2. ΛΕΚΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ή ΟΜΙΛΙΑΚΑ ΕΝΕΡΓΗΜΑΤΑ[1]

Jenny Thomas

 

 2.1              J. L. Austin

O Austin είναι ο άνθρωπος που δημιούργησε ενδιαφέρον για το χώρο που έγινε τελικά γνωστός με το όνομα πραγματολογία. Δεν μου είναι εντελώς σαφές γιατί οι ιδέες του Austin για τη γλώσσα έγιναν δεκτές με τόσο ενθουσιασμό στη γλωσσολογία, ενώ η δουλειά άλλων μελετητών με παρόμοιες απόψεις (π.χ. οι ιδέες του φιλοσόφου G. E. Moore και του όψιμου Wittgenstein) δεν είχαν καθόλου την ίδια απήχηση. Υπάρχουν, όμως, τέσσερις παράγοντες που συνυπολογιζόμενοι μπορούν να εξηγήσουν τη μεγάλη επιρροή της δουλειάς του Austin. Η εμφάνιση της πιο σημαντικής συλλογής κειμένων του Austin (How to Do Things With Words, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του το 1962) ήρθε την κατάλληλη στιγμή, συμπίπτοντας με μια διογκούμενη απογοήτευση στη γλωσσολογία για τους περιορισμούς της σημασιολογίας των συνθηκών αληθείας (βλ. 2.3 παρακάτω για περισσότερα). Δεύτερον, η γραφή του Austin είναι εξαιρετικά σαφής και προσιτή και, τρίτον, παρότι με τα χρόνια τροποποίησε και τελειοποίησε τις ιδέες του σε σημαντικό βαθμό, η δουλειά του αντιπροσωπεύει μια συνεπή πορεία. Τέλος, αυτό που συνεχίζει να κάνει τη δουλειά του Austin χρήσιμη είναι ότι σκιαγραφεί πολλά από τα θέματα που έχουν μεγάλη σημασία για την πραγματολογία σήμερα. 

 

Ο Austin δεν ήταν γλωσσολόγος αλλά φιλόσοφος και δούλευε στην Οξφόρδη στις δεκαετίες του 1940 και 1950 (παρότι ο ίδιος προέβλεψε ότι η δουλειά του θα μπορούσε να αναπτυχθεί στα πλαίσια μιας διευρυμένης γλωσσολογίας). Ο Austin, ο σχεδόν εξίσου σπουδαίος μαθητής του H. P. Grice και μια ομάδα φιλοσόφων με παρόμοιες απόψεις (που δούλευαν στην Οξφόρδη και αλλού) έγιναν γνωστοί με το όνομα ordinary language philosophers.

 

Οι ιδέες του Austin για τη γλώσσα κατατέθηκαν σε μια σειρά διαλέξεων που έδωσε στην Οξφόρδη μεταξύ του 1952 και 1954· αργότερα έδωσε μια άλλη έκδοση αυτών των διαλέξεων στα πλαίσια των William James Lectures στο Harvard το 1955. Μετά το θάνατο του Austin το 1962, οι διαλέξεις αυτές έγιναν βιβλίο από τον J. O. Urmson, ο οποίος βασίστηκε στις (ατελείς) σημειώσεις και μαγνητοφωνήσεις του ίδιου του Austin. Έτσι, το How to Do Things With Words είναι ένα μάλλον άτυπο βιβλίο, πολύ ευανάγνωστο και χρήσιμο. Όμως, όπως παρατηρεί ο Levinson (1983: 231), είναι απαραίτητο να διαβάσει κανείς όλο το βιβλίο, γιατί ο Austin ανέπτυξε και τροποποίησε σημαντικά τις θέσεις καθώς προχωρούσαν οι διαλέξεις του. Το ίδιο ισχύει και γι αυτό το κεφάλαιο: διακρίσεις που γίνονται στην αρχή θα αποδειχτούν ασύστατες στο τέλος, αλλά αυτό θα σας βοηθήσει να καταλάβετε τα θέματα κλειδιά στην πραγματολογία εάν ακολουθήσετε προσεκτικά τη γραμμή των επιχειρημάτων.

 

2.2              Ordinary language philosophy

Προκειμένου να κατανοήσετε τη σπουδαιότητα της φιλοσοφίας της καθημερινής γλώσσας πρέπει να κατανοήσετε αυτό στο οποίο αντέδρασε ο Austin και η ομάδα του. Από τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, ορισμένοι φιλόσοφοι της Οξφόρδης όπως ο G. E. Moore και ο Bertrand Russell είχαν εκφράσει ενδιαφέρον για τη σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και γλώσσας. Αλλά ενώ ο Moore ενδιαφερόταν γι αυτό που αποκαλούσε «γλώσσα της κοινής λογικής», ο Russell και άλλοι υιοθέτησαν την άποψη ότι η καθημερινή γλώσσα είναι κατά κάποιον τρόπο ελλειμματικοί ή ελαττωματική, γεμάτη αμφισημίες, ανακρίβειες και αντιφάσεις. Στόχος τους ήταν να τελειοποιήσουν τη γλώσσα, καθαρίζοντάς την από υποτιθέμενες ατέλειες και ανακολουθίες και να δημιουργήσουν μια ιδανική γλώσσα.

 

Εις απάντηση, ο Austin και η ομάδα του παρατήρησαν ότι οι συνηθισμένοι άνθρωποι καταφέρνουν να επικοινωνήσουν πολύ αποτελεσματικά και χωρίς μεγάλα προβλήματα με τη γλώσσα έτσι όπως είναι. Αντί, λοιπόν, να προσπαθούμε να εξαλείψουμε τις ατέλειες της γλώσσας, υποστήριξε ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε πώς οι άνθρωποι τα καταφέρνουν τόσο καλά με τη γλώσσα (έτσι όπως είναι).

 

2.3              Λογικός θετικισμός και σημασιολογία συνθηκών αληθείας

Ας ερευνήσουμε λίγο περισσότερο τη βάση της διαφωνίας μεταξύ των φιλοσόφων της καθημερινής γλώσσας και των φιλοσόφων της γλώσσας της σχολής του λογικού θετικισμού (όπως ο Russell). Ο λογικός θετικισμός είναι ένα φιλοσοφικό σύστημα που υποστηρίζει ότι οι μόνες δηλώσεις που έχουν νόημα (είναι μεστές νοήματος) είναι οι αναλυτικές ή όσες μπορούν να δοκιμαστούν (επαληθευτούν) εμπειρικά. Κατά συνέπεια, οι θετικιστές φιλόσοφοι ενδιαφέρονταν πρωτίστως για τις ιδιότητες των προτάσεων που μπορούσαν να εκτιμηθούν με όρους αλήθειας ή ψεύδους. Στη γλωσσολογία αυτή η προσέγγιση υιοθετήθηκε σε έναν χώρο που έγινε γνωστός με το όνομα σημασιολογία συνθηκών αληθείας ή αληθειακή σημασιολογία. Παρατηρήστε τα παρακάτω:

 

Υπάρχουν επτά λέξεις σε αυτήν την πρόταση.

 

Μπορείτε να μετρήσετε οι ίδιοι τις λέξεις και να κρίνετε αν η πρόταση είναι όντως αληθής. Για τους δικούς μας σκοπούς ένα πολύ πιο σημαντικό αξίωμα του λογικού θετικισμού είναι ότι εκτός κι αν μια πρόταση μπορεί, θεωρητικά τουλάχιστον, να επαληθευτεί δεν έχει νόημα με τη στενή έννοια. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, μια πρόταση όπως Ο βασιλιάς της Γαλλίας είναι φαλακρός, σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει βασιλιάς της Γαλλίας, δεν μπορεί να κριθεί ως αληθής ή ψευδής, αλλά απλά ως κενή νοήματος. Οι θετικιστές φιλόσοφοι της γλώσσας και οι σημασιολόγοι συνθηκών αληθείας ξόδεψαν πολύ ενέργεια συζητώντας φτιαχτά παραδείγματα αυτού του είδους. Ας κοιτάξουμε τώρα, αντίθετα, μερικά πραγματικά γλωσσικά δεδομένα και ας αναλογιστούμε εάν, συναντώντας τέτοια εκφωνήματα στον πραγματικό κόσμο, θα τα κρίναμε ψευδή:

 

Παράδειγμα 1

An invisible car came out of nowhere, hit my car and vanished.

Ένα ιπτάμενο αυτοκίνητο ήρθε από το πουθενά, χτύπησε το αυτοκίνητό μου κι εξαφανίστηκε (έγινε καπνός).

 

Παράδειγμα 2

Everyone hates Aileen Elkinshaw because she’s so popular.

Κανείς δεν πάει πια στις διαλέξεις της γιατί έχει πάρα πολύ κόσμο.

 

Παράδειγμα 3

I sleep all the time, doctor.

Κοιμάμαι συνεχώς, γιατρέ.

 

Εάν εξετάσουμε τα παραδείγματα 1 και 2 σε σχέση με τις υποκείμενες λογικές προτάσεις τους (αποφάνσεις) θα δούμε ότι είναι ψευδή: τα αυτοκίνητα δεν είναι αόρατα ούτε και ιπτάμενα και δεν μπορούν να έρχονται «από το πουθενά»· υπάρχει δηλαδή εσωτερική αντίφαση στο παράδειγμα 2 (δεν είναι δυνατόν να είναι κάποιος και δημοφιλής και μισητός σε όλους). Το παράδειγμα 3 παρουσιάζει μια διαφορετική ανωμαλία: ο ασθενής ήταν προφανώς ξύπνιος όταν μίλησε στο γιατρό. Και όμως, όλοι μας αναγνωρίζουμε σε αυτά τα παραδείγματα το είδος της γλώσσας που συναντούμε καθημερινά στις τυχαίες συνομιλίες μας—κρίνουμε άραγε τέτοιου είδους γλώσσα στην καθημερινή μας ζωή ως «ψευδή» ή «κενή νοήματος», ή προσπαθούμε να καταλάβουμε το νόημά της, παρά το γεγονός ότι δεν είναι λογική;

 

Οι κριτικοί του Austin ισχυρίζονταν ότι θεωρούσε την «καθημερινή γλώσσα» ιερή και όσια με κάποιον τρόπο. Αυτό δεν είναι αλήθεια—υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους ο Austin ενδιαφέρθηκε για τον τρόπο που χρησιμοποιούν οι συνηθισμένοι άνθρωποι τη γλώσσα στην καθημερινή ζωή. Ο πρώτος δε μας αφορά άμεσα, αλλά τον αναφέρω για να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα αλλά και γιατί σκιαγραφεί με ενδιαφέροντα τρόπο μια προσέγγιση στη γλωσσολογία και ειδικότερα την πραγματολογία που τώρα πλέον [στα μέσα της δεκαετίας του 1990] έχει μεγάλο βάρος. Είναι γενικά δεκτό ότι ένα από τα κύρια καθήκοντα της φιλοσοφίας είναι να κάνει διακρίσεις, και ο Austin πίστευε ότι ένας καλός τρόπος για να δούμε ποιες διακρίσεις είναι σημαντικές είναι να κοιτάξουμε πως το κάνουν αυτό οι άνθρωποι στην καθημερινή γλώσσα:

… το κοινό μας λεξιλόγιο ενσωματώνει όλες τις διακρίσεις που οι άνθρωποι θεώρησαν σκόπιμο να κάνουν και τους συσχετισμούς που θεώρησαν σκόπιμο να δηλώσουν στις ζωές πολλών γενεών. (Austin 1961 [1946]:129-30)

 Έτσι, εάν η καθημερινή γλώσσα διακρίνει ανάμεσα σε διαταγές, παραγγέλματα, παρακλήσεις και προσκλήσεις (που έχουν ως κοινό ότι ο ομιλητής (Ο) χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να κάνει τον ακροατή (Α) να κάνει κάτι (Χ)), τότε υπάρχουν πολλές πιθανότητες ότι αυτές οι διακρίσεις είναι σημαντικές για τους χρήστες αυτής της γλώσσας. Παρατηρήστε, όμως, ότι θα ήταν σφάλμα να σκεφτούμε ότι όλες οι διακρίσεις που επιθυμεί να κάνει μια κοινωνία στο χώρο του κάνω τον Α να κάνει Χ εκφράζονται όντως από τα διάφορα ρήματα που διαθέτει η συγκεκριμένη γλώσσα. Ούτε και περιορίζονται αυτές οι διακρίσεις στα ρήματα.

 

Πιο σημαντικό για τη συζήτησή μας είναι η άποψη του Austin ότι υπάρχουν περισσότερα πράγματα στη γλώσσα από τη σημασία των λέξεων και των φράσεών της. Ο Austin ήταν πεπεισμένος ότι δεν χρησιμοποιούμε απλά τη γλώσσα για αν πούμε πράγματα (να κάνουμε δηλώσεις), αλλά για αν κάνουμε πράγματα (να επιτελέσουμε πράξεις). Ήταν αυτή του η άποψη που τελικά τον οδήγησε σε μια θεωρία των λεγομένων προσλεκτικών ή ενδολεκτικών πράξεων (illocutionary acts), μια θεωρία που εξετάζει τι είδους πράγματα κάνουμε όταν μιλάμε, πώς τα κάνουμε και πώς οι πράξεις μας μπορεί να «επιτύχουν» ή να «αποτύχουν», αλλά άρχισε να εξετάζει το θέμα με βάση την επιτελεστική υπόθεση (performative hypothesis—που σύντομα εγκαταλείφθηκε).

 

2.4              Η επιτελεστική υπόθεση (the performative hypothesis)

Γιατί λοιπόν να σπαταλήσουμε χρόνο για την εξέταση μιας διάκρισης την οποία ο ίδιος ο Austin επρόκειτο σύντομα να εγκαταλείψει;  Υπάρχουν δύο κύριοι λόγοι γι αυτήν την εξέταση: δείχνει πως αναπτύχθηκαν οι ιδέες του Austin και καταδεικνύει καθαρά τη διάκριση μεταξύ της αληθειακής προσέγγισης της σημασίας και της άποψης του Austin για τις «λέξεις ως πράξεις» (δηλ. δείχνει πολύ καθαρά πώς και γιατί προέκυψε η πραγματολογία). Ένας ακόμη λόγος είναι ότι τα επιτελεστικά ρήματα αποτελούν ένα πολύ ενδιαφέρον υποσύνολο των προσλεκτικών ρημάτων.

 

Το πρώτο βήμα του Austin στο How to Do Things With Words ήταν να δείξει πώς ορισμένα εκφωνήματα—στην πραγματικότητα, όπως κατάλαβε αργότερα, τα περισσότερα εκφωνήματα—δεν έχουν συνθήκες αληθείας. Ουσιαστικά, ο Austin ισχυριζόταν ότι δεν είναι δηλώσεις ή ερωτήσεις αλλά πράξεις, ένα συμπέρασμα στο οποίο έφτασε αναλύοντας τα επονομαζόμενα επιτελεστικά ρήματα (performative verbs). Για να καταλάβετε τι σημαίνει επιτελεστικό ρήμα, συγκρίνετε αυτές τις 4 προτάσεις:

 

(i)                I drive a white car.

                Οδηγώ ένα άσπρο αυτοκίνητο.

(ii)                I apologize.

                Απολογούμαι. / (Ζητώ) Συγγνώμη.

(iii)                I name this ship The Albatross.

                Ονομάζω αυτό το πλοίο Άλμπατρος.

(iv)                I bet you 5 euro it will rain.

                Πάω στοίχημα 5 ευρώ ότι θα βρέξει.

 

Οι 4 προτάσεις (και στις δύο γλώσσες) είναι συντακτικά παρόμοιες: όλες είναι στο πρώτο πρόσωπο, καταφατικές (και όχι, π.χ., ερωτηματικές), στην οριστική (και όχι, π.χ., την υποτακτική), στην ενεργητική φωνή (αντί στην παθητική) και σε ενεστώτα χρόνο. Πραγματολογικά, η πρώτη πρόταση είναι πολύ διαφορετική από τις άλλες τρεις. Η πρόταση (i) είναι δήλωση (αυτό που ο Austin αποκαλούσε «συστατική» constative) και είναι απλό θέμα να διαπιστώσει κανείς εμπειρικά αν η δήλωση είναι αληθής. Στην πραγματικότητα το αυτοκίνητό μου είναι μεταλλικό γκρι, και αν ανακαλύπτατε αυτό το γεγονός και με ακούγατε να εκφωνώ την πρόταση (i) θα μπορούσατε να το αμφισβητήσετε λέγοντας: «Αυτό δεν είναι αλήθεια, το αυτοκίνητό σου είναι ασημί». Στην περίπτωση των προτάσεων (ii)-(iv) δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να απαντήσετε λέγοντας «Αυτό δεν είναι αλήθεια». Και αυτό συμβαίνει γιατί τα ρήματα στις προτάσεις (ii)-(iv) δεν κάνουν δηλώσεις (που μπορεί να κριθούν αληθείς ή ψευδείς) αλλά ανήκουν σε μια τάξη εκφωνημάτων που ονομάζονται «επιτελεστικά», και που, σύμφωνα με τον Austin, δεν μπορούν να κριθούν ως αληθή ή ψευδή αλλά γίνονται καλύτερα αντιληπτά ως εκφωνήματα που επιτελούν μια πράξη. Λέγοντας τη λέξη συγγνώμη δεν κάνω δήλωση, επιτελώ μια πράξη, την πράξη της απολογίας. Ένα χρήσιμο (αλλά όχι αλάνθαστο) τεστ για τα επιτελεστικά ρήματα στην αγγλική είναι να προσθέσουμε το επίρρημα hereby (δια ταύτα, ως εκ τούτου) μεταξύ υποκειμένου και ρήματος:

 

I hereby apologize

I hereby name this ship The Albatross

I hereby bet you 5 euro

 Αλλά όχι 

*I hereby drive a white car.

 

Όπως ίσως ήδη παρατηρήσατε, αν και τα (ii)-(iv) είναι όλα παραδείγματα επιτελεστικών, δεν είναι όλα ίδια. Η πρόταση (ii) είναι πιθανόν η λιγότερο προβληματική: από τη στιγμή που πω συγγνώμη κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι απολογήθηκα (παρότι μπορεί να υποπτεύεται ότι η απολογία μου δεν είναι ειλικρινής). Όμως τι γίνεται αν τρυπώσω αργά τη νύχτα στο κρουαζιερόπλοιο Queen Elizabeth II ενώ είναι αραγμένο, και εμπνεόμενος από δημοκρατικό πάθος, σπάσω ένα μπουκάλι μπύρα επάνω του και το μετονομάσω The Albatross; Πρέπει στο εξής να γίνει γνωστό στον κόσμο με αυτό το όνομα; Παρακάτω συζητώ τρεις διαφορετικές κατηγορίες επιτελεστικών ρημάτων. Ο ίδιος ο Austin παρατήρησε ότι υπάρχουν διαφορετικά είδη επιτελεστικών και προσπάθησα να συστηματοποιήσω, να απλοποιήσω και σε ορισμένες περιπτώσεις να διευρύνω τις αρχικές κατηγορίες του Austin. Τα ονόματα για τους διαφόρους τύπους επιτελεστικών που δίνονται εδώ είναι δικά μου.

 

2.4.1        Μεταγλωσσικά επιτελεστικά

Αυτά είναι τα απλούστερα παραδείγματα επιτελεστικών ρημάτων. Όπως όλα τα επιτελεστικά είναι αυτο-αναφορικά  (το ρήμα αναφέρεται σε αυτό που κάνει ο ομιλητής του εκφωνήματος), αυτο-επαληθευόμενα (περιλαμβάνουν τις συνθήκες αληθείας τους) και μη-διαψεύσιμα (ποτέ δεν μπορούν να είναι αναληθή). Σε οποιαδήποτε γλώσσα υπάρχει πιθανόν ένας μικρός και σίγουρα πεπερασμένος αριθμός μεταγλωσσικών επιτελεστικών. Παραδείγματα από την αγγλική και την ελληνική περιλαμβάνουν τα εξής:

 

I say                                       I withdraw (my complaint)

Λέω                                        Αποσύρω (την πρότασή μου)

 

I protest                                 I declare (the meeting open)

Διαμαρτύρομαι                    Δηλώνω/κηρύσσω την έναρξη των εργασιών

 

I object                                   I plead (not guilty)

Ενίσταμαι                             Δηλώνω (ότι δεν είμαι ένοχος)

 

I apologize                              I vote (to abolish the death penalty)

Απολογούμαι                      Ψηφίζω (την κατάργηση της θανατικής ποινής)

 

I deny                                     I move (that exams be abolished)

Αρνούμαι                             Εισηγούμαι (την κατάργηση των εξετάσεων)

 

I promise                  I thank (the audience for their attention)

Υπόσχομαι                          Ευχαριστώ (το κοινό για την προσοχή του)

 

Τώρα συγκρίνετε τα παρακάτω ζεύγη προτάσεων (τα επιτελεστικά είναι με έντονα γράμματα):

 

(i)a                I say that John is a liar

                Λέω ότι ο Γιάννης είναι ψεύτης

(i)b                John is a liar

                Ο Γιάννης είναι ψεύτης

 

(ii)a                I plead not guilty

                Δηλώνω ότι δεν είμαι ένοχος / είμαι αθώος

(ii)b                I am innocent

                Είμαι αθώος


(iii)a                I move that fox-hunting be abolished

                Εισηγούμαι την κατάργηση του κυνηγιού της αλεπούς

(iii)b                I believe that fox-hunting should be abolished

                Πιστεύω ότι το κυνήγι της αλεπούς πρέπει να καταργηθεί

 

(iv)a                I object to the licensing hours being extended

                Διαφωνώ με / Κάνω ένσταση για την παράταση του ωραρίου πώλησης αλκοόλ

(iv)b                I do not want the licensing hours to be extended

                Δε θέλω να παραταθεί το ωράριο πώλησης αλκοόλ

 

(v)a                I apologize for deceiving the auditors

                Απολογούμαι που εξαπάτησα τους εφοριακούς

(v)b                I am sorry I deceived the auditors

                Λυπάμαι που εξαπάτησα τους εφοριακούς

 

Η πρόταση (i)a διαφέρει από την (i)b. Το Ο Γιάννης είναι ψεύτης έχει συνθήκες αληθείας. Εάν στον πραγματικό κόσμο μπορεί να αποδειχτεί ότι ο Γιάννης είναι ψεύτης, τότε η (i)b είναι αληθής. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, η πρόταση (i)a είναι αυτό-επαληθευόμενη (δηλ. εμπεριέχει την αλήθεια της). Οι όποιες λέξεις ακολουθούν το λέω ότι δεν μπορούν, από αυστηρά λογική άποψη, να είναι αναληθείς: το μόνο που κάνει ο ομιλητής είναι μια δήλωση σχετικά με το τι λέει. Όμως, αυτή η αυστηρή λογική ανάλυση μοιάζει να είναι αντίθετη με τη διαίσθησή μας σχετικά με τον τρόπο που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τέτοια εκφωνήματα—θα επιστρέψουμε σε αυτό το θέμα στο 2.4.8.

 

Οι προτάσεις (ii)a και (ii)b είναι όμοιες με τις (i)a και (i)b ως προς τις συνθήκες αληθείας τους. Η πρόταση (ii)a είναι πάντα αληθής, η (ii)b είναι αληθής μόνο αν στον πραγματικό κόσμο ο ομιλητής δεν έχει διαπράξει το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται. Αυτή τη φορά, όμως, αν παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι χρησιμοποιούν αυτές τις εκφράσεις στην καθημερινή ζωή, θα ανακαλύψουμε ότι τα μεταγλωσσικά επιτελεστικά χρησιμοποιούνται ακριβώς με αυτόν τον τρόπο, ακόμη και από γλωσσολογικά αδαείς ομιλητές: το δηλώνω ότι δεν είμαι ένοχος χρησιμοποιείται κανονικά (και έννομα και ειλικρινά) από ανθρώπους που πολύ καλά γνωρίζουν ότι είναι ένοχοι σύμφωνα με το κατηγορητήριο. Λέγοντας κάποιος δηλώνω ότι δεν είμαι ένοχος λέει κάτι διαφορετικό από το δεν είμαι ένοχος. Στην πρώτη περίπτωση λέει απλά κάτι για τη δήλωσή του (δηλ. λέει κάτι για αυτό που λέει), κάνει ένα σχόλιο, ενώ στη δεύτερη κάνει έναν ισχυρισμό για την αθωότητά του. Δεδομένου του νομικού status των επιτελεστικών εκφωνημάτων, αναρωτιέμαι καμιά φορά για τη δήλωση του δικαστή Clarence Thomas προς την επιτροπή της Συγκλήτου των ΗΠΑ, που σχηματίστηκε για την έγκριση της υποψηφιότητάς του στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ο Clarence Thomas είπε τότε:

I deny that I had conversations of a sexual nature or about pornographic material with Anita Hill, that I ever attempted to date her…

 Αρνούμαι ότι είχα συνομιλίες σεξουαλικής φύσεως ή σχετιζόμενες με πορνογραφικό υλικό με την Anita Hill, ότι προσπάθησα ποτέ να βγω ραντεβού μαζί της…

 Οι προτάσεις (iii)a και (iv)a και (iii)b και (iv)b είναι επίσης ίδιες ως προς τις συνθήκες αληθείας τους με τα πρώτα δύο ζεύγη προτάσεων. Όλες οι προτάσεις είναι αυτο-επαληθευόμενες. Θα περιμέναμε ότι οι (iii)b και (iv)b θα παράγονταν από ομιλητές που αντιτίθενται στο κυνήγι της αλεπούς και την παράταση του ωραρίου πώλησης αλκοόλ. Όμως, το μόνο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά για τους ομιλητές των (iii)a και (iv)a είναι ότι έχουν εκφράσει επισήμως την αντίθεσή τους σε κάτι. Δεν μπορούμε, κατ’ ανάγκη, να βγάλουμε συμπεράσματα σχετικά με τα προσωπικά τους συναισθήματα όσον αφορά τα λεγόμενα αιματηρά σπορ ή την νυχτερινή κατανάλωση αλκοόλ (θα μπορούσαν, π.χ., να είναι βουλευτές ή δικηγόροι που αντιτίθενται εκ μέρους της εκλογικής τους περιφέρειας ή των πελατών τους, παρότι δεν συμμερίζονται τις απόψεις τους).

 

Παρομοίως, οι άνθρωποι φαίνεται να αντιδρούν ενστικτωδώς διαφορετικά στο (v)a (Ζητώ) συγγνώμη / απολογούμαι που… και το (v)b Λυπάμαι που… Στη διάρκεια της απεργίας των ανθρακωρύχων στη Βρετανία (1984-5), ο ηγέτης των ανθρακωρύχων Arthur Scargill, αναγκάστηκε να απολογηθεί στο δικαστήριο υπό την απειλή κατάσχεσης πόρων της εργατικής ένωσης. Αργότερα, σε μια συνέντευξη, ρωτήθηκε εάν μετάνιωσε για τις πράξεις τους (δηλ. την άρνησή του να πει στους ελεγκτές της εφορίας που βρίσκονταν τα χρήματα της ένωσης). Απάντησε χαμογελώντας: «Είπα συγγνώμη, δεν είπα ότι λυπάμαι!» (‘I said I apologize, I didn’t day I was sorry!’). Έχω δείξει αυτήν την απάντησε σε πολλούς ομιλητές της αγγλικής και οι περισσότεροι μοιάζουν να συμφωνούν ότι το I apologize συχνά ακούγεται σαν κάτι που λέμε τυπικά, κάτι λιγότερο ειλικρινές από το Im sorry. Για αυτό και μπορούμε να πούμε για κάποιον Απολογήθηκε χωρίς ίχνος μετάνοιας ή He apologized unapologetically).

 

Παρότι, όπως έχω ήδη παρατηρήσει, όλα τα επιτελεστικά είναι αυτο-επαληθευόμενα, υπάρχει μια διαφορά μεταξύ των μεταγλωσσικών και των άλλων επιτελεστικών. Τα μεταγλωσσικά επιτελεστικά εκτός του ότι είναι πάντοτε αληθή είναι, επιπλέον, πάντοτε επιτυχή ή εύστοχα. Η επιτυχία τους δε μοιάζει να εξαρτάται από εξωτερικές συνθήκες. Το παρακάτω παράδειγμα δείχνει καθαρά τη μη-διαψευσιμότητα των μεταγλωσσικών επιτελεστικών.

 

Παράδειγμα 6

Ο Norman Tebbit, Συντηρητικός Υπουργός Εργασίας, είπε το εξής:

‘I predict that unemployment figures will fall by one million within a year.’

‘Προβλέπω ότι τα νούμερα της ανεργίας θα πέσουν κατά ένα εκατομμύριο μέσα σε ένα χρόνο.’

Αργότερα, ο Roy Hattersley, του Εργατικού Κόμματος, σχολίασε στο ράδιο του BBC:

‘Notice he said “I predict they will fall” and not “they will fall”. That means when next year comes and they haven’t fallen, he will have a let out!’

‘Παρατηρήστε ότι είπε «προβλέπω ότι θα πέσουν» και όχι «θα πέσουν». Αυτό σημαίνει πως όταν του χρόνου δεν πέσουν, θα έχει διέξοδο!’

 

2.4.2        Τελετουργικά επιτελεστικά

Αυτή η αυτόματη εγγύηση επιτυχίας δεν ισχύει για τα «τελετουργικά» επιτελεστικά αλλά ούτε και για την τρίτη κατηγορία μου, τα «συνεργατικά επιτελεστικά». Στο 2.4 παραπάνω, έθεσα το ερώτημα εάν μπορώ εγώ, μονομερώς, να αποφασίσω τη μετονομασία του Queen Elizabeth II σε Άλμπατρος. Ο Austin παρατήρησε ότι παρότι δε θα είχε νόημα να μου απαντήσετε σε μια τέτοια πράξη μετονομασίας λέγοντας: «Αυτό δεν είναι αληθές!», θα μπορούσατε όμως απολύτως λογικά να μου πείτε: «Δεν έχεις το δικαίωμα να το κάνεις αυτό!» Και κανείς δε θα ένιωθε καμία δέσμευση από αυτή μου την πράξη. Ο Austin παρατήρησε ότι παρότι τα επιτελεστικά δεν υπόκεινται σε συνθήκες αληθείας, παρόλα αυτά μπορούν να «αστοχήσουν». Εάν παραβιαστούν οι «συνθήκες επιτυχίας» (όπως στην περίπτωση μετονομασίας του πλοίου), το επιτελεστικό μπορεί να είναι ανεπιτυχές (ή μπορεί να είναι «άστοχο»). Οι συνθήκες επιτυχίας εφαρμόζονται ιδιαίτερα σε επιτελεστικά που σχετίζονται με διάφορα τελετουργικά ή πολύ επίσημες περιστάσεις. Σε αντίθεση με τα μεταγλωσσικά επιτελεστικά (τα οποία φαίνεται πως λειτουργούν γενικά με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις γλώσσες και τους πολιτισμούς και που μοιάζουν να μην έχουν συνθήκες επιτυχίας), τα λεγόμενα «τελετουργικά επιτελεστικά» εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από συγκεκριμένους πολιτισμούς (είναι δηλ. πολιτισμικά τοποθετημένα). Παραδείγματα τελετουργικών επιτελεστικών είναι τα εξής:

 

(i)                  I sentence you to ten years’…

Πρβλ. Κατηγορούμενε, καταδικάζεσαι σε δέκα χρόνια…

(ii)                 I absolve you from your sins

(iii)               I baptize you…

Πρβλ. Βαπτίζεται η δούλη του θεού…

(iv)              I name this ship…  

            Ονομάζω αυτό το πλοίο...

 

Καθένα από τα παραπάνω μπορεί να ειπωθεί (να εκφωνηθεί) επιτυχώς μόνο από το ενδεδειγμένο άτομο και υπό ορισμένες περιστάσεις (π.χ., το (i) από έναν δικαστή, το (ii) από έναν παπά, κλπ.)

 

2.4.2.1  Συνθήκες επιτυχίας

Ο Austin δηλώνει τις συνθήκες επιτυχίας του ως εξής (1962: 14-15):

 

Α:            (i) πρέπει να υπάρχει μια συμβατική διαδικασία που έχει ένα συμβατικό αποτέλεσμα.

                (ii) οι περιστάσεις και τα πρόσωπα πρέπει να είναι κατάλληλα.

 

Β:            Η διαδικασία πρέπει να εκτελεστεί (i) σωστά και (ii) ολοκληρωμένα.

 

Γ: Συχνά

                (i) τα πρόσωπα πρέπει να έχουν τις απαραίτητες σκέψεις, συναισθήματα και προθέσεις και 

                (ii) εάν υπάρχει καθορισμένη συμπεριφορά που πρέπει να ακολουθήσουν στη συνέχεια, τότε πρέπει να το κάνουν.

 

Ας εξετάσουμε την κάθε συνθήκη επιτυχίας με τη σειρά.

 

Συνθήκη Α

(i)                  Σε έναν συγκεκριμένο πολιτισμό (ή υπο-κουλτούρα) είναι πιθανόν να υπάρχει μια συμβατική διαδικασία προκειμένου να παντρευτεί ένα ζευγάρι. Στη Βρετανία αυτό προϋποθέτει έναν άνδρα και μια γυναίκα οι οποίοι δεν αντιμετωπίζουν κώλυμα γάμου για κανένα λόγο, που παρουσιάζονται ενώπιον ενός εξουσιοδοτημένου προσώπου (ιερέα ή ληξίαρχο), σε κατάλληλο χώρο (τόπο λατρείας ή ληξιαρχείο), την κατάλληλη ώρα (εξαιρούνται ορισμένες ημέρες και ώρες της ημέρας) συνοδευόμενοι από τουλάχιστον δύο μάρτυρες. Εκεί πρέπει να περάσουν μια ορισμένη γαμήλια διαδικασία: ο γάμος δεν είναι νόμιμος αν δεν γίνουν πρώτα κάποιες δηλώσεις και αν δεν ειπωθούν πρώτα κάποια λόγια. Στο θεατρικό έργο When we are married του J. B. Priestly, δίνεται ένα τέτοιο παράδειγμα αποτυχίας. Ένας αγγλικανός παπάς θυμάται ότι ως νεαρός διάκονος πάντρεψε δύο ζευγάρια χωρίς να έχει (τότε ακόμη) το δικαίωμα να το κάνει. Έπρεπε να έχει φροντίσει να υπογράψει κάποια έγγραφα προκειμένου να του δοθεί αυτό το δικαίωμα. Έρχεται λοιπόν αντιμέτωπος με τις τύψεις του καθώς αυτή του η αβλεψία έχει ως συνέπειά της έναν άκυρο γάμο, αφού τη στιγμή του γάμου δεν ήταν εξουσιοδοτημένος.

 

(ii)                Η συνθήκη που λέει ότι «οι περιστάσεις και τα πρόσωπα πρέπει να είναι κατάλληλα» εξηγεί γιατί το εγχείρημά μου να μετονομάσω το πλοίο Queen Elizabeth II σε Άλμπατρος είναι ανεπιτυχές ή άστοχο—κι αυτό γιατί δεν έχω εξουσιοδοτηθεί από την πλοιοκτήτρια εταιρεία για αυτό το ρόλο στην τελετή καθέλκυσης αλλά και γιατί ο χρόνος και ο χώρος δεν ήταν κατάλληλοι.

 

Συνθήκη Β

(i)                  Η διαδικασία πρέπει να εκτελεστεί σωστά. Π.χ., σε μια γαμήλια τελετή στη Βρετανία (θεωρητικά τουλάχιστον) τα όσα λέγονται είναι καθορισμένα—δεν αρκεί να πούμε κάτι παρεμφερές. Σημειώστε ότι κάτι που σημαίνει το ίδιο με το I will δεν επαρκεί. Πρέπει να χρησιμοποιηθούν αυτές ακριβώς οι λέξεις:

 

Παράδειγμα 8

Ιερεάς:        Will you take this woman…?

Γαμπρός:        Absolutely! I mean, I will…

 

(ii)                Η διαδικασία πρέπει να εκτελεστεί ολοκληρωμένα. Μέρος της διαδικασίας κατά την βρετανική νομοθεσία είναι ότι το πρόσωπο που παντρεύει το ζευγάρι αλλά και το ίδιο το ζευγάρι πρέπει να υπογράψουν παρουσία μαρτύρων. Κάποτε σε ένα γάμο ο ιερέας (που ήταν πολύ αφηρημένος) αλλά και το ζευγάρι ξέχασαν αυτό το μέρος του τυπικού. Ώρες μετά (και μάλιστα, αφού το ζευγάρι είχε ήδη κοιμηθεί) ο ιερέας χτυπούσε την πόρτα τους λέγοντας πως ο γάμος τους δεν είναι έγκυρος.

 

Συνθήκη Γ

(i)                  Αυτή είναι μια από τις πιο προβληματικές συνθήκες επιτυχίας του Austin και έχει προκαλέσει μάλιστα διαφωνίες. Το πιο απλό παράδειγμα θα ήταν μια περίπτωση γάμου όπου ένα από τους δύο αναγκάζεται να παντρευτεί υπό πίεση—οι εκβιαστικοί γάμοι γενικά δεν είναι νομικά δεσμευτικοί. Μια πιο δύσκολη περίπτωση θα ήταν να ισχυριστεί ένας από τους δύο (πολλές φορές χρόνια μετά το γάμο) ότι είχε «επιφυλάξεις».

 

(ii)                Είναι δύσκολο να βρούμε πολλά πειστικά παραδείγματα όπου καθορίζεται μετέπειτα συμπεριφορά. Η «μετέπειτα συμπεριφορά» στην περίπτωση του γάμου θα ήταν η ολοκλήρωση του γάμου με τη συνεύρεση των συζύγων. Εάν δεν ικανοποιηθεί αυτή η συνθήκη ο γάμος ακυρώνεται. Πάνω σε αυτή τη βάση της μη-ολοκλήρωσης ακυρώθηκε ο τέταρτος γάμος του Ερρίκου του VIII (με την Anne of Cleves). Εκείνη ισχυρίστηκε ότι ο γάμος τους δεν ολοκληρώθηκε, ενώ ο Ερρίκος δήλωσε ιπποτικά ότι την πρώτη νύχτα του γάμου: «… λαβώθηκα στην καρδιά από την ασχήμια της και την άφησα παρθένα όπως την βρήκα.» Βρήκα επίσης ένα πιο σύγχρονο παράδειγμα όσον αφορά την «μετέπειτα συμπεριφορά» από ένα επεισόδιο αστυνομικής σειράς, αλλά ενώ είναι καλή ιστορία δεν μπορώ να εγγυηθώ για την αυθεντικότητά του. Στο επεισόδιο αυτό, μια καθολική αστυνομικός εξομολογήθηκε ότι σκότωσε έναν εγκληματία και τον οδηγό του. Ο ιερέας της έδωσε άφεση αμαρτιών με τον όρο να παραδοθεί (το οποίο και έκανε).

 

2.4.2.2  Ρητή αναφορά στις συνθήκες επιτυχίας

Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι οι ομιλητές ενδέχεται να αναφερθούν σαφώς στους λόγους για τους οποίους μιλούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο (αυτό συμβαίνει συχνά στην πραγματολογία). Συχνά οι ομιλητές αναφέρονται μάλιστα ρητά στις συνθήκες επιτυχίας που τους επιτρέπουν να επιτελέσουν μια συγκεκριμένη πράξη. Π.χ., Με την ιδιότητά μου ως προέδρου…, Με την εξουσία που μου δίνεται από τις αρχές …, κλπ.

 

2.4.3        Συνεργατικά επιτελεστικά

Όπως παρατηρούν κάποιοι συγγραφείς (π.χ., Hancher 1979), υπάρχουν ορισμένα επιτελεστικά που δεν έχουν συνθήκες επιτυχίας (με την έννοια ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο πρέπει να πει συγκεκριμένες λέξεις σε ιδιαίτερες περιστάσεις), αλλά παρόλα αυτά η επιτυχία τους δεν είναι εγγυημένη. Για να είναι επιτυχή αυτά τα επιτελεστικά, απαιτείται η συνεργασία ή ανάληψη συγκεκριμένων υποχρεώσεων από κάποιον άλλον. Για παράδειγμα όταν λέμε σε κάποιον Πας στοίχημα 20 ευρώ ότι θα χιονίσει αύριο; δεν είναι προφανές ότι έχουμε στοιχηματίσει επιτυχώς αν δεν λάβουμε θετική απάντηση. Ένα στοίχημα επιτυγχάνεται όταν γίνει δεκτό από το άλλο πρόσωπο. Από μια πρώτη άποψη, τα συνεργατικά φαίνεται πως είναι λίγα, αλλά υπάρχουν ορισμένα σαφή παραδείγματα:

 

Στοιχηματίζω / σε πάω στοίχημα 20 ευρώ…

Σε προκαλώ σε μονομαχία / αναμέτρηση τα χαράματα …

Σου κληροδοτώ τον παπαγάλο μου

 

Όπως και με το στοίχημα, μια πρόκληση σε μονομαχία είναι επιτυχής μόνο όταν το άλλο πρόσωπο δεχτεί να μονομαχήσει. Επίσης κατά το ελληνικό νομικό σύστημα (όπως και πολλά άλλα) μια πράξη κληρονομιάς είναι επιτυχής εάν ο δικαιούχος αποδεχτεί την κληρονομιά (διαφορετικά θα μπορούσε κανείς να σας κληροδοτήσει κάτι πολύ ανεπιθύμητο—όπως τα χρέη του—και δε θα είχατε άλλη επιλογή από το να τα δεχτείτε). 

 

2.4.4        Συλλογικά επιτελεστικά

Ορισμένα επιτελεστικά παράγονται συλλογικά, δηλαδή από περισσότερα από ένα άτομα, π.χ. το υπόμνημα μιας συνόδου κορυφής, η εισήγηση μιας επιτροπής και, προφανώς, η ετυμηγορία ενός σώματος ενόρκων (στη Βρετανία τουλάχιστον, στο ανώτατο δικαστήριο ο δικαστής απαντά στη δήλωση του εκπροσώπου των ενόρκων ρωτώντας: «Και αυτή είναι η ετυμηγορία όλων σας;»). Τα συλλογικά επιτελεστικά μπορεί να ανήκουν σε οποιαδήποτε από τις τρεις προηγούμενες κατηγορίες. Παρακάτω δίνω παραδείγματα ενός συλλογικού μεταγλωσσικού (11), τελετουργικού (12) και συνεργατικού επιτελεστικού (13). Παρατηρήστε ότι το παράδειγμα 12 είναι επιτυχές μόνο όταν επιτελείται εκ μέρους όλης της επιτροπής—οι απόψεις μόνο ενός μέλους της επιτροπής δεν έχουν κανένα βάρος.

 

Παράδειγμα 11

Εμείς οι τρεις φίλοι ορκιζόμαστε να μην χωρίσουμε ποτέ…

 

Παράδειγμα 12

Κρίνουμε ότι δεν είστε ένοχος αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς.

Παράδειγμα 13

Συμφωνούμε στην ενοικίαση του εξοπλισμού υπό τους εξής όρους…

Παρακαλούμε ελέγξτε όλες τις λεπτομέρειες. Εάν σας βρίσκουν σύμφωνους, υπογράψτε και τα δύο αντίγραφα της σύμβασης, κρατήστε το άσπρο αντίγραφο και στείλτε το μπλε σε εμάς στον φάκελο που εσωκλείεται.

 

Όπως φαίνεται από το παράδειγμα 13, μια εταιρεία δεν μπορεί να κλείσει μιας συμφωνία ενοικίασης εξοπλισμού μονομερώς. Η συμφωνία επικυρώνεται μόνο όταν δώσει κανείς (εδώ εγγράφως) τη συγκατάθεσή του.

 

2.4.5        Επικάλυψη των κατηγοριών

Όπως θα έχετε παρατηρήσει, δεν είναι όλες οι κατηγορίες τόσο ξεκάθαρες και διακριτές όσο έχω ίσως υπαινιχθεί. Π.χ., θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι πολλά «τελετουργικά» επιτελεστικά είναι επίσης «συνεργατικής» φύσης. Επιτελεστικά όπως Βαπτίζεται η δούλη του θεού… είναι, από μια άποψη, επιτυχή μόνο εάν η ενδιαφερόμενη (ή τουλάχιστον οι εκπρόσωποί της) είναι πρόθυμη να δεχτεί τη βάπτιση. Παρομοίως, μερικά «συνεργατικά» επιτελεστικά εμπίπτουν επίσης στην κατηγορία των «τελετουργικών» επιτελεστικών (π.χ., κληροδοτώ). Και θα μπορούσε κανείς να γενικεύσει το επιχείρημα: μπορεί να γίνει μια αναγγελία αν δεν υπάρχει κανείς για να την ακούσει; Μπορεί να πει κανείς ότι ο Χ απολογήθηκε στον Ψ εάν το Ψ δεν δεχτεί την απολογία; Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει άραγε ένα «συνεργατικό» στοιχείο σε ορισμένα μεταγλωσσικά επιτελεστικά; Εξετάστε το παρακάτω γράμμα:

 

Παράδειγμα 14

Κυριακή 4η ημέρα του Αυγούστου

Προς κάθε ενδιαφερόμενο

 Εγώ ο Thomas Benjamin Swift, σήμερα, ημέρα Κυριακή του σωτηρίου έτους 1901, ομολογώ δια ταύτα το φόνο της Molly Brown, υπηρέτριας αυτού του ιδρύματος.

 Είχαμε συναντήσεις και με απείλησε ότι θα αποκαλύψει το γεγονός ότι είχε συλλάβει. Αυτό δεν μπορούσα να το επιτρέψω. Τώρα δεν μπορώ πλέον να ζω με το βάρος των ενοχών μου…

 Το γράμμα γράφτηκε το 1901, αλλά το έκρυψε κάτω από το ξύλινο πάτωμα στο δωμάτιο της υπηρέτριας και βρέθηκε μόλις το 1994. Η κ. Brown δεν αναφέρθηκε ποτέ ως αγνοούμενη, το σώμα της δεν βρέθηκε ποτέ και ο κ. Swift δεν κατηγορήθηκε ποτέ για τίποτε. Μπορούμε να δεχτούμε σοβαρά ως γνήσια ομολογία ένα γράμμα που δεν το είδε κανείς παρά μόνο 93 χρόνια μετά το έγκλημα; Φαίνεται πως μια ομολογία μπορεί να επιτύχει μόνο εάν κάποιος (έστω και ένας) ακούσει και καταλάβει τα όσα λέγονται ή γράφονται. Ουσιαστικά, τα περισσότερα ομιλιακά ενεργήματα απαιτούν για την επιτυχία τους κάποιου είδους δράση από τον ακροατή (και έτσι μπορούν να θεωρηθούν «συνεργατικά»).

 

2.4.6        Διαπολιτισμικές διαφορές στη χρήση των επιτελεστικών

Σε κάθε μία από τις κατηγορίες που σκιαγράφησε πιο πάνω μπορούμε να βρούμε διαπολιτισμικές διαφορές ως προς την γκάμα και τη χρήση των επιτελεστικών. Κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην περίπτωση επιτελεστικών που σχετίζονται με συγκεκριμένες πολιτισμικά τοποθετημένες τελετουργίες. Φυσικά, αν ζει κανείς σε μια χώρα όπου δεν υπάρχει η τελετουργία της βάπτισης, δε θα υπάρχει και επιτλεστικός τύπος Σε βαπτίζω… Ή μπορεί να υπάρχει μεν το ρήμα, αλλά να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί επιτελεστικά. Αυτό συμβαίνει με το ρήμα χωρίζω (με την έννοια «παίρνω διαζύγιο»): στη Βρετανία (όπως και στην Ελλάδα) το διαζύγιο υπάρχει και έχουμε και το σχετικό ρήμα χωρίζω, αλλά (ασχέτως θρησκείας) δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε επιτυχώς το εκφώνημα Σε χωρίζω για να διακόψουμε νόμιμα και μόνιμα τις σχέσεις μας με τον/την σύζυγό μας. Ακόμη και στις χώρες όπου ισχύουν οι (θρησκευτικοί) νόμοι της Σαρία, η ερμηνεία του εκφωνήματος μπορεί να διαφέρει κατά περίπτωση. Τα παρακάτω γεγονότα, όπως ανακοινώθηκε, συνέβησαν στο Πακιστάν αλλά, όπως πληροφορήθηκα, σε άλλά ισλαμικά κράτη οι χειρισμοί θα ήταν διαφορετικοί: 

Παράδειγμα 15

Ένα φοβερό μπέρδεμα συνέβη στο Πακιστάν με αφορμή μια τοπική σαπουνόπερα. Ο τηλεοπτικός σταρ Usman Pirzada χώρισε την τηλεοπτική σύζυγό του κατά τον παραδοσιακό μουσουλμανικό τρόπο, λέγοντας Talaq—δηλ. σε χωρίζω—τρεις φορές. Το πρόβλημα είναι ότι τη σύζυγό του στην τηλεοπτική σειρά την υποδύεται η πραγματική σύζυγός του, Samina. Τώρα οι ουλεμάδες λένε ότι το διαζύγιο είναι δεσμευτικό, παρότι τα λόγια ειπώθηκαν για καλλιτεχνικούς λόγους. Στο διάταγμά τους ισχυρίζονται ότι ο Προφήτης καθόρισε ότι όσον αφορά τρία θέματα (γάμο, διαζύγιο και την απελευθέρωση σκλάβων) λόγια που λέγονται χωρίς πρόθεση ή ακόμη και για αστείο δεν μπορούν να ανακληθούν. Είναι λοιπόν διαζευγμένοι και διαζευγμένοι πρέπει να παραμείνουν.

 Αυτό το παράδειγμα δείχνει επίσης το γεγονός ότι ένα επιτελεστικό ρήμα το οποίο σε μια γλώσσα ή πολιτισμό υπόκειται σε συνθήκες επιτυχίας (π.χ., την απαίτηση ότι το επιτελεστικό πρέπει να εκφωνηθεί με σοβαρή πρόθεση), σε μια άλλη γλώσσα ή πολιτισμό είναι πιθανόν να μην υπόκειται σε καμία τέτοια συνθήκη.

 

2.4.7        Η κατάρρευση της επιτελεστικής υπόθεσης του Austin

Μέσω της επιτελεστικής υπόθεσης, ο Austin μπόρεσε να δείξει ότι οι άνθρωποι δε χρησιμοποιούν τη γλώσσα απλά για να κάνουν δηλώσεις σχετικά με τον κόσμο· οι άνθρωποι χρησιμοποιούν επίσης τη γλώσσα για να επιτελέσουν πράξεις, πράξεις που επηρεάζουν και αλλάζουν τον κόσμο με κάποιον τρόπο. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι πολύ μικρό (π.χ., ο Α προσφέρει στον Β ένα φλυτζάνι τσάι) ή μπορεί να είναι τεράστιο (π.χ., η χώρα Α κηρύσσει πόλεμο στην χώρα Β). Οι ιδέες του Austin είχαν σαν αποτέλεσμα να αλλάξει ριζικά ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τη γλώσσα και οδήγησαν άμεσα στην ανάπτυξη της πραγματολογίας ως χώρου της γλωσσολογικής έρευνας. Και τα επιτελεστικά παραμένουν ένα πολύ σαφές παράδειγμα, το κατ’ εξοχήν παράδειγμα του «πως κάνουμε πράγματα με λέξεις». Όμως, η άποψη ότι μόνο τα επιτελεστικά ρήματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επιτέλεση πράξεων ήταν ασύστατη. Η επιτελεστική υπόθεση του Austin κατέρρευσε για διάφορους λόγους: 

(i)                  Δεν υπάρχει τυπικός (γραμματικός) τρόπος διάκρισης των επιτελεστικών από τα άλλα ρήματα. 

(ii)                Η παρουσία ενός επιτελεστικού ρήματος δεν εγγυάται την επιτέλεση της συγκεκριμένης πράξης (πρβλ. π.χ., έμμεσα λεκτικά ενεργήματα). 

(iii)               Υπάρχουν τρόποι για να «κάνουμε πράγματα με λέξεις» που δεν συνεπάγονται τη χρήση επιτελεστικών ρημάτων. 

2.4.7.1  Η γραμματική διαφοροποίηση των επιτελεστικών

Ο Austin σύντομα κατάλαβε ότι η γραμματική βάση πάνω στην οποία είχε αρχικά επιχειρήσει να διακρίνει τα επιτελεστικά από άλλα εκφωνήματα (βλ. 2.4) δεν ήταν σωστή. Τα επιτελεστικά, όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει, μπορούν να είναι στον ενικό ή τον πληθυντικό αριθμό. Μπορούν επίσης να είναι προφορικά ή γραπτά (όπως στα παραδείγματα 16 και 17):

 

Παράδειγμα 16

Με την παρούσα επιστολή μου παραιτούμαι από την προεδρία των ΗΠΑ. Ειλικρινά, George Bush.

 

Παράδειγμα 17

Ο συγγραφέας διεκδικεί [διατηρεί] το ηθικό δικαίωμα να αναγνωρίζεται ως συγγραφέας αυτού του έργου.

 

Ο Austin αντιλήφθηκε ότι τα επιτελεστικά δεν χρειάζεται να είναι στο πρώτο πρόσωπο (π.χ. το παράδειγμα 18 επιτελεί την πράξη της κρίσης ενός κατηγορουμένου ως αθώου το ίδιο καλά με το παράδειγμα 12):

 

Παράδειγμα 18

Το δικαστήριο κρίνει [βρίσκει] ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος.

 

Ούτε είναι, επίσης, ουσιώδες για ένα επιτελεστικό να είναι στην ενεργητική φωνή:

 

Παράδειγμα 19

Η σύμβασή σας με την εταιρεία μας τερματίζεται με άμεση ισχύ.

Τέλος, δεν είναι απαραίτητο, όπως είχε αρχικά θεωρηθεί για την αγγλική τουλάχιστον, τα επιτελεστικά ρήματα να είναι σε απλό ενεστώτα χρόνο.

 

2.4.7.2  Επιτελούν πάντα πράξεις τα επιτελεστικά;

Έχουμε ήδη διαπιστώσει ότι τα «τελετουργικά» και τα «συνεργατικά» επιτελεστικά μπορεί να αποτύχουν διότι δεν τηρούνται οι απαιτούμενες συνθήκες επιτυχίας. Όμως, έγινε επίσης σαφές ότι τα υποτιθέμενα αυτο-επαληθευόμενα «μεταγλωσσικά» επιτελεστικά ενδέχεται επίσης να αποτύχουν. Εξετάστε το παρακάτω παράδειγμα:

 

Παράδειγμα 22

Σου υπόσχομαι ότι θα κατέβω εκεί κάτω και θα σε χτυπήσω αν δεν βγάλεις το σκασμό!

 

Αυτό το εκφώνημα επιτελεί σαφώς μια πράξη, αλλά όχι την πράξη που καθορίζει το επιτελεστικό ρήμα. Ακόμη και εκτός συμφραζομένων, είναι δύσκολο να εκλάβουμε το παράδειγμα 22 σαν οτιδήποτε άλλο πέρα από απειλή, παρά τη χρήση της λέξης υπόσχομαι στο εκφώνημα. Αργότερα, ο Searle επιχείρησε να λύσει αυτό το πρόβλημα—κατά τη γνώμη μου χωρίς επιτυχία.

 

2.4.7.3  Πώς να κάνετε πράγματα χωρίς επιτελεστικά ρήματα

Ο πιο σημαντικός λόγος για την κατάρρευση της επιτελεστικής υπόθεσης του Austin ήταν η συνειδητοποίηση ότι ο Austin εξίσωνε (σιωπηρά τουλάχιστον) «την επιτέλεση πράξεων με λέξεις» με την ύπαρξη ενός αντίστοιχου επιτελεστικού ρήματος. Αυτό είναι προφανώς λάθος: υπάρχουν πολλές πράξεις που επιτελούνται με τη χρήση της γλώσσας όπου θα ήταν αδύνατον ή πολύ ασυνήθιστο να χρησιμοποιήσουμε ένα επιτελεστικό ρήμα. Αναλογιστείτε πράξεις για τις οποίες η ελληνική γλώσσα (ή άλλες γλώσσες) δεν έχει επιτελεστικά ρήματα, όπως είναι «η αποκάλυψη ενός μυστικού», «το να κάνουμε κάτι βούκινο», «το να πατήσουμε πόδι για κάτι», «το να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας», «το να πατήσουμε τον κάλο κάποιου», κλπ. Οι άνθρωποι δεν λένε: Δια ταύτα σου πατάω τον κάλο, ή Δια ταύτα το κάνω βούκινο, κι όμως, αυτές είναι (δυστυχώς) πολύ συνηθισμένες πράξεις που επιτελούμε με την γλώσσα. Κοιτάξτε το παρακάτω παράδειγμα:

 

Παράδειγμα 23

Ταμπέλα σε κατάστημα.

Αντίκες

                Μόνο σοβαρές ερωτήσεις

Χτυπήστε το κουδούνι για εξυπηρέτηση

ΟΧΙ ΣΟΥΛΑΤΣΑΔΟΡΟΙ!

  Είναι προφανές τι κάνει αυτή η ταμπέλα: αποθαρρύνει τυχόν περαστικούς που θα ήθελαν να χαζέψουν το εμπόρευμα χωρίς να έχουν σοβαρή πρόθεση να κάνουν αγορές. Δεν υπάρχει τρόπος να γίνει αυτό χρησιμοποιώντας ένα επιτελεστικό ρήμα, δεδομένου ότι δεν υπάρχει τέτοιο επιτελεστικό στα ελληνικά (και αμφιβάλλω αν υπάρχει και σε πολλές άλλες γλώσσες).

 

Συχνά χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να προσβάλουμε, αλλά (εκτός κι αν πρόκειται για σουρεαλιστική κωμωδία) είναι αδύνατον να πούμε: (Δια ταύτα) σε προσβάλω! Χρησιμοποιούμε συχνά τη γλώσσα για να προσκαλέσουμε κάποιον, αλλά δεν συνηθίζεται να λέμε Σε προσκαλώ για να επιτελέσουμε την πράξη της πρόσκλησης. Και το ίδιο ακριβώς συμβαίνει για πολλές άλλες συνηθισμένες πράξεις: προσφορά, υπαινιγμός, κομπασμός, αποκάλυψη, έκφραση γνώμης, κλπ., είναι όλα παραδείγματα πράξεων για την επιτέλεση των οποίων θα ήταν παράξενο να χρησιμοποιήσουμε ένα επιτελεστικό ρήμα (αλλά σημειώστε ότι αναφερόμενοι σε τέτοιες πράξεις θα λέγατε Με προσκάλεσε…, Υπαινίχθηκε ότι…, Τους αποκάλυψε ότι…). Υπάρχουν εκατοντάδες τέτοια παραδείγματα. Δεδομένων των αντι-παραδειγμάτων αυτού του τύπου, ο Austin, στο έκτο κεφάλαιο του How to Do Things With Words πρότεινε εν συντομία μια διάκριση μεταξύ κύριων επιτελεστικών (primary performatives) (τα οποία, ακολουθώντας τον Levinson 1983, θα ονομάσω ρητά επιτελεστικά (explicit performatives)) και έμμεσων επιτελεστικών (implicit performatives).

 

2.4.8        Ρητά και έμμεσα επιτελεστικά

Ένα ρητό επιτελεστικό (του τύπου που είδαμε ως τώρα) μπορεί να εννοηθεί σαν ένας μηχανισμός που επιτρέπει στον ομιλητή να αποτρέψει κάθε πιθανότητα παρεξήγησης της ισχύος ενός εκφωνήματος. Συγκρίνετε τα παρακάτω: 

(i)                  Σας υπενθυμίζουμε ότι όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης πρέπει να επιστραφούν μέχρι την 9η Ιουνίου.

(ii)                 Με αυτό το σημείωμα σας υπενθυμίζουμε ότι όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης πρέπει να επιστραφούν μέχρι την 9η Ιουνίου.

(iii)               Παρακαλούμε να επιστρέψετε όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης μέχρι την 9η Ιουνίου.

(iv)              Όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης πρέπει να επιστραφούν μέχρι την 9η Ιουνίου.

  Βλέπουμε ότι οι προτάσεις (i), (ii), (iii) και (iv) επιτελούν όλες την ίδια πράξη—την πράξη της υπενθύμισης σε όσους έχουν δανειστεί βιβλία να τα επιστρέψουν μέχρι μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Αλλά ενώ στο εκφώνημα (i) έχουμε ένα ρητό επιτελεστικό ρήμα για την επιτέλεση της πράξης της υπενθύμισης, στα (ii)-(iv) η ίδια πράξη επιτελείται με διαφορετικά μη-επιτελεστικά εκφωνήματα. Και ενώ μπορούμε σίγουρα να πούμε, ακολουθώντας τον Austin, ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές σημασίας μεταξύ ρητών και έμμεσων επιτελεστικών, από την άλλη μεριά (πριν εγκαταλείψουμε εντελώς αυτή τη διάκριση) αξίζει τον κόπο να εξετάσουμε τη διαφορά στη χρήση ενός επιτελεστικού εκφωνήματος και του μη-επιτελεστικού αντιστοίχου του. Ορισμένες περιστάσεις (συνήθως πολύ επίσημες ή τελετουργικού χαρακτήρα) απαιτούν χρήση ενός συγκεκριμένου τύπου γλώσσας, ενώ άλλες υπονοούν μια υφολογική διαφορά (π.χ., στο βαθμό επισημότητας που εκφράζεται) ή υπονοούν μια διαφορά έμφασης. Δίνω εδώ μερικά παραδείγματα:

 

(i)                  Συγγνώμη / Απολογούμαι

(ii)                 Λυπάμαι

 

Η πρόταση (i) μοιάζει γενικά πιο επίσημη από την πρόταση (ii).

 

(iii)               Σε διαβεβαιώ, έστειλα όντως την αίτησή μου εμπρόθεσμα

(iv)              Έστειλα όντως την αίτησή μου εμπρόθεσμα

 

Η πρόταση (iii) είναι πιο εμφατική από την πρόταση (iv).

 

(v)                Ορκίζομαι ότι σε αγαπάω

(vi)               Σε αγαπάω

 

Σε αυτήν την περίπτωση, το επιτελεστικό θα ήταν απαραίτητο μόνο όταν φαίνεται να υπάρχει κάποια αμφιβολία από την πλευρά του αγαπημένου προσώπου. Θα μπορούσε επίσης να είναι μια δεύτερη προσπάθεια διαβεβαίωσης κάποιου—συχνά βλέπουμε ότι ο ομιλητής προσπαθεί πρώτα με ένα έμμεσο επιτελεστικό και στη συνέχεια προχωρά σε ένα ρητό επιτελεστικό μόνο αν αποτύχει η πρώτη προσπάθεια. Οι άνθρωποι συχνά αποφεύγουν τη χρήση ρητών επιτελεστικών επειδή σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται πως υπονοεί μια άνιση σχέση εξουσίας ή ακόμη και ειδικά δικαιώματα από πλευράς του ομιλητή. Όπως παρατηρεί ο Alston (1980: 130), η χρήση ενός ρητού επιτελεστικού συνεπάγεται κάποιο ρίσκο:

[η χρήση του]… κατά κάποιο τρόπο αλλάζει το συνηθισμένη θέση (status) του ομιλητή· είναι σα να προτάσσει κανείς το στήθος του ή να κουτσαίνει.

 

2.5              Τα εκφωνήματα ως πράξεις

Στο ενδέκατο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Austin εγκαταλείπει εντελώς τη διάκριση μεταξύ «συστατικών» εκφωνημάτων (constatives—δηλ. δηλώσεων) και όλων των ειδών των επιτελεστικών εκφωνημάτων. Θεωρείται ότι και οι δηλώσεις έχουν μια επιτελεστική πλευρά, και αυτό που χρειάζεται τώρα είναι να διακρίνουμε μεταξύ της αληθειακής πλευράς μιας δήλωσης και της πράξης την οποία επιτελεί· μεταξύ της σημασίας των λέξεων του ομιλητή και της προσλεκτικής ισχύος τους (illocutionary force).

 

2.5.1        Locution, illocution, perlocution

Όπως είδαμε στο παράδειγμα της δίκης του Bentley, τα εκφωνήματα δεν έχουν μόνο έννοια (π.χ., σήμαιναν άραγε τα λόγια του Bentley Σκότωσέ τον! ή Παράδωσε το όπλο σου!;) αλλά και ισχύ (π.χ., παρακίνηση του Craig σε φόνο, ή συμβουλή στον Craig να παραδοθεί). Ο Austin, μάλιστα, έκανε μια τριμερή διάκριση: 

Εκφωνητική πράξη (locution / locutionary act): τα όσα πράγματι ειπώθηκαν  

Προσλεκτική πράξη ή ενδολεκτική πράξη (illocution / illocutionary act): η ισχύς ή πρόθεση του ομιλητή πίσω από τις λέξεις  

Δια-λεκτική πράξη (perlocution / perlocutionary act): το αποτέλεσμα της προσλεκτικής πράξης στον ακροατή

  Για παράδειγμα, μπορεί να πω: Κάνει ζέστη εδώ μέσα! (εκφωνητική πράξη), εννοώντας: Θέλω λίγο καθαρό αέρα! (προσλεκτική πράξη) και το δια-λεκτικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι ότι κάποιος ανοίγει το παράθυρο. Γενικά μιλώντας, υπάρχει μια στενή και προβλέψιμη σχέση μεταξύ εκφωνητικής πράξης και δια-λεκτικής πράξης (αποτελέσματος) όπως στο παρακάτω παράδειγμα:

 

Παράδειγμα 25

Μεταξύ φίλων

 Γιαννάκη αν δεν καθίσεις να φάμε παρέα θα σε υποβάλω σε φρικτά βασανιστήρια! Εμπρός μαρς—πάρε καρέκλα και παλουκώσου!

 Ο Γιάννης κάθεται στο τραπέζι.

  Ο Γιάννης ερμηνεύει σωστά την προσλεκτική ισχύ του εκφωνήματος του φίλου του ως πρόσκληση ή παράκληση (με τη μορφή ψεύτικης απειλής). Όλοι οι ικανοί ενήλικες ομιλητές μιας γλωσσάς μπορούν να προβλέψουν ή να ερμηνεύσουν την επιδιωκόμενη προσλεκτική ισχύ με αρκετή ακρίβεια τις περισσότερες φορές—τα ανθρώπινα όντα δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν κοινωνικά αν δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το πώς θα αντιδράσει ο συνομιλητής τους, αν και, φυσικά, τα πράγματα μπορεί να μην είναι πάντα τόσο εύκολα, όπως συμβαίνει, π.χ., στο παρακάτω παράδειγμα:

 

Παράδειγμα 26

Ένας άντρας και μια γυναίκα μπαίνουν σε μια γκαλερί τέχνης. Ο άνδρας κρατά μια πλαστική τσάντα. Η γυναίκα πηγαίνει να αγοράσει εισιτήρια, ενώ ο σύζυγός της έχει ήδη προχωρήσει.

Φύλακας:                Θα ήθελε μήπως ο κύριος να αφήσει την τσάντα του εδώ;

Γυναίκα:                Ω, όχι ευχαριστούμε. Δεν είναι βαριά.

Φύλακας:                Μόνο που… ξέρετε… είχαμε μια κλοπή εδώ χτες.

  Η προσλεκτική ισχύς του πρώτου εκφωνήματος του Φ είναι μια παράκληση να αφήσει ο σύζυγος της Γ την τσάντα του, αλλά η Γ την ερμηνεύει ως προσφορά. Μέρος του προβλήματος προκύπτει από το γεγονός ότι η ίδια εκφωνητική πράξη θα μπορούσε να έχει διαφορετική προσλεκτική ισχύ σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Π.χ., το εκφώνημα Τι ώρα είναι; θα μπορούσε, σε σχέση με τα συμφραζόμενα του εκφωνήματος, να σημαίνει οτιδήποτε από τα παρακάτω: 

Ο ομιλητής θέλει να του πει ο ακροατής τη ώρα

Ο ομιλητής είναι ενοχλημένος γιατί ο ακροατής έχει αργήσει

Ο ομιλητής νομίζει ότι είναι ώρα να πάει σπίτι του ο ακροατής

 

2.5.2        Λεκτικές πράξεις

Ο Austin αρχικά (1960: 52) χρησιμοποίησε τον όρο λεκτικές πράξεις (speech acts) για να αναφερθεί σε ένα εκφώνημα και στη «συνολική περίσταση στα πλαίσια της οποίας παράγεται το εκφώνημα». Σήμερα ο όρος «λεκτική πράξη» χρησιμοποιείται ως ισοδύναμος της «προσλεκτικής πράξης»—πρακτικά, θα δείτε ότι οι όροι λεκτική πράξη, προσλεκτική πράξη, προσλεκτική ισχύς, πραγματολογική ισχύς ή και απλά ισχύς, σημαίνουν όλοι το ίδιο πράγμα—παρότι η χρήση ενός αντί του άλλου μπορεί να υπονοεί διαφορετικές θεωρητικές τοποθετήσεις.

 

Όπως ακριβώς οι ίδιες λέξεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επιτέλεση διαφορετικών λεκτικών πράξεων, έτσι και διαφορετικές λέξεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να επιτελέσουν την ίδια λεκτική πράξη. Τα παρακάτω εκφωνήματα δείχνουν διαφορετικούς τρόπους επιτέλεσης της πράξης ζητάω από κάποιον να κλείσει την πόρτα: 

Κλείσε την πόρτα!

Θα μπορούσες να κλείσεις την πόρτα;

Ξέχασες την πόρτα;

Σε τσαντίρι / σε στάβλο γεννήθηκες;

Πόρταααααα!

Τι κάνουν τα μεγάλα παιδιά όταν μπαίνουν σε ένα δωμάτιο, Γιαννάκη;

 

2.6              Συμπέρασμα

Σε αυτό το κεφάλαιο είδαμε πώς τα εκφωνήματα επιτελούν πράξεις, πώς οι ομιλητές μπορεί να εννοούν πολύ περισσότερα από αυτά που λένε οι λέξεις που χρησιμοποιούν. Στο επόμενο κεφάλαιο θα εξετάσουμε πώς οι ακροατές περνούν από αυτά που λέγονται σε αυτά που εννοούνται.

 

 

 

 



[1] Μετάφραση & προσαρμογή του Κεφ. 2 του βιβλίου της Jenny Thomas (1995) Meaning in Interaction: An Introduction to Pragmatics, London: Longman από τον Κ. Κανάκη.