ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ[1]

George Yule

                                   

1.      Πραγματολογία: Ορισμοί και παρασκήνιο

Η πραγματολογία ασχολείται με τη μελέτη της σημασίας όπως επικοινωνείται από έναν ομιλητή (ή γράφοντα) και ερμηνεύεται από έναν ακροατή (ή αναγνώστη). Συνεπώς, έχει περισσότερο να κάνει με την ανάλυση αυτού που εννοούν οι άνθρωποι με τα εκφωνήματά τους παρά με το τι μπορεί να σημαίνουν, από μόνες τους, οι ίδιες οι λέξεις και οι φράσεις που χρησιμοποιούνται  σε αυτά τα εκφωνήματα. Πραγματολογία, λοιπόν, είναι η μελέτη της σημασίας του ομιλητή.

 Αυτό το είδος μελέτης αναγκαστικά συνεπάγεται ερμηνεία των όσων εννοούν οι άνθρωποι σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα και πώς τα συμφραζόμενα αυτά επηρεάζουν αυτό που λέγεται. Απαιτεί εξέταση του πώς οι ομιλητές οργανώνουν αυτό που θέλουν να πουν σε σχέση με αυτούς στους οποίους μιλούν (το ακροατήριό τους), που, πότε και υπό ποιες συνθήκες. Πραγματολογία, λοιπόν, είναι η μελέτη της συμφραστικής σημασίας.

 Αυτή η προσέγγιση εξετάζει επίσης , κατ’ ανάγκη, πώς οι ακροατές μπορούν να κάνουν υποθέσεις σχετικά με τα όσα λέγονται προκειμένου να φτάσουν σε μια ερμηνεία αυτού που θέλει να πει ο ομιλητής (δηλ. στην επιδιωκόμενη—από τον ομιλητή—σημασία). Αυτός ο τύπος μελέτης ερευνά το πώς μεγάλο μέρος των όσων δεν λέγονται αναγνωρίζεται ως μέρος των όσων, τελικά, επικοινωνούνται. Μπορούμε ίσως να πούμε ότι είναι η διερεύνηση της αόρατης σημασίας. Πραγματολογία, λοιπόν, είναι η μελέτη του πώς κατορθώνουμε να επικοινωνήσουμε περισσότερα από όσα λέμε.

 Αυτή η προοπτική εγείρει το ερώτημα του καθορισμού της επιλογής μεταξύ του τι όντως λέγεται και τι όχι. Η βασική απάντηση συνδέεται με την έννοια της απόστασης. Η εγγύτητα, είτε είναι φυσική, είτε κοινωνική, ή εννοιολογική, υπονοεί κοινή εμπειρία. Κάνοντας υποθέσεις ως προς την απόσταση που τους χωρίζει από τους ακροατές τους, οι ομιλητές καθορίζουν πόσα πρέπει όντως να πουν. Πραγματολογία, λοιπόν, είναι η μελέτη της (γλωσσικής;) έκφρασης της σχετικής απόστασης.

 Αυτές είναι οι τέσσερις περιοχές που αφορούν την πραγματολογία. Προκειμένου να κατανοήσουμε πως εξελίχθηκαν έτσι τα πράγματα, πρέπει να ανατρέξουμε, σύντομα, στη σχέση της με άλλες περιοχές της γλωσσολογικής ανάλυσης.

 

2.      Σύνταξη, σημασιολογία και πραγματολογία

Μια παραδοσιακή διάκριση στη γλωσσολογική ανάλυση αντιπαραβάλει την πραγματολογία με τη σύνταξη και τη σημασιολογία. Η σύνταξη είναι η μελέτη των σχέσεων μεταξύ γλωσσικών τύπων, το πως οργανώνονται σε ακολουθίες, καθώς και ποιες ακολουθίες είναι καλοσχηματισμένες. Αυτού του τύπου η μελέτη γενικά προχωρά χωρίς να λαμβάνει υπόψη της ένα σύμπαν αναφοράς ή έναν οποιονδήποτε χρήστη αυτών των γλωσσικών τύπων. Η σημασιολογία είναι η μελέτη των σχέσεων μεταξύ γλωσσικών τύπων και οντοτήτων στον έξω κόσμο· δηλαδή, μελετά πώς οι λέξεις σχετίζονται, κυριολεκτικά, με πράγματα. Η σημασιολογική ανάλυση επιχειρεί επίσης να καθορίσει τις σχέσεις  μεταξύ γλωσσικών περιγραφών και κατάστασης πραγμάτων (state of affairs) στον κόσμο ως ακριβείς (αληθείς) ή όχι, άσχετα με το ποιος παράγει αυτήν την περιγραφή.

Η πραγματολογία είναι η μελέτη των σχέσεων μεταξύ γλωσσικών τύπων και αυτών που κάνουν χρήση αυτών των γλωσσικών τύπων. Σε αυτήν την τριμερή διάκριση, μόνο η πραγματολογία επιτρέπει να μπει ο ανθρώπινος παράγοντας στην ανάλυση. Το πλεονέκτημα του να μελετά κανείς τη γλώσσα μέσω της πραγματολογίας είναι ότι μπορεί να μιλήσει για το τι έχουν όντως πρόθεση να πουν οι άνθρωποι (επιδιωκόμενη σημασία), για τις υποθέσεις τους, τους σκοπούς ή τους στόχους τους και για τα είδη των πράξεων (π.χ., παρακλήσεις) που επιτελούν όταν μιλούν. Το μεγάλο μειονέκτημα είναι πως όλες αυτές οι απολύτως ανθρώπινες έννοιες είναι εξαιρετικά δύσκολο να αναλυθούν με συστηματικό (συνεπή) και αντικειμενικό τρόπο. Δυο φίλοι που συζητούν μπορεί να υπονοήσουν ορισμένα πράγματα και να συνάγουν κάποια άλλα χωρίς να μας παρέχουν μια σαφή γλωσσική απόδειξη που μπορούμε, στη συνέχεια, να επικαλεστούμε ως καθαρή (explicit) πηγή «της σημασίας» των όσων επικοινωνήθηκαν. Το παράδειγμα (1) είναι μια τέτοια προβληματική περίπτωση. Άκουσα τους ομιλητές, ήξερα τι έλεγαν, αλλά δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι επικοινωνήθηκε.

(1)               Αυτή: Λοιπόν—το έκανες;

Αυτός: Έλα τώρα—και ποιος δεν θα το έκανε;

Έτσι, η πραγματολογία είναι γοητευτική γιατί ασχολείται με το πώς οι άνθρωποι αλληλο-κατανοούνται γλωσσικά. Αλλά μπορεί να είναι και απογοητευτική σαν χώρος μελέτης εφόσον απαιτεί από μας να καταλάβουμε τους ανθρώπους και αυτό που έχουν στο μυαλό τους.

 

  1. Κανονικότητα

Ευτυχώς, οι άνθρωποι τείνουν να συμπεριφέρονται με κανονικούς (πρβλ. αναμενόμενους ή προβλέψιμους) τρόπους όταν χρησιμοποιούν τη γλώσσα. Μέρος αυτής της κανονικότητας προέρχεται από το γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι μέλη κοινωνικών ομάδων και ακολουθούν γενικά μοτίβα συμπεριφοράς που είναι αναμενόμενα εντός της ομάδας. Στα πλαίσια μιας κοινωνικής ομάδας που μας είναι οικεία, μας είναι γενικά εύκολο να είμαστε ευγενείς και να μιλάμε με τρόπο κατάλληλο προς την περίσταση. Σε μια νέο, ανοίκειο κοινωνικό περιβάλλον, συχνά δεν είμαστε σίγουροι για το τι πρέπει να πούμε και ανησυχούμε μήπως πούμε λάθος πράγματα.

Ο G. Yule αναφέρει ότι όταν ζούσε στη Σαουδική Αραβία, έτεινε να απαντά σε ερωτήσεις σχετικές με την υγεία του (αντίστοιχες του «Τι κάνεις;» ή «Πώς είσαι;») με την αντίστοιχη συνηθισμένη του απάντηση: «καλά» ή «πολύ Καλά». Όμως, τελικά, παρατήρησε ότι κάνοντας ο ίδιος σε άλλους παρόμοιες ερωτήσεις, συνήθως του απαντούσαν με μια φράση που είχε το κυριολεκτικό νόημα «Δόξα τω θεώ». Σύντομα έμαθε να χρησιμοποιεί την νέα έκφραση, θέλοντας να είναι ο λόγος του πραγματολογικά άρτιος σε αυτό το συμφραζόμενο. Η πρώτη του απάντηση δεν ήταν «λάθος» (το λεξιλόγιο και η προφορά δεν ήταν λανθασμένα), όμως διαβίβαζε ή επικοινωνούσε το μήνυμα ότι ο ίδιος δεν ήταν μέλος εκείνης της κοινωνικής ομάδας και έτσι απαντούσε με αναπάντεχο τρόπο. Με άλλα λόγια, αυτά που επικοινωνούνταν με την απάντησή του ήταν περισσότερα από τα όσα λέγονταν. Στην αρχή δεν το ήξερε αυτό: είχε μάθει κάποιους γλωσσικούς τύπους της αραβικής γλώσσας χωρίς να έχει μάθει τις πραγματολογικές παραμέτρους της χρήσης τους σε ένα κανονικό μοτίβο από τα μέλη της ομάδας.

Μια άλλη μορφή κανονικότητας στη χρήση της γλώσσας προέρχεται από το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι σε μια γλωσσική κοινότητα έχουν παρόμοιες εμπειρίες από τον κόσμο και μοιράζονται πολύ μη-γλωσσική γνώση. Ας υποθέσουμε ότι, στο μέσο μιας συζήτησης, αναφέρω την πληροφορία στο (2).

(2)               Βρήκα ένα παλιό ποδήλατο πεσμένο στο έδαφος. Η αλυσίδα ήταν σκουριασμένη και τα λάστιχα ήταν σκασμένα. 

Είναι μάλλον απίθανο να με ρωτήσετε για ποιο λόγο αναφέρθηκε αλυσίδα και λάστιχα. Μπορώ κανονικά να υποθέσω ότι θα συνάγετε ότι εάν το Χ είναι ποδήλατο, τότε το Χ έχει αλυσίδα και λάστιχα (και πολλά άλλα κανονικά κομμάτια). Δεδομένου αυτού του είδους υπόθεσης, θα ήταν πραγματολογικά παράξενο αν είχα εκφράσει το (2) όπως στο (3) παρακάτω. 

(3)               Βρήκα ένα παλιό ποδήλατο. Ένα ποδήλατο έχει αλυσίδα. Η αλυσίδα ήταν σκουριασμένη. Ένα ποδήλατο έχει επίσης λάστιχα. Τα λάστιχα ήταν σκασμένα.

Αν το έκανα αυτό, πιθανόν να σκεφτόσαστε ότι θέλω να επικοινωνήσω περισσότερα  από όσα λέω και ότι σας συμπεριφέρομαι σαν κάποιον που δεν έχει βασικές γνώσεις (δηλ. σαν ηλίθιο). Και Πάλι, τίποτε στη χρήση των γλωσσικών τύπων δεν είναι λάθος, αλλά το να έχει κανείς λάθος ιδέα για τους πραγματολογικούς παράγοντες μπορεί να είναι προσβλητικό.

Τα είδη των κανονικοτήτων που μόλις περιγράψαμε είναι εξαιρετικά απλά παραδείγματα γλωσσικής χρήσης που ουσιαστικά αγνοούνται από τις περισσότερες γλωσσολογικές αναλύσεις. Για να καταλάβουμε γιατί η διερεύνηση αυτών (και πολλών άλλων) πλευρών της καθημερινής γλωσσικής χρήσης έχει αποτελέσει την κυρίαρχη περιοχή της πραγματολογίας, πρέπει να ρίξουμε μια πολύ σύντομη ματιά στην ιστορία του χώρου για να δούμε πώς κατέληξαν τα πράγματα να είναι όπως είναι.

 

  1. Ο πραγματολογικός σκουπιδοτενεκές

Για μια μεγάλη περίοδο στην μελέτη της γλώσσας, έχει υπάρξει πολύ έντονο ενδιαφέρον στα τυπικά (φορμαλιστικά) συστήματα ανάλυσης, που συχνά προέρχονται από τα μαθηματικά και τη λογική. Δόθηκε έμφαση στην ανακάλυψη κάποιων από τις αφηρημένες αρχές που βρίσκονται στο επίκεντρο της γλώσσας. Βάζοντας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους, και στο κέντρο του γραφείου τους, την διερεύνηση των αφηρημένων, και πιθανόν καθολικών, χαρακτηριστικών της γλώσσας, οι γλωσσολόγοι και οι φιλόσοφοι της γλώσσας έτειναν να παραγκωνίζουν στοιχεία για την καθημερινή γλωσσική χρήση. Απασχολημένοι καθώς ήσαν με τις γενικές αρχές, έτειναν να παραμερίζουν πολλά στοιχεία για την καθημερινή γλώσσα εν χρήσει (ordinary language), έτσι που αυτά κατέληγαν στο καλάθι των αχρήστων. Αυτό το παραγεμισμένο καλάθι έχει αποτελέσει την πηγή των όσων θα συζητήσουμε στη συνέχεια. Αξίζει να θυμόμαστε ότι τα περιεχόμενα αυτού του σκουπιδοτενεκέ δεν οργανώθηκαν αρχικά υπό μια και μόνη κατηγορία. Χαρακτηρίζονταν αποφατικά (αρνητικά), ως πράγματα που δεν ήταν εύκολο να εξηγηθούν εντός των ορίων των τυπικών συστημάτων ανάλυσης. Συνεπώς, προκειμένου να καταλάβουμε ορισμένα από τα περιεχόμενα που θα βγάλουμε από τον σκουπιδοτενεκέ, πρέπει πρώτα να δούμε πως κατέληξαν εκεί.

Το ενδιαφέρον πολλών γλωσσολόγων και φιλοσόφων της γλώσσας  εστιάστηκε στην ανάλυση της γλωσσικής δομής. Παρατηρήστε την πρόταση (4). 

(4)               The duck ran up to Mary and licked her.

Μια συντακτική προσέγγιση σε αυτήν την πρόταση θα ασχολούταν με τους κανόνες που καθορίζουν τη σωστή δομή και (ταυτόχρονα) αποκλείουν τυχόν λανθασμένες ακολουθίες όπως * ‘Up duck Mary to the ran’. Η συντακτική ανάλυση θα έπρεπε επίσης να δείξει ότι υπάρχει ένα στοιχείο που λείπει (‘and __ licked her’) πριν από το ρήμα ‘licked’ και να εξηγήσει τους κανόνες που επιτρέπουν αυτό το κενό, ή να αποδεχτεί την αντωνυμία ‘it’ σε αυτή τη θέση. Όμως, αυτοί που ασχολούνται με τη σύνταξη θα το έβρισκαν εντελώς άσχετο αν προσπαθούσες να πεις ότι οι πάπιες δεν το κάνουν αυτό και ότι, ίσως, ο ομιλητής σκόπευε να πει ‘dog’. Πράγματι, από καθαρά συντακτική άποψη, μια πρόταση όπως ‘The bottle of ketchup ran up to Mary’ είναι εξίσου καλοσχηματισμένη με την (4).

Από σημασιολογικής πλευράς, όμως, θα υπήρχε ανησυχία. Μια οντότητα που ονομάζεται ‘πάπια’ φέρει ένα σημασιολογικό χαρακτηριστικό (έμψυχο) ενώ ένα ‘μπουκάλι κέτσαπ’ είναι (μη-έμψυχο). Δεδομένου ότι ένα ρήμα όπως το ‘τρέχω’ απαιτεί ένα έμψυχο υποκείμενο, η λέξη ‘πάπια’ είναι εντάξει σε αυτή τη θέση, ενώ ένα ‘μπουκάλι κέτσαπ’ δεν είναι.

Η σημασιολογία ενδιαφέρεται επίσης για τις συνθήκες αληθείας των αποφάνσεων (δηλ. των λογικών προτάσεων) που εκφράζονται στις προτάσεις. Αυτές οι αποφάνσεις γενικά αντιστοιχούν στη βασική κυριολεκτική σημασία μιας απλής πρότασης και αναπαρίστανται συμβατικά με τα γράμματα p, q και r. Ας υποθέσουμε ότι η υποκείμενη σημασιολογική σχέση που εκφράζεται στο ‘The duck ran up to Mary’ είναι η απόφανση p, και στο ‘the duck licked Mary’ είναι η απόφανση q. Αυτές οι δύο αποφάνσεις ενώνονται με το σύμβολο &, που είναι το λογικό συνδετικό. Έτσι, η αναπαράσταση της απόφανσης για την πρόταση (4) είναι όπως στο (5).

(5)               p & q

Εάν το p είναι αληθές και το q είναι αληθές, τότε το p&q είναι αληθές. Εάν είτε το p είτε το q δεν είναι αληθές (δηλ,. είναι ψευδές), τότε η σύνδεση του p&q είναι αναγκαστικά ψευδής. Αυτού του είδους η ανάλυση χρησιμοποιείται εκτενώς στην τυπική σημασιολογία.

Δυστυχώς, σε αυτό το είδος ανάλυσης, όποτε το p&q είναι αληθές, έπεται λογικά ότι και το q&p είναι αληθές. Παρατηρήστε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το q&p θα έπρεπε να εκφραστεί όπως στο (6).

(6)               The duck licked Mary and ran up to her.

Στον καθημερινό κόσμο της γλωσσικής χρήσης, αυτή η κατάσταση πραγμάτων δεν ταυτίζεται με την αρχική κατάσταση που περιγράφεται στο (4). Υπάρχει μια ακολουθία δύο γεγονότων που περιγράφονται και περιμένουμε ότι αυτή η ακολουθία, ως προς το πότε συνέβη τι, θα αντανακλάται στη σειρά με την οποία αναφέρονται.

Εάν το p συνεπάγεται μια πράξη και q το συνεπάγεται μια άλλη πράξη, έχουμε την τάση (κατά συντριπτική πλειοψηφία) να ερμηνεύουμε τον σύνδεσμο ‘και’ όχι σαν το λογικό συνδετικό &, αλλά σα μια έκφραση ακολουθίας δηλ. ως ‘και μετά’. Αυτό είναι άλλο ένα παράδειγμα όπου επικοινωνεί κανείς περισσότερα από όσα λέει. Μπορούμε ίσως να προτείνουμε ότι υπάρχει μια κανονική αρχή στη γλωσσική χρήση που μπορεί να εκφραστεί όπως στο (7).

(7)               Ερμηνεύστε τη σειρά αναφοράς ως αντανάκλαση της σειράς με την οποία συνέβη κάτι.

Αυτό που εκφράζει το (7) δεν είναι κανόνας της σύνταξης ή της σημασιολογίας. Δεν είναι καν κανόνας. Είναι μια πραγματολογική αρχή την οποία χρησιμοποιούμε συχνά για να κατανοήσουμε τα όσα ακούμε ή διαβάζουμε, αλλά μπορούμε και να την αγνοήσουμε αν μοιάζει να μην έχει εφαρμογή σε κάποιες περιπτώσεις.

Υπάρχουν πολλές άλλες αρχές αυτού του τύπου που θα εξετάσουμε σε άλλο σημείο. Στη συνέχεια θα περάσουμε σε μια άλλη πολύ απλή αρχή: όσο περισσότερα κοινά μοιράζονται δύο ομιλητές τόσο λιγότερα θα χρειαστεί να πουν για να αναγνωρίσουν οικεία πράγματα. Η αρχή αυτή εξηγεί τη συχνή χρήση λέξεων όπως ‘αυτό’ και ‘εκείνο’ για να αναφερθούμε σε αντικείμενα που βρίσκονται σε έναν κοινό φυσικό περιβάλλον (π.χ. ‘Θα ήθελες αυτό ή εκείνο;’).

 



[1] Μετάφραση & προσαρμογή αποσπάσματος του βιβλίου του G. Yule, Pragmatics (1996) από Κ. Κανάκη.