν άραγε η περασμένη Δευτέρα;
Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος· και όμως
είχε την έντονη αίσθηση ότι το γράμμα, που
πιθανόν της στάλθηκε στη δουλειά, το είχε
λάβει μόνο μια ή δυο μέρες πριν.
Ακόμη και χωρίς την πάροδο χρόνου ή την αλλαγή τόπου μπορεί να είναι δύσκολο να αποδώσουμε αναφορά σωστά σε οποιοδήποτε εκφώνημα περιέχει μια αντωνυμία τρίτου προσώπου (αυτός, αυτή, αυτό, αυτοί, κλπ.) δεδομένου ότι έχουν έναν σχεδόν ατελείωτο αριθμό πιθανών αντικειμένων αναφοράς. Ένα διασκεδαστικό, αν και αθέλητο, παράδειγμα αυτής της δυσκολίας, δόθηκε από έναν γνωστό τηλεοπτικό σχολιαστή στη βάπτιση του υπερωκειάνειου Queen Elizabeth. Και να την λοιπόν! ανακοίνωσε στο τηλεοπτικό κοινό, σε όλο της το μεγαλειώδη όγκο. Δυστυχώς, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, οι κάμερες πέρναγαν από το καράβι στην βασιλομήτορα η οποία επρόκειτο να πρωτοστατήσει στην τελετή καθέλκυσης.
Όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει με τη λέξη Δευτέρα στο παράδειγμα 10, ακόμη και παραδείγματα που μοιάζουν ξεκάθαρες περιπτώσεις οριστικής αναφοράς μπορεί να είναι προβληματικές όταν ο αναγνώστης/ακροατής βρίσκεται σε διαφορετικό μέρος του κόσμου από τον γράφοντα/ομιλητή. Π.χ., είναι έντονα ενοχλητικό για τους κατοίκους του νοτίου ημισφαιρίου όταν τα διεθνή περιοδικά χρονολογούνται κατά την εποχή κι όχι κατά τον μήνα έκδοσής τους: η Άνοιξη του 1991 για την Ευρώπη δεν είναι η Άνοιξη του 1991 για τη Νέα Ζηλανδία. Παρομοίως, τιμητικοί τίτλοι όπως η βασίλισσα ή ο πρωθυπουργός προφανώς αναφέρονται σε εντελώς διαφορετικά πρόσωπα, π.χ., στην Ολλανδία, τη Σουηδία και τον Καναδά.
Θα έχετε σίγουρα συναντήσει παρόμοια προβλήματα όταν διαβάζετε παλιά βιβλία. Π.χ., Αρκετά βιβλία της Agatha Christie αναφέρονται απλά στον πόλεμο. Ο αναγνώστης είναι υποχρεωμένος να καθορίσει ποιον πόλεμο εννοεί η συγγραφέας. Κι όσο πιο πίσω στο χρόνο πάει κανείς, τόσο δυσκολότερο γίνεται να καθορίσουμε την επιδιωκόμενη (από το συγγραφέα) αναφορά. Ο Samuel Pepys, π.χ., αναφέρεται στον Δούκα της Υόρκης και τον Πρίγκιπα της Οράγγης. Η ταυτότητα αυτών των ανθρώπων θα ήταν ξεκάθαρη στους συγχρόνους του Pepys, αλλά οι σύγχρονοί μας αναγνώστες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στον καθορισμό του αντικειμένου αναφοράς αυτών των τίτλων—δεδομένου ότι τους κατείχαν, κατά καιρούς, πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους άτομα.
1.3.3
Δομική αμφισημία
Στα προηγούμενα δύο υποκεφάλαια παρατηρήσαμε ότι πρέπει να συνάγουμε την έννοια και την αναφορά που επιδιώκει ο ομιλητής από την γκάμα πιθανών εννοιών και αναφορών που θα μπορούσε να έχει μια πρόταση. Μια τρίτη αιτία πιθανής αμφισημίας στο επίπεδο της πρότασης είναι η δομική αμφισημία.
a)
Afterwards, the Bishop walked among the pilgrims eating their picnic lunches.
b) Η Μαρία είδε το κορίτσι και έκλαιγε.
Σε αυτή την περίπτωση η αιτία της αμφισημίας είναι συντακτική: ο ακροατής πρέπει να αποφασίσει αν ήταν ο επίσκοπος ή οι προσκυνητές που έτρωγαν καθώς και αν έκλαιγε η Μαρία ή το κορίτσι.
1.3.4
Αλληλεπίδραση έννοιας, αναφοράς και
δομής
Προηγουμένως έδωσα παραδείγματα όπου η αμφισημία προκαλείται από μεμονωμένες περιπτώσεις αμφισημίας εννοίας, αναφοράς, ή δομής. Πολύ συχνά, φυσικά, όλα αυτά προκύπτουν μαζί, συνεμφανίζονται.
Στο διάδρομο έξω από το γραφεί μου, βρήκα κάποτε ένα κομμάτι χαρτόνι στο οποίο κάποιος είχε γράψει OUT OF ORDER με μεγάλα γράμματα. Τώρα, από τη γνώση μου για την αγγλική γλώσσα (δηλ. από την αφηρημένη γλωσσική μου γνώση/ικανότητα), γνωρίζω ότι η έκφραση out of order έχει μια γκάμα πιθανών εννοιών, συμπεριλαμβανομένων των εξής: not in the correct sequence (σε λάθος σειρά, π.χ. για τα βιβλία σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης), not permissible (ανεπίτρεπτο, απαγορεύεται, π.χ. για μια παρέμβαση σε μια συνεδρίαση) και not working (χαλασμένο, π.χ., για ένα μηχάνημα). Η γνώση που έχω για τον κόσμο (και που σε αυτήν την περίπτωση περιλαμβάνει γνώση για το είδος των πραγμάτων που οι άνθρωποι στο τμήμα μου βάζουν συνήθως ανακοινώσεις) μου έλεγε ότι η τελευταία έννοια ήταν κατά πολύ πιθανότερη των άλλων, κι έτσι υπέθεσα ότι ο γράφων προειδοποιούσε κάποιον ότι κάτι δεν λειτουργεί. Η απόδοση αναφοράς—καθορισμός του αντικειμένου αναφοράς σε αυτήν την περίπτωση—ήταν σαφώς δυσκολότερη υπόθεση. Αποφάσισα ότι το σημείωμα πρέπει να αναφέρεται σε ένα μηχάνημα στο διάδρομο όπου το είχα βρει, αλλά υπήρχαν αρκετές υποψήφιες μηχανές συμπεριλαμβανομένων μιας μηχανής του καφέ, ενός εκτυπωτή laser και ενός φωτοτυπικού. Επιπλέον, δεδομένου ότι δεν είχα ιδέα πότε γράφτηκε το σημείωμα και αν είχε πέσει από τη μηχανή ή το είχε βγάλει κάποιος επίτηδες, δεν είχα κανέναν τρόπο να μάθω εάν η προειδοποίηση ίσχυε ακόμη ή όχι.
Αργότερα, ανακάλυψα ότι η αρχική μου υπόθεση ήταν λανθασμένη. Μια ομάδα φοιτητών προσπαθούσε να βάλει μερικές εκατοντάδες πτυχιακές εργασίες σε χρονολογική και αλφαβητική σειρά. Το σημείωμα που βρήκα είχε πέσει από μια στοίβα χειρογράφων που δεν είχαν ξεδιαλεχτεί ακόμα. Από αυτή την περίπτωση μπορούμε να αρχίσουμε να κατανοούμε ότι η διαδικασία της απόδοσης έννοιας και αναφοράς είναι συχνά αλληλοεξαρτώμενες: αν δεν ξέρεις το αντικείμενο αναφοράς μιας λέξης, ίσως να μην είσαι σε θέση να βρεις την έννοιά της και, αντίθετα, εάν δεν ξέρεις την έννοια μιας λέξης ή φράσης είναι δυσκολότερο να βρεις σε τι αναφέρεται.
Ο Brian
Redhead, γνωστός σχολιαστής του ραδιοφώνου,
συζητούσε με τον Sir Geoffrey
Howe (τον
τότε Υπουργό Εξωτερικών) σχετικά με την
απροθυμία των εταίρων της Βρετανίας στην
ΕΟΚ να υποστηρίξουν την βρετανική πρόταση
για επιβολή κυρώσεων στη Συρία:
Was
it because the EEC men were not all there?
Η έκφραση not all there είναι δομικά αμφίσημη, καθώς μπορεί να αναλυθεί είτε ως επιρρηματικός είτε ως επιθετικός προσδιορισμός. Αναλύοντάς την σαν επίρρημα έχει τη σημασία απών (από τις συνομιλίες), ενώ αναλύοντάς το σαν επιθετικό προσδιορισμό έχει την έννοια τρελός.
1.3.5
Αμφισημία και προθετικότητα
Τα παραδείγματα αμφισημίας εννοίας, αναφοράς και δομής στο επιφανειακό επίπεδο (στην επιφανειακή δομή) είναι πολλά. Όπως παρατηρεί ο Corder (1981: 39):
Οι καλοσχηματισμένες [γραμματικές] προτάσεις που παράγουν οι ιθαγενείς ομιλητές είναι γενικά αμφίσημες όταν τις συναντούμε εκτός συμφραζομένων.
Σχετικά λίγες αμφίσημες προτάσεις είναι γνήσια παραπλανητικές όταν τις ερμηνεύουμε στα συμφραζόμενά τους, αν και τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι. Το παρακάτω παράδειγμα, που διάβασα σε μια πινακίδα δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό του Lancaster, μπορεί, γενικά, να μην προκαλεί καμία σύγχυση, αλλά έτσι συνέβη στο ιστορικό συμφραζόμενο της ημέρας που το είδα (ήταν η ημέρα των γάμων του Πρίγκιπα της Υόρκης):
Flags 2’ x 2’.
11.50 per dozen
Delivery free.
Ίσως να μην ανακάλυπτα ποτέ ότι η λέξη flags (συνήθως με την έννοια ‘σημαίες’) εδώ αναφέρεται σε flagstones (πέτρες, πλάκες οδόστρωσης, κλπ.) εάν δεν είχα αναρωτηθεί για ποιο λόγο να χρειάζεται κανείς να του πάνε τις σημαίες στο σπίτι, ακόμη κι αν πρόκειται για μεγάλη παραγγελία.
Οι αμφίσημες προτάσεις βρίσκονται παντού και μάλιστα με τέτοια μεγάλη συχνότητα ώστε οι ομιλητές σπανίως προσέχουν ότι τα εκφωνήματα είναι αμφίσημα και αδυνατούν να αναγνωρίσουν την αμφισημία ακόμη κι όταν τους γίνεται σαφής εξήγηση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προέρχεται από τον κ. Cyril Smith, που εκείνη την εποχή ήταν βουλευτής των φιλελευθέρων στο Rochdale και ένας άνθρωπος άμεσα αναγνωρίσιμος σε όλη τη Βρετανία λόγω του ασυνήθιστου πάχους του. Σε μια ραδιοφωνική εκπομπή, ο Smith εξέφρασε τη γνώμη ότι οι ρατσιστικές στάσεις δεν μπορεί να αλλάξουν αλλάζοντας συνειδητά τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε, αλλά ισχυρίστηκε ότι μιλά σαν κάποιος που:
‘…
does a very great deal of work amongst the immigrant population—I had sixteen
of them for lunch at the House of Commons last Tuesday…’
Το ακροατήριο γέλασε τόσο πολύ που ο κ. Smith δεν μπόρεσε να συνεχίσει την κουβέντα για λίγα λεπτά. Αλλά ήταν επίσης ξεκάθαρο ότι δεν μπόρεσε να καταλάβει την αμφισημία των λεγομένων του και θύμωσε πάρα πολύ γιατί το ακροατήριο έμοιαζε να αμφισβητεί την ειλικρίνειά του ως προς το θέμα των μειονοτικών εθνοτικών ομάδων.
Είπα ότι, γενικά, κάθε ομιλητής επιδιώκει μόνο μία σημασία εκφωνήματος, αλλά υπάρχουν εξαιρέσεις και η πιο προφανής είναι ο λογοτεχνικός λόγος (πρωτίστως η ποίηση) ή και τα αστεία/ανέκδοτα. Αλλά μπορούμε να βρούμε παραδείγματα, κι εκτός αυτών των ειδών, όπου δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε την πρόθεση του ομιλητή χωρίς να καταλάβουμε ταυτόχρονα και τις δύο σημασίες. Τα παραδείγματα 19 και 20 είναι αποσπάσματα από έναν λόγο που εκφώνησε η βουλευτής Glenda Jackson:
Σε αυτό το απόσπασμα, η κ. Jackson αναφερόταν στην επιθυμία που εξέφρασε
ο τότε πρωθυπουργός John Major να κάνει τη Βρετανία μια
αταξική κοινωνία (‘a classless
society’).
‘They
call it a “classless society”. And it is classless. There are no classes for
the children turned away for the lack of a qualified teacher. There are no
classes for 200,000 children denied nursery places. And there is certainly no
class in a government that for the last decade has sold our children and our
future short.’
Στο δεύτερο απόσπασμα συζητούσε την εκπαίδευσή της σε ένα δημόσιο σχολείο και αργότερα στην Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης:
‘And
forty years later I stand here addressing conference. Yet without state
education it’s doubtful I’d be addressing envelopes.’
Το τελευταίο μου παράδειγμα εσκεμμένης αμφισημίας είναι παρμένο από την εκπομπή Money Programme. Για άλλη μια φορά, ο ακροατής δεν μπορεί να καταλάβει εντελώς την πρόθεση του ομιλητή χωρίς να φέρει ταυτόχρονα και τις δύο έννοιες της λέξης bank στο μυαλό του.
Ο ομιλητής αναφέρεται στην
ελβετική πόλη Γενεύη:
‘It’s
a city where “The banks along the river” has a different meaning from usual.’
1.4
Σημασία εκφωνημάτων: Το πρώτο επίπεδο
σημασίας του ομιλητή
Όταν έχουμε πλέον επιλύσει κάθε αμφισημία εννοίας, αναφοράς και δομής—όταν έχουμε δηλαδή περάσει από την αφηρημένη σημασία (αυτό που μια πρόταση μπορεί θεωρητικά να σημαίνει) σε αυτό που ο συγκεκριμένος ομιλητής πραγματικά εννοεί με αυτά τα λόγια σε μια συγκεκριμένη περίσταση—έχουμε πια φτάσει στη συμφραστική σημασία ή σημασία του εκφωνήματος. Η σημασία του εκφωνήματος μπορεί να οριστεί ως «ο συνδυασμός μιας πρότασης με ένα συμφραζόμενο» Gazdar (1979) και αποτελεί το πρώτο συστατικό της σημασίας του ομιλητή.
1.4.1
Η σπουδαιότητα της σημασίας του
εκφωνήματος
Μπορεί να νιώθετε, και με το δίκιο σας, ότι (εκτός κι αν είναι κανείς ντετέκτιβ) στην καθημερινή επικοινωνία οι άνθρωποι δεν στύβουν το μυαλό τους και τις ερμηνευτικές τους ικανότητες προσπαθώντας να καθορίσουν την έννοια και την αναφορά των όσων λέγονται. Παρότι είναι σίγουρο ότι η πλειοψηφία των προτάσεων, εκτός συμφραζομένων, είναι, τουλάχιστον από τη μεριά του ακροατή, πιθανόν πολλαπλά αμφίσημες, στην πραγματική ζωή σπάνια δυσκολευόμαστε να τις ερμηνεύσουμε σωστά στα συμφραζόμενά τους. Μάλιστα, τις πιο πολλές φορές, δεν καταφέρνουμε καθόλου να προσέξουμε την όποια αμφισημία έννοιας και αναφοράς, εκτός κι αν συμβεί παρεξήγηση ή εκτός κι αν η προσοχή μας είναι επί τούτου στραμμένη πάνω τους (όπως συμβαίνει με τα αστεία και τα λογοπαίγνια).
Αλλά όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει στο παράδειγμα της δίκης του Demjanjuk, κάποτε προκύπτουν όντως προβλήματα στην απόδοση εννοίας και αναφοράς και υπάρχουν περιπτώσεις όπου η ορθό απόδοση εννοίας και αναφοράς μπορεί να είναι, κυριολεκτικά, ζήτημα ζωής ή θανάτου. Ένα τέτοιο παράδειγμα μπορεί να βρει κανείς στα πρακτικά μιας αμφιλεγόμενης δίκης για φόνο στην Αγγλία που έγινε το 1952. Ένας νέος 19 ετών, ο Derek Bentley κατηγορήθηκε μαζί με τον δεκαεξάχρονο Christopher Craig ότι διέπραξαν το αδίκημα της δολοφονίας αστυνομικού οργάνου (που τότε επέσυρε την ποινή του θανάτου). Δεν υπήρχε διαφωνία για το ότι ο Craig έριξε τον μοιραίο πυροβολισμό· ο Bentley ήταν άοπλος και, μάλιστα, τον είχε ήδη συλλάβει ένας αστυνομικός και τον κρατούσε τη στιγμή του πυροβολισμού. Η υπόθεση κατά Bentley βασιζόταν στον ισχυρισμό ότι είχε φωνάξει, Let him have it, Chris! (που μπορεί να σημαίνει είτε Δώστο το (το όπλο)! είτε Άναψέ του την!). Στη δίκη του Bentley, η πολιτική αγωγή ισχυρίστηκε ότι αυτό σήμαινε Σκότωσε τον αστυνομικό, το οποίο, στη συνέχεια, ερμηνεύτηκε ως «εσκεμμένη προτροπή σε φόνο». Μια εναλλακτική ερμηνεία που προτάθηκε αργότερα προς υπεράσπιση του Bentley ήταν πως το it αναφερόταν στο όπλο, το him στον αστυνομικό και ότι όχι απλά δεν παρότρυνε τον Craig να σκοτώσει τον διώκτη του, αλλά ότι ο Bentley πρότεινε με αυτόν τον τρόπο στον Craig να παραδώσει το όπλο του. Αυτή η δεύτερη ερμηνεία απορρίφθηκε από το δικαστήριο και ο Bentley κρίθηκε ένοχος και απαγχονίστηκε. Ο Craig, που είχε ρίξει τον πυροβολισμό, ήταν ακόμη ανήλικος και του επιβλήθηκε μόνο ποινή επιτήρησης.
Είναι γενικά αλήθεια ότι τα δικαστήρια (τουλάχιστον στη Βρετανία) δείχνουν εξαιρετική απροθυμία να λάβουν υπόψη τους οτιδήποτε πέρα από τη σημασία του λεξικού για συγκεκριμένες εκφράσεις. Μια πηγή μεγάλης ενόχλησης για μένα αποτελούν οι λεγόμενοι «εδικοί μάρτυρες» σε νομικές υποθέσεις που αφορούν τη χρήση υβριστικής (και συχνά ρατσιστικής) γλώσσας ή γλωσσικής κακοποίησης. Σε τέτοιες περιπτώσεις η υπεράσπιση καλεί σταθερά στο δικαστήριο κάποιον φιλόλογο που καταθέτει, π.χ., ότι το να φωνάξει κανείς Bollocks! δεν είναι προσβλητικό γιατί «σημαίνει» little balls.[2] Σε μια άλλη περίπτωση δίκης, ο κατηγορούμενος βαρύνονταν με τέσσερις αξιόποινες πράξεις που διέπραξε κατά του ιδιοκτήτη ενός κινέζικου εστιατορίου. Μια από αυτές ήταν ότι αποκάλεσε τον εστιάτορα Chinky bastard (πρβλ. κιτρινιάρη μπάσταρδο), αλλά απορρίφθηκε γιατί ένας «ειδικός» κατέθεσε ότι η έκφραση «σημαίνει» wandering parentless child traveling through the Ching Dynasty (περιπλανώμενο ορφανό παιδί που ταξιδεύει στην Δυναστεία των Τσινγκ) και άρα σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί προσβολή. Τα δικαστήρια φαίνεται πως αδυνατούν να καταλάβουν ότι η αρχική λεξική σημασία μιας γλωσσικής έκφρασης δεν αποτελεί καλό οδηγό για την πρόθεση ενός ομιλητή όταν την χρησιμοποιεί.
1.5
Ισχύς: Το δεύτερο επίπεδο της σημασίας
του ομιλητή
Προηγουμένως είδαμε ότι υπήρξε
μια κρίσιμη διαφωνία σχετικά με τη σημασία
των λεγομένων του Bentley
(τη σημασία εκφωνήματος). Πιο σημαντικά,
όμως, υπήρξε διαφωνία σχετικά με την πρόθεση
του όταν χρησιμοποίησε το εκφώνημα:
παρότρυνε, άραγε ο Bentley
τον Craig να
διαπράξει φόνο ή του συνέστησε να παραδοθεί;
Ο ψυχολόγος Miller
(1974) ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που
κατέδειξε τη σπουδαιότητα αυτού του
επιπέδου ανάλυσης:
Τις περισσότερες φορές που παρεξηγούμε άλλους ανθρώπους, αυτό δεν οφείλεται στην ανικανότητα μας να τους ακούσουμε ή να αναλύσουμε τις προτάσεις τους ή να κατανοήσουμε τις λέξεις που χρησιμοποιούν… Μια πολύ σημαντικότερη πηγή δυσκολίας στην επικοινωνία είναι ότι συχνά δεν καταφέρνουμε να καταλάβουμε την πρόθεση του ομιλητή.
Αμέσως παρακάτω θα εξετάσουμε πώς συνδέονται μεταξύ τους η σημασία εκφωνήματος και η ισχύς, τα δύο συστατικά της σημασίας του ομιλητή. Υπάρχουν τέσσερις πιθανότητες ως προς την κατανόηση της σημασίας του εκφωνήματος και της ισχύος τις οποίες και θα δούμε στα υποκεφάλαια 1.5.1-1.5.4.
1.5.1
Κατανόηση και της σημασίας εκφωνήματος
και της ισχύος
Η περίπτωση κατά την οποία καταλαβαίνουμε τόσο τη σημασία εκφωνήματος όσο και την ισχύ είναι πιθανόν η συνηθέστερη των περιπτώσεων. Αυτό το είδαμε στο παράδειγμα 1, όπου, παρότι η πρόταση What’s wrong with the cat? είναι αμφίσημη, πρακτικά οι ομιλητές δεν είχαν πρόβλημα να καταλάβουν τι εννοεί ο ομιλητής. Εκεί η λέξη cat σημαίνει cat-o’-nine-tails και η πρόθεση του ομιλητή ήταν να υποστηρίξει την επιστροφή της σωματικής τιμωρίας ως νομικής κύρωσης.
1.5.2
Κατανόηση της σημασίας εκφωνήματος
αλλά όχι της ισχύος
Η δεύτερη πιο συνηθισμένη κατάσταση είναι μάλλον η περίπτωση κατά την οποία καταλαβαίνουμε τη σημασία του εκφωνήματος ενός ομιλητή, αλλά όχι την ισχύ του. Αυτό φαίνεται καλά σε ένα άρθρο για τον τραγουδιστή Barry Manilow, όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στο αίσθημα ανασφάλειας του τραγουδιστή. Ο Manilow αναφέρει σε μια συνέντευξη ότι κάποτε συνάντησε το ίνδαλμά του, τον Bob Dylan, και εκείνος του είπε Συνέχισε να κάνεις αυτό που κάνεις (Don’t stop doing what you’re doing). Δεν ήταν η σημασία του εκφωνήματος που δημιούργησε προβλήματα στον Manilow αλλά αυτό που εννοούσε ο Dylan με αυτά τα λόγια. Ήταν άραγε σαρκαστικός, ειλικρινής, ή κολακευτικός προς τον Manilow; Όπως παρατήρησε ο Miller, αυτό είναι το επίπεδο επικοινωνίας που συχνά είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουμε.
1.5.3
Κατανόηση της ισχύος αλλά όχι της
σημασίας εκφωνήματος
Το να καταλάβουμε την ισχύ αυτού που λέγεται χωρίς να καταλάβουμε τη σημασία εκφωνήματος είναι μάλλον σπανιότερο, αλλά συμβαίνει. Στο παράδειγμα 8 είδαμε ότι παρότι ο Αlan δεν καταφέρνει να καταλάβει το ακριβές νόημα της λέξης chased, παρόλα αυτά καταλαβαίνει την ισχύ του εκφωνήματος της φίλης του—η φίλη του επαινεί τον πατέρα της. Εδώ δίνω άλλα δύο παραδείγματα, το πρώτο το άκουσα την πρώτη μέρα που έφτασα στην Αυστραλία από έναν άνδρα που με πήγε στο εστιατόριο του πανεπιστημίου. Το δεύτερο το άκουσα στις ΗΠΑ και το είπε μια έφηβη σε μια φίλη της η οποία ήταν σε πανικό:
It’s
my shout.
Don’t
have a cow!
Ποτέ δεν είχα συναντήσει αυτές τις ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σε κάθε περίπτωση τα συμφραζόμενα και οι περιστάσεις ήταν τέτοιες ώστε η επιδιωκόμενη ισχύς ήταν απολύτως σαφής. Το πρώτο σήμαινε Κερνάω εγώ ή Θα πληρώσω εγώ και σαφώς ενείχε ισχύ προσφοράς· το δεύτερο ήταν αντίστοιχο του Μην τρελένεσαι! και ήταν συμβουλή.
1.5.4
Αποτυχία κατανόησης τόσο της σημασίας
εκφωνήματος όσο και της ισχύος
Ένας ακροατής που αποτυγχάνει να κατανοήσει σωστά (ή και καθόλου) τη σημασία του εκφωνήματος μπορεί να μην καταλάβει την ισχύ που είχε πρόθεση να επικοινωνήσει ο ομιλητής. Κάποτε βρέθηκα σε ένα συνέδριο με Αμερικανούς και Βρετανούς γλωσσολόγους που συζητούσαν για τη δουλειά μιας συναδέλφου που δεν ήταν παρούσα. Ο ομιλητής Α (Βρετανός) είπε:
‘Her
work has become very popular.’
(Η δουλειά της έχει γίνει πολύ δημοφιλής)
Ήξερα ήδη τι πίστευε για το συγκεκριμένο βιβλίο και ερμήνευσα σωστά τη λέξη popular (δημοφιλές) ως μη-ακαδημαϊκό. Συνεπώς ερμήνευσα σωστά την επιδιωκόμενη ισχύ του εκφωνήματος ως κριτική. Οι Αμερικανοί συμφώνησαν πως το βιβλίο ήταν όντως δημοφιλές, αλλά ερμήνευσαν τη λέξη popular ως κάτι που γίνεται ευρέως αποδεκτό/έχει μεγάλη επιτυχία. Συνεπώς παρερμήνευσαν την επιδιωκόμενη ισχύ του εκφωνήματος ως έπαινο.
Και πάλι στις ΗΠΑ άκουσα κάποτε μια γυναίκα να λέει σε μιαν άλλη:
‘He
says now I’m well down my personal corridor.’
[Κατά λέξη: ‘(Αυτός) λέει ότι τώρα είμαι για τα καλά στον προσωπικό μου διάδρομο.’]
Δεν είχα ιδέα τι εννοούσε με την έκφραση personal corridor και, καθώς δεν ήξερα αν το να είναι κανείς εκεί για τα καλά είναι καλό ή κακό πράγμα, μου ήταν εντελώς αδύνατο να αποδώσω ισχύ σε αυτό το εκφώνημα.
1.5.5
Η διαπλοκή σημασίας εκφωνήματος και
ισχύος
Είδαμε, λοιπόν, ότι υπάρχουν δύο συστατικά της σημασίας του ομιλητή—σημασία εκφωνήματος και ισχύς. Συχνά (αλλά όχι σταθερά) συνάγουμε την ισχύ από τη σημασία εκφωνήματος αλλά μπορούμε, για παράδειγμα, να χρησιμοποιήσουμε παραγλωσσικά χαρακτηριστικά (όπως ο επιτονισμός ή ο τόνος της φωνής) ή και μη γλωσσικά χαρακτηριστικά (όπως οι χειρονομίες) προκειμένου να καταλάβουμε την επιδιωκόμενη ισχύ. Ή μπορεί να επικεντρωθούμε κυρίως ή και αποκλειστικά στα συμφραζόμενα (όπως στο παράδειγμα 8). Από την άλλη μεριά, εάν δεν καταφέρουμε να κατανοήσουμε τη σημασία εκφωνήματος (όπως στο παράδειγμα 25), μπορεί επίσης να μην καταλάβουμε την ισχύ· ή εάν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε για τη σημασία εκφωνήματος (π.χ. παράδειγμα 18), είναι απίθανο να συμφωνήσουμε με κάποιον για την επιδιωκόμενη ισχύ του εκφωνήματος. Από αυτά μπορούμε να δούμε ότι τα δύο συστατικά της σημασίας του ομιλητή είναι στενά συνδεδεμένα, αλλά διακριτά μεταξύ τους και θα ήταν λάθος να τα ταυτίζουμε ή να τα συγχέουμε. Είναι ακριβώς αυτό το λάθος που επεσήμανα στο υποκεφάλαιο 1.2.
1.6
Ορισμοί της πραγματολογίας (επανεξέταση)
Είναι ιδιαίτερα εύκολο, δεδομένων των όσων ξέρουμε πια σήμερα, να επισημαίνουμε τυχόν ανεπάρκεια των παλαιότερων προσεγγίσεων στη μελέτη της πραγματολογίας. Στη συζήτηση που ακολουθεί είναι βασικό να έχουμε κατά νου ότι οι «πρωτοπόροι» στο χώρο της πραγματολογίας αντέδρασαν σε μια προσέγγιση της γλωσσολογίας που έτεινε έντονα προς την αφηρημένη σημασία παρά στο σημασία εν χρήσει. Αλλά οι επιστήμες εξελίσσονται και οι ορισμοί, οι θεωρίες και ο μεθοδολογία μας πρέπει επίσης να αλλάξουν προκειμένου να ανταποκριθούν σε τυχόν νέα ενδιαφέροντα και στοιχεία.
1.6.1
Η σημασία του ομιλητή
Στο 1.2 άσκησα κριτική στο ότι ο όρος «σημασία του ομιλητή» συσκοτίζει το γεγονός ότι υπάρχουν δύο όψεις ή επίπεδα σημασίας του ομιλητή—σημασία και ισχύς του εκφωνήματος. Υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους οι συγγραφείς οι οποίοι, σαφώς ή εμμέσως, χρησιμοποίησαν αυτόν τον ορισμό δε χρειάστηκε ή δε θέλησαν να κάνουν αυτή τη διάκριση. Κατ’ αρχή, (και λογικά, δεδομένης της γλωσσολογικής προσέγγισης προς την οποία αντιδρούσαν), αυτή η ομάδα συγγραφέων ενδιαφερόταν ουσιαστικά μόνο για το δεύτερο επίπεδο—την ισχύ του εκφωνήματος—και για τους παράγοντες (κυρίως τους κοινωνικούς) που οδηγούν έναν ομιλητή να διαμορφώσει το εκφώνημά του με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Για παράδειγμα, τους ενδιέφερε το γιατί ένας ομιλητής μπορεί να χρησιμοποιήσει έναν έμμεσο αντί για έναν άμεσο τύπο παράκλησης, παραπόνου, κριτικής, κλπ. Δεύτερον—κι αυτό τώρα μοιάζει μια μάλον σοβαρή αδυναμία της προσέγγισής τους—αυτή η ομάδα συγγραφέων ενδιαφερόταν πρωτίστως ή και αποκλειστικά για την πρόθεση του ομιλητή και εστίασε στον ομιλητή ή τον παραγωγό λόγου αποκλείοντας σχεδόν τον ακροατή ή δέκτη του λόγου. Πρέπει να είναι πια προφανές ότι για τον ομιλητή σπανίως υπάρχει αμφισημία εννοίας, αναφοράς ή δομής. Π.χ., ο άνθρωπος που έγραψε out of order στο σημείωμα που βρήκα ήξερε ακριβώς τι εννοούσε. Για εκείνον ή εκείνη δεν υπήρχε καμία αμφισημία· η αμφισημία υπήρξε μόνο για μένα, την αναγνώστρια.
1.6.2
Ερμηνεία εκφωνημάτων
Αντίθετα, η ευρεία γνωσιακή προσέγγιση, που υιοθετήθηκε από εκείνους που λειτουργούν με τον ορισμό της πραγματολογίας ως ερμηνείας εκφωνημάτων, εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στη διαδικασία ερμηνείας από την πλευρά του ακροατή. Αυτή η προσέγγιση όντως μοιάζει να μπορεί να προσφέρει μια μάλλον καλή εξήγηση της αποσαφήνισης στο πρώτο επίπεδο. Αλλά η εστίασή τους στον τρόπο με τον οποίο οι ακροατές καταλήγουν σε μια συγκεκριμένη ερμηνεία συνοδεύεται από μιαν άρνηση να συνυπολογίσουν τους κοινωνικούς περιορισμούς που διέπουν την παραγωγή εκφωνημάτων, κι αυτό είναι που περιορίζει δραστικά την ερμηνευτική δύναμη της εξήγησής τους στο δεύτερο επίπεδο. Είναι σαφώς δυσκολότερο να ερμηνεύσεις την ισχύ του εκφωνήματος ενός ατόμου, εάν καθόλου δε σε απασχολεί γιατί μιλάει με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
1.6.3
Πραγματολογία: Η σημασία στην
διεπίδραση
Σε αυτό το βιβλίο θα κατευθυνθώ προς έναν ορισμό της πραγματολογίας ως σημασίας στη διεπίδραση. Αυτό αντνακλά την άποψη ότι η σημασία δεν είναι κάτι που είναι εγγενές στις λέξεις από μόνες τους, ούτε και παράγεται μόνο από τον ομιλητή ή μόνο από τον ακροατή. Η δημιουργία σημασίας είναι δυναμική διαδικασία, που συνεπάγεται διαπραγμάτευση της σημασίας μεταξύ ομιλητή και ακροατή, συμφραζομένων του εκφωνήματος (φυσικών, κοινωνικών και γλωσσικών) και την εν δυνάμει σημασία ενός εκφωνήματος.
Πρόσφατα βρέθηκα ως εξωτερική εξετάστρια σε ένα άλλο πανεπιστήμιο. Μέλη του διδακτικού προσωπικού από ορισμένα διαφορετικά τμήματα είχαν μαζευτεί για μια συνέλευση όταν ένας, χαιρετώντας κάποιον που δεν είχε δει για καιρό, είπε: Τι γίνεται, Scott? Τώρα το δυναμικό σημασίας αυτού του εκφωνήματος δεν είναι απεριόριστο. Για παράδειγμα, οι ίδιες οι λέξεις δε θα μπορούσαν λογικά να ερμηνευθούν ως πρόσκληση σε γεύμα, ή ως μια παράκληση για να μου ταίσει κάποιος το χρυσόψαρο ή ως πρόταση γάμου. Και στο συγκεκριμένο συμφραζόμενο μιας συνέλευσης εξεταστικής επιτροπής, με τους σαφείς κοινωνικούς της περιορισμούς ως προς τα είδη των ερωτήσεων που θα ήταν κατάλληλο να τεθούν, δε θα ήταν λογικό να ερμηνεύσει ο Scott την ερώτηση ως παράκληση για να μιλήσει μακροσκελώς για την προσωπική του ζωή, τις σωματικές του λειτουργίες, κλπ. (προσέξτε, δε, ότι αυτές θα ήταν απόλυτα λογικές ερμηνείες του ίδιου εκφωνήματος στα πλαίσια—δηλ. στο συμφραζόμενο—μιας συμβουλευτικής θεραπείας ή ενός ιατρικού ραντεβού). Αλλά ακόμη κι όταν αυτές οι ερμηνείες είχαν σαφώς αποκλειστεί, παρέμενε ακόμη μια γκάμα εντελώς λογικών ερμηνειών. Ο ομιλητής θα μπορούσε να επιλέξει να το εκλάβει ως έναν καθαρά φατικό χαιρετισμό, ή ως μια ερώτηση σχετικά με την καινούρια του δουλειά, την έκφραση ανησυχίας για έναν συγκεκριμένο φοιτητή, κλπ. Στην πραγματικότητα, προτίμησε να πει: Πούλησα το σπίτι, και συνέχισαν να συζητούν για λίγη ώρα για τις τιμές των ακινήτων στην περιοχή. Από την γκάμα των πιθανών σημασιών εκφωνήματος και ομιλητή, ο ομιλητής ανέπτυξε ένα θέμα που ήταν κατάλληλο για τις συνθήκες και (σε αυτήν την περίπτωση) αρεστό και στους δύο συμμετέχοντες. Κι αυτό είναι μια αρκετά τυπική κατάσταση πραγμάτων. Όπως θα δούμε αργότερα, είναι σχετικά σπάνιο να διαμορφώσει ένας ομιλητής το εκφώνημά του με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αφήνει στο ακροατή καθόλου χώρο για ελιγμούς.
1.7
Περίληψη
Σε αυτό το κεφάλαιο εξετάσαμε τα σχετικά δυνατά σημεία και αδυναμίες διαφόρων ορισμών της πραγματολογίας (και τις υποθέσεις που προϋποθέτουν αυτοί οι ορισμοί). Θα αναφέρομαι συχνά σε αυτούς τους ορισμούς καθώς εξετάζω την ανάπτυξη της πραγματολογίας στα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου· αλλά στο τέλος του βιβλίου θα παρουσιάσω μια άποψη της πραγματολογίας ως σημασίας στην διεπίδραση, καθώς μια τέτοια άποψη λαμβάνει υπόψη τις διάφορες συνεισφορές του ομιλητή και του ακροατή καθώς και του εκφωνήματος και των συμφραζομένων στη δημιουργία της σημασίας.
[1]
Μετάφραση και προσαρμογή
αποσπάσματος του βιβλίου
της Jenny Thomas (1995) Meaning in Interaction: An Introduction to
Pragmatics, London: Longman από
τον Κ.
Κανάκη.
[2] Ετυμολογικά μπορεί να «σημαίνει» αυτό. Ουσιαστικά όμως, στη σύγχρονη αγγλική η λέξη αναφέρεται στους όρχεις και χρησιμοποιείται (μόνο) ως βρισιά.