ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ
(Presupposition)[1]
Σε περασμένη ενότητα του μαθήματος, όταν μιλήσαμε για την αναφορά (reference), αναφερθήκαμε στην ιδέα ότι οι ομιλητές υποθέτουν πως κάποιες πληροφορίες είναι ήδη γνωστές στους ακροατές τους. Ακριβώς επειδή θεωρούνται δεδομένες, αυτές οι πληροφορίες γενικά δεν δηλώνονται ρητά και κατά συνέπεια υπολογίζονται σαν κάτι που επικοινωνείται ή μεταδίδεται αλλά δεν λέγεται ρητά. Οι τεχνικοί όροι προϋπόθεση και συνεπαγωγή χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν δύο διαφορετικές πλευρές αυτού του είδους πληροφορίας.
Αρχίζοντας τη συζήτησή μας αξίζει να σημειώσουμε ότι στο παρελθόν η προϋπόθεση και η συνεπαγωγή θεωρούνταν πολύ πιο κεντρικά θέματα στην πραγματολογία από ότι σήμερα. Σε πιο πρόσφατες προσεγγίσεις, υπάρχει λιγότερο ενδιαφέρον για την τεχνική συζήτηση που συνδέεται με τη λογική ανάλυση αυτών των φαινομένων. Όμως, αν δεν κάνουμε μια μικρή εισαγωγή σε αυτό το είδος ανάλυσης, είναι πολύ δύσκολο να καταλάβουμε πως αναπτύχθηκε η σχέση της σημασιολογίας με την πραγματολογία όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Το υλικό αυτής της ενότητας είναι σχεδιασμένο για να μας οδηγήσει στη διαδικασία ανάλυσης κάποιων πτυχών της μη δηλωμένης, της «αόρατης» σημασίας. Ας αρχίσουμε ορίζοντας τις έννοιες που θα χρησιμοποιήσουμε.
Η προϋπόθεση είναι κάτι που ο ομιλητής υποθέτει ότι ισχύει (είναι γεγονός ή δεδομένο) πριν παράγει ένα εκφώνημα. Οι ομιλητές είναι αυτοί που εκφράζουν ή έχουν προϋποθέσεις και όχι οι προτάσεις. Η συνεπαγωγή είναι κάτι που προκύπτει ή ακολουθεί λογικά από τα όσα δηλώνονται στο εκφώνημα. Προσέξτε ότι η συνεπαγωγή είναι ιδιότητα των προτάσεων και όχι των ομιλητών.
Μπορούμε να δούμε μερικές από τις πληροφορίες που είναι πιθανόν να θεωρούνται δεδομένες στο εκφώνημα (1):
(1) Ο αδερφός της Μαίρης αγόρασε τρία άλογα.
Κατά την παραγωγή του εκφωνήματος (1), αναμένουμε ότι ο ομιλητής υπό κανονικές συνθήκες προϋποθέτει ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που λέγεται Μαίρη και ότι η Μαίρη έχει έναν αδερφό. Ο ομιλητής μπορεί επίσης να έχει κατά νου τις πιο συγκεκριμένες προϋποθέσεις ότι η Μαίρη έχει μόνο έναν αδελφό και ότι εκείνος έχει πολλά λεφτά. Όλες αυτές οι προϋποθέσεις είναι του ομιλητή και μπορεί μάλιστα να είναι όλες τους λανθασμένες. Η πρόταση στο (1) μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι έχει τις συνεπαγωγές ότι ο αδελφός της Μαίρης αγόρασε κάτι, ότι αγόρασε τρία ζώα, ότι αγόρασε δύο άλογα, ότι αγόρασε ένα άλογο, και πολλές άλλες παρόμοιες λογικές συνέπειες. Αυτές οι συνεπαγωγές προκύπτουν από την πρόταση, ασχέτως με το αν όσα πιστεύει ο ομιλητή είναι στην πραγματικότητα σωστά ή λανθασμένα. Οι συνεπαγωγές μεταδίδονται χωρίς να λέγονται ρητά. Επειδή όμως η συνεπαγωγή είναι φαινόμενο λογικής φύσης, γενικά δεν συζητείται στη σύγχρονη πραγματολογία τόσο όσο η έννοια της προϋπόθεσης που εξαρτάται από τον ομιλητή.
Πολλοί γλωσσολόγοι συζητώντας την έννοια της προϋπόθεσης την χειρίζονται ως σχέση μεταξύ δύο λογικών προτάσεων (αποφάνσεων). Αν θεωρήσουμε ότι η πρόταση (2α) περιέχει την απόφανση p και ότι η πρόταση στο (2β) περιέχει την απόφανση q, τότε χρησιμοποιώντας το σύμβολο >> για την έννοια «προϋποθέτει», μπορούμε να αναπαραστήσουμε τη σχέση τους όπως στο (2γ):
(2) α. Ο σκύλος της Μαίρης είναι χαριτωμένος. (= p)
β. Η Μαίρη έχει ένα σκύλο.
(= q)
γ. p >> q
Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε το εξής, όταν παράγουμε το αντίθετο της πρότασης στο (2α) χρησιμοποιώντας άρνηση (= ΟΧΙ p), όπως στο (3α), βλέπουμε ότι περιέργως η σχέση της προϋπόθεσης δεν αλλάζει. Δηλαδή, η ίδια απόφανση q, που επαναλαμβάνεται εδώ στο (3β), συνεχίζει να προϋποτίθεται από το ΟΧΙ p, όπως βλέπουμε στο (3γ):
(3) α. Ο σκύλος της Μαίρης δεν είναι χαριτωμένος. (= ΟΧΙ p)
β. Η Μαίρη έχει
ένα σκύλο.
(= q)
γ. OXI p >> q
Αυτή η ιδιότητα της προϋπόθεσης περιγράφεται γενικά ως σταθερότητα υπό άρνηση. Ουσιαστικά, σημαίνει ότι η προϋπόθεση μιας δήλωσης παραμένει σταθερή (δηλ. θα συνεχίσει να είναι ισχύει ή να είναι αληθής) ακόμη κι όταν αρνηθούμε αυτή τη δήλωση. Για να δούμε ακόμη ένα παράδειγμα, σκεφτείτε μια περίπτωση όπου διαφωνείτε με κάποιον (χρησιμοποιώντας άρνηση, όπως στο (4β)) ο οποίος έχει ήδη κάνει τη δήλωση στο (4α):
(4) α. Όλοι ξέρουν ότι ο Γιάννης είναι κλέφτης. (= p)
β. Δεν ξέρουν όλοι ότι ο Γιάννης είναι κλέφτης. (= ΟΧΙ p)
γ. Ο Γιάννης είναι
κλέφτης.
(= q)
δ. p >> q & OXI p >> q
Παρατηρήστε ότι παρότι οι δύο ομιλητές διαφωνούν για την αλήθεια της απόφανσης p (δηλ. της δήλωσης στο (4α)), και οι δύο παίρνουν ως δεδομένη την αλήθεια της q (δηλ. του 4γ) όταν κάνουν τις δηλώσεις τους. Η απόφανση q, όπως φαίνεται στο (4δ), προϋποτίθεται και από την p και από την ΟΧΙ p, παραμένοντας έτσι σταθερή υπό άρνηση.
Στην ανάλυση του τρόπου με τον οποίο συνήθως εκφράζονται τα όσα θεωρούν δεδομένα οι ομιλητές, η προϋπόθεση έχει συνδεθεί με τη χρήση ενός μεγάλου αριθμού λέξεων, φράσεων και γραμματικών δομών. Εδώ θα θεωρήσουμε αυτούς τους γλωσσικούς τύπους ως δείκτες ενδεχόμενων προϋποθέσεων, οι οποίες μπορούν να γίνουν πραγματικές προϋποθέσεις μόνο όταν απαντούν σε συμφραζόμενα με πραγματικούς ομιλητές.
Όπως είδαμε στα παραδείγματα (1) ως (3), η κτητική δομή (π.χ. Ο σκύλος της Μαίρης) στα ελληνικά συνδέεται με μια προϋπόθεση ύπαρξης. Η υπαρκτική προϋπόθεση δεν περιορίζεται όμως στις κτητικές δομές (π.χ. «το αυτοκίνητό σου» >> «έχεις ένα αυτοκίνητο»), αλλά εμφανίζεται γενικότερα σε κάθε οριστική ονοματική φράση (δηλ. οριστικό άρθρο + όνομα). Χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε από τις εκφράσεις στο (5), ο ομιλητής θεωρείται ότι πιστεύει στην ύπαρξη των οντοτήτων που κατονομάζονται. Η οριστική αναφορά δηλ. δεσμεύει τον ομιλητή ως προς την ύπαρξη της οντότητας στην οποία αναφέρεται.
(5) Ο βασιλιάς της Σουηδίας, η γάτα, το κορίτσι της διπλανής πόρτας, το θρανίο...
Θα ασχοληθούμε με τη βάση των υπαρκτικών προϋποθέσεων αργότερα, αλλά πρώτα θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι είδαμε ένα διαφορετικό τύπο προϋπόθεσης στο (4). Στο (4), το ρήμα «ξέρω» προκύπτει στη δομή «Όλοι ξέρουν ότι q», όπου το q προϋποτίθεται. Η προϋποτιθέμενη πληροφορία που ακολουθεί ένα ρήμα όπως το «ξέρω» μπορεί να θεωρηθεί γεγονός και περιγράφεται με τον όρο γεγονοτική προϋπόθεση. Υπάρχουν κι άλλα ρήματα όπως το «αντιλαμβάνομαι», το «καταλαβαίνω» ή το «συνειδητοποιώ» στο (6α), το «μετανιώνω» στο (6β) και το «χαίρομαι» ή «λυπάμαι» στο (6γ), καθώς και φράσεις όπως «είναι περίεργο», «είναι κρίμα» στο (6δ) που έχουν γεγονοτικές προϋποθέσεις.
(6) α. Δεν αντιλήφθηκε ότι ήταν άρρωστος. (>> Ήταν άρρωστος)
β. Ματανιώνω που του το είπα. (>> Του το είπα)
γ. Χαίρομαι που τέλειωσε. (>>Τέλειωσε)
δ. Δεν είναι περίεργο που έφυγε νωρίς. (>> Έφυγε νωρίς)
ε. Δεν συνειδητοποίησα ότι ήταν παντρεμένη (>>Ήταν παντρεμένη)
Υπάρχουν επίσης ορισμένοι άλλοι γλωσσικοί τύποι που μπορούμε να τους αναλύσουμε καλύτερα ως πηγές λεξικής προϋπόθεσης. Γενικά μιλώντας, στη λεξική προϋπόθεση, η χρήση ενός τύπου με τη δηλούμενη σημασία του ερμηνεύεται συμβατικά με την προϋπόθεση ότι καταλαβαίνει κανείς μια άλλη σημασία η οποία δεν δηλώνεται. Π.χ., κάθε φορά που λέμε ότι κάποιος «(τα) κατάφερε» η δηλούμενη σημασία είναι ότι αυτός ο άνθρωπος πέτυχε κάτι με κάποιον τρόπο. Όταν λέμε ότι κάποιος «δεν (τα) κατάφερε», η δηλούμενη σημασία είναι ότι δεν πέτυχε. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, υπάρχει η προϋπόθεση (που δεν δηλώνεται) ότι ο άνθρωπος αυτός «προσπάθησε» να κάνει κάτι. Έτσι, το «(τα) κατάφερε» ερμηνεύεται συμβατικά ως ένας τύπος που δηλώνει ότι κάποιος «πέτυχε» και ταυτόχρονα προϋποθέτει ότι «προσπάθησε». Άλλα παραδείγματα που αφορούν συγκεκριμένα λεξικά στοιχεία, όπως «σταματώ», «αρχίζω» και «πάλι» ή «ξανά» δίνονται στο (7):
(7) α. Σταμάτησε το κάπνισμα. (>> Κάπνιζε στο παρελθόν)
β. Άρχισαν να διαμαρτύρονται (>> Δεν διαμαρτύρονταν πριν)
γ. Άργησε πάλι (>> Έχει αργήσει και στο παρελθόν)
Στη λεξική προϋπόθεση, ο ομιλητής χρησιμοποιώντας μια συγκεκριμένη έκφραση θεωρείται ότι προϋποθέτει μια άλλη έννοια (που δεν δηλώνεται ρητά), ενώ στην περίπτωση της γεγονοτικής προϋπόθεσης, η χρήση μιας συγκεκριμένης έκφρασης θεωρείται ότι προϋποθέτει την αλήθεια της πληροφορίας που ακολουθεί (δηλ. που δηλώνεται στη συνέχεια).
Παράλληλα με τις προϋποθέσεις που συνδέονται με τη χρήση ορισμένων λέξεων και φράσεων, υπάρχουν και δομικές προϋποθέσεις. Σε αυτήν την περίπτωση, ορισμένες συντακτικές δομές θεωρείται ότι προϋποθέτουν συμβατικά και συστηματικά την αλήθεια ενός μέρους της δομής. Μπορούμε να πούμε ότι οι ομιλητές μπορούν να χρησιμοποιήσουν τέτοιες δομές για να δείξουν ότι κάποια πληροφορία προϋποτίθεται (δηλ. ότι η αλήθεια της θεωρείται δεδομένη) και έτσι να γίνει αποδεκτή ως αληθής και από τον ακροατή τους. Για παράδειγμα, στα ελληνικά οι δομές με ερωτηματικές λέξεις, όπως στα (8α) και (8β), ερμηνεύονται συμβατικά με την προϋπόθεση ότι η πληροφορία που ακολουθεί τον ερωτηματικό τύπο (δηλ. «πότε», «πού») θεωρείται ότι αληθεύει (δηλ. η αλήθεια της είναι δεδομένη).
(8) α. Πότε έφυγε; (>> Έφυγε)
β. Πού αγόρασες το ποδήλατό σου; (>> Αγόρασες το ποδήλατο)
Ο τύπος προϋπόθεσης που
βλέπουμε στο (8) μπορεί να οδηγήσει τους
ακροατές να πιστέψουν ότι η πληροφορία που
παρέχεται είναι αναγκαστικά αληθής, κι όχι
απλά μια προϋπόθεση του ανθρώπου που κάνει
την ερώτηση. Για παράδειγμα, ας πούμε ότι
βρίσκεστε σε μια διασταύρωση ένα βράδυ. Δεν
παρατηρήσατε αν όντως πέρασε ένα
αυτοκίνητο με κόκκινο φανάρι. Το αυτοκίνητο
στη συνέχεια τρακάρισε με ένα άλλο. Είσαστε
μάρτυρας στο ατύχημα και αργότερα σαν
καλούν να καταθέσετε και σας κάνουν την
ερώτηση στο (9):
(9) Τι ταχύτητα είχε το αυτοκίνητο όταν πέρασε τη διασταύρωση με κόκκινο φανάρι;
Έως εδώ, ασχοληθήκαμε μόνο με
συμφραζόμενα στα οποία οι προϋποθέσεις
θεωρούνται αληθείς. Υπάρχουν όμως και
παραδείγματα μη-γεγονοτικών προϋποθέσεων
που συνδέονται με ορισμένα ρήματα. Μια μη-γεγονοτική
προϋπόθεση είναι μια προϋπόθεση που
θεωρείται ότι δεν είναι αληθής. Ρήματα όπως
«ονειρεύομαι», «φαντάζομαι» και «παριστάνω»
ή «προσποιούμαι», όπως βλέπουμε στο (10),
χρησιμοποιούνται με την προϋπόθεση ότι τα
όσα ακολουθούν δεν είναι αληθή:
(10) α. Ονειρεύτηκα ότι ήμουν πλούσιος. (>> Δεν είμαι πλούσιος)
β. Φανταστήκαμε ότι είμαστε στη Χαβάη (>> Δεν είμαστε στη Χαβάη)
γ. Παριστάνει τον άρρωστο. (>> Δεν είναι άρρωστος)
(11) Αν ήσουν φίλος μου θα με βοηθούσες. (>> Δεν είσαι φίλος μου)
Η ύπαρξη μη-γεγονοτικών προϋποθέσεων είναι μέρος ενός ενδιαφέροντος προβλήματος στην ανάλυση εκφωνημάτων με πολύπλοκη δομή, που είναι γνωστό ως το «πρόβλημα της προβολής» και θα το προσεγγίσουμε αμέσως μετά.
Οι δείκτες πιθανών προϋποθέσεων που συζητήσαμε ως εδώ συγκεντρώνονται στον παρακάτω πίνακα:
ΠΙΝΑΚΑΣ 1 Πιθανές
προϋποθέσεις
ΤΥΠΟΣ |
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ |
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ |
Υπαρκτική |
Το Χ |
>> το Χ υπάρχει |
Γεγονοτική |
Μετανιώνω που έφυγα |
>> Έφυγα |
Μη-γεγονοτική |
Παρίστανε τον χαρούμενο |
>> Δεν ήταν χαρούμενος |
Λεξική |
Κατάφερε να δραπετεύσει |
>>
Προσπάθησε να δραπετεύσει |
Δομική |
Πότε πέθανε; |
>> Πέθανε |
Μη-πραγματική |
Αν δεν ήμουν άρρωστος |
>> Είμαι άρρωστος |
Υπάρχει μια βασική προσδοκία ότι η προϋπόθεση μιας απλής πρότασης θα συνεχίσει να είναι αληθής όταν αυτή η απλή πρόταση γίνει μέρος μιας πιο σύνθετης πρότασης. Αυτό είναι μια εκδοχή της γενικότερης άποψης ότι η σημασία μιας πρότασης είναι ένας συνδυασμός της σημασίας των κομματιών που την απαρτίζουν. Όμως η σημασία ορισμένων προϋποθέσεων (ως «μέρη» ενός συνόλου) δεν επιβιώνει ως σημασία ορισμένων σύνθετων προτάσεων (ως «σύνολα»). Αυτό το φαινόμενο είναι γνωστό ως το πρόβλημα της προβολής για την προϋπόθεση και σημαίνει απλά ότι ορισμένες προϋποθέσεις επιβιώνουν ενώ άλλες όχι. Στο παράδειγμα (12) θα δούμε τη συμβαίνει σε μια προϋπόθεση q («Η Μαρία ήταν άρρωστη») που θεωρείται μεν δεδομένη ως αληθής στην απλή δομή στο (12γ), αλλά δεν επιβιώνει (δεν προβάλλεται) στην πιο σύνθετη δομή στο (12η). Προκειμένου να ακολουθήσουμε αυτόν τον τύπο ανάλυσης, πρέπει να σκεφτούμε μια περίσταση στην οποία κανείς μπορεί να πει το εξής: «Φαντάστηκα ότι Μαρία ήταν άρρωστη και κανείς δεν συνειδητοποίησε ότι ήταν άρρωστη».
(12) α. Κανείς δεν συνειδητοποίησε ότι η Μαρία ήταν άρρωστη. (= p)
β. Η Μαρία ήταν άρρωστη (= q)
γ. p >> q
(Σε αυτό το σημείο, ο ομιλητής που εκφωνεί τη (12α) προϋποθέτει τη (12β))
δ. Φαντάστηκα ότι η Μαρία ήταν άρρωστη. (= r)
ε. Η Μαρία δεν ήταν άρρωστη. (= ΟΧΙ q)
στ. r >> ΟΧΙ q
(Σε αυτό το σημείο, ο ομιλητής που εκφωνεί την (12δ) προϋποθέτει την (12ε), το αντίθετο της (12β))
ζ. Φαντάστηκα ότι η Μαρία ήταν άρρωστη και κανείς δεν συνειδητοποίησε
ότι
ήταν άρρωστη.
(= r & p)
η. r & p >> ΟΧΙ q
(Σε αυτό το σημείο, μετά το συνδυασμό r & p, η προϋπόθεση q δεν μπορεί πλέον να θεωρείται αληθής, δηλ. δεν επιβιώνει, δεν προβάλλεται στη σύνθετη πρόταση).
Σε ένα παράδειγμα όπως το (12), η τεχνική ανάλυση μπορεί να είναι απλή, αλλά είναι μάλλον δύσκολο να σκεφτούμε ένα περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσε κανείς να μιλήσει έτσι. Ίσως το παράδειγμα (13) να είναι ευκολότερο ως προς το περιβάλλον χρήσης του. Σε ένα επεισόδιο ενός σήριαλ δύο χαρακτήρες έχουν τον παρακάτω διάλογο:
(13)
Άννα:
Είναι τόσο λυπηρό. Ο Γιώργος λυπάται (=μετάνιωσε)
που άφησε έγκυο τη Μαρία.
Έλσα: Μα δεν την άφησε έγκυο.
Αυτό το ξέρουμε τώρα.
Εάν
συνδυάσουμε δύο από τα εκφωνήματα στο (13)
προκύπτει το εξής: «Ο Γιώργος λυπάται που
άφησε τη Μαρία έγκυο, αλλά δεν την άφησε
έγκυο.» Αν προσπαθήσουμε να βρούμε τις
διαφορετικές λογικές προτάσεις που
υπάρχουν εδώ, όπως στο (14), βλέπουμε ότι η
προϋπόθεση q στο (14β) δεν επιβιώνει ως
προϋπόθεση του συνδυασμού και των δύο
εκφωνημάτων στο (14ε).
(14)
α. Ο Γιώργος λυπάται που άφησε τη Μαρία έγκυο. (= p)
β. Ο Γιώργος άφησε τη Μαρία έγκυο. (= q)
γ. p >> q
δ. Δεν την άφησε έγκυο. (= r)
ε. Ο Γιώργος λυπάται που άφησε τη Μαρία έγκυο,
αλλά δεν την άφησε έγκυο. (= p & r)
στ. p & r >> ΟΧΙ q
Ένα πιθανόν περιβάλλον για ολόκληρη την πρόταση στο (14ε) είναι να την φανταστούμε σαν ένα εκφώνημα που παράγεται από ένα άτομο που αναφέρει τι συνέβη στο σήριαλ εκείνη την ημέρα. Αυτό το άτομο δε θα θεωρήσει ότι η προϋπόθεση q είναι αληθής (δηλ. ότι ο Γιώργος άφησε τη Μαρία έγκυο) όταν παράγει το εκφώνημα στο (14ε).
Μια απλή εξήγηση για το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις δεν προβάλλονται είναι ότι καταστρέφονται από τις συνεπαγωγές. Θυμηθείτε ότι η συνεπαγωγή είναι κάτι που προκύπτει αναγκαστικά από αυτά που δηλώνονται (ρητά). Στο παράδειγμα (13), το εκφώνημα της Έλσας «δεν την άφησε έγκυο» στην πραγματικότητα συνεπάγεται ότι «ο Γιώργος δεν άφησε τη Μαρία έγκυο» ως λογική συνέπεια. Έτσι, όταν το άτομο που παρακολούθησε το σήριαλ σας λέει ότι «ο Γιώργος λυπάται που άφησε τη Μαρία έγκυο, αλλά δεν την άφησε έγκυο», έχετε μια προϋπόθεση q και μια συνεπαγωγή ΟΧΙ q. Η συνεπαγωγή (μια αναγκαία συνέπεια των όσων λέγονται) είναι απλούστατα πιο ισχυρή από την προϋπόθεση (μια προηγούμενη υπόθεση) και την ακυρώνει.
Η δύναμη της συνεπαγωγής μπορεί
επίσης να χρησιμοποιηθεί για την ακύρωση
υπαρκτικών προϋποθέσεων. Συνήθως
υποθέτουμε ότι όταν κάποιος χρησιμοποιεί
μια οριστική περιγραφή του τύπου «ο, η, το Χ»
(π.χ., «ο βασιλιάς της Αγγλίας»), προϋποθέτει
την ύπαρξη της οντότητας που περιγράφει,
όπως στο εκφώνημα (15α). Επίσης, σε κάθε
εκφώνημα του τύπου «το Χ δεν υπάρχει», όπως
στο (15β), υπάρχει μια συνεπαγωγή ότι δεν
υπάρχει Χ. Αλλά είναι όντως αλήθεια ότι ο
ομιλητής της (15β) προϋποθέτει ακόμη την
ύπαρξη της οντότητας που περιγράφει;
(15) α. Ο βασιλιάς της Αγγλίας μας επισκέφτηκε.
β. Ο βασιλιάς της Αγγλίας δεν υπάρχει!
Αντί να σκεφτόμαστε ότι ένας ομιλητής που εκφωνεί το (15β) πιστεύει ταυτόχρονα ότι υπάρχει βασιλιάς της Αγγλίας (= προϋπόθεση) και ότι δεν υπάρχει βασιλιάς της Αγγλίας (= συνεπαγωγή), αναγνωρίζουμε απλά ότι η συνεπαγωγή είναι ισχυρότερη από την προϋπόθεση. Έτσι εγκαταλείπουμε την υπαρκτική προϋπόθεση.
Όπως τονίσαμε πιο πάνω, είναι
προτιμότερο να θεωρούμε όλους τους τύπους
προϋπόθεσης που είδαμε στον πίνακα 1 ως «πιθανές
ή δυνάμει προϋποθέσεις» οι οποίες γίνονται
πραγματικές προϋποθέσεις μόνον όταν οι
ομιλητές επιδιώξουν να εννοηθούν ως
τέτοιες (από τους ακροατές) στα εκφωνήματά
τους. Οι ομιλητές μπορούν μάλιστα να
δείξουν ότι μια πιθανή προϋπόθεση δεν
παρουσιάζεται ως ισχυρή υπόθεση. Οι
κτητικές δομές όπως «το αυτοκίνητό του»
έχουν μια πιθανή προϋπόθεση (δηλ. ότι αυτός
έχει ένα αυτοκίνητο) η οποία μπορεί να
παρουσιαστεί διστακτικά με εκφράσεις όπως
«ή κάτι τέτοιο», όπως στο (16):
(16) α. Τι κάνει αυτός ο τύπος στο πάρκινγκ;
β. Ψάχνει το αυτοκίνητό του ή κάτι τέτοιο.
Γενικά μιλώντας, η συνεπαγωγή
δεν είναι πραγματολογική έννοια (δηλ. δεν
έχει σχέση με τη σημασία του ομιλητή), αλλά
αντίθετα θεωρείται μια καθαρά λογική
έννοια, που συμβολίζεται ως εξής: ||-.
Παρακάτω, στο (18), βλέπετε ορισμένα
παραδείγματα συνεπαγωγών της πρότασης (17):
(17) Ο Αζόρ κυνήγησε τρεις σκίουρους. (= p)
(18) Α. Κάτι κυνήγησε τρεις σκίουρους. (= q)
Β. Ο Αζόρ έκανε κάτι σε τρεις σκίουρους. (= r)
Γ. Ο Αζόρ κυνήγησε τρία από κάτι. (= s)
Δ. Κάτι συνέβη. (= t)
(19) α. Ο Αζόρ κυνήγησε ΤΡΕΙΣ σκίουρους.
Β. Ο ΑΖΟΡ κυνήγησε τρεις σκίουρους.
[1] Προσαρμογή και μετάφραση του κεφαλαίου 4 “Presupposition and entailment” του βιβλίου του G. Yule (1996) Pragmatics, από τον Κ. Κανάκη.