Η γεωργική παραγωγή φαίνεται ότι επικεντρωνόταν στην ελαιοκαλλιέργεια, όπως και σ' ολόκληρη την ανατολική Λέσβο. Η Αγιάσος θεωρείται ότι έρχεται τρίτη στην παραγωγή λαδιού, μετά το Πλωμάρι και τη Γέρα. Τα ελαιοκτήματα είναι γενικά κατατμημένα σε μικρά κομμάτια, ενώ λίγοι είναι οι πραγματικοί ακτήμονες. Αυτή η κατανομή οφείλεται ως ένα βαθμό και στην ορεινή τοπογραφία της περιφέρειας της Αγιάσου, που δεν επιτρέπει την ύπαρξη μεγάλων ενιαίων καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Ωστόσο, παρά την ιδιόμορφη τοπογραφία της Αγιάσου, από το 19ο αιώνα και μέχρι τη δεκαετία του 1960, υπήρχαν αρκετοί εύποροι γαιοκτήμονες, οι οποίοι κατείχαν σχετικά μεγάλες εκτάσεις με ελαιόδενδρα, και μίσθωναν συστηματικά εργάτες για την περιποίηση των κτημάτων και τη συλλογή του καρπού. Σήμερα το μεγάλο κόστος της καλλιέργειας και ο εμπορικός ανταγωνισμός στον ελλαδικό και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο έχουν περιορίσει σε σημαντικό βαθμό την ελαιοκαλλιέργεια. Εκτός από τις ελιές, η αγροτική παραγωγή της Αγιάσου συμπεριελάμβανε και κάστανα, καρύδια, μήλα, κεράσια, αχλάδια, βύσσινα, σταφύλια. Η διανομή εκκλησιαστικών, δημοτικών και σχολικών κτημάτων στους ακτήμονες καλλιεργητές, το 1924, επί κυβερνήσεως Ν. Πλαστήρα, έδωσε αποφασιστική ώθηση σ' αυτές τις καλλιέργειες. Οι Αγιασώτες με προσωπικό μόχθο και επίπονη εργασία κατόρθωσαν να μετατρέψουν τα νεοαποκτηθέντα εδάφη σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Με εξαίρεση την αμπελοκαλλιέργεια που έχει σχεδόν εξαλειφτεί στην περιοχή, τα υπόλοιπα αγροτικά προϊόντα εξακολουθούν να παράγονται μέχρι σήμερα και χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης από την τοπική λεσβιακή αγορά. Για μια σύντομη χρονική περίοδο την εποχή του Μεσοπολέμου η Αγιάσος αποτέλεσε επιπλέον κέντρο παραγωγής και εμπορίας σιτηρών, δημητριακών και οσπρίων στο εσωτερικό της Λέσβου. |
Η βιοτεχνία κατείχε σημαντικό ρόλο στην οικονομική συγκρότηση της Αγιάσου και η ανάπτυξη της είχε καταστήσει την Αγιάσο ένα σπουδαίο βιοτεχνικό και εμπορικό κέντρο της Λέσβου. Είναι πιθανόν ότι η ανάπτυξη της βιοτεχνίας οφείλεται στην ανεπάρκεια της γεωργικής παραγωγής να καλύψει τις βιοποριστικές ανάγκες των κατοίκων της Αγιάσου, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Στρατή Κολαξιζέλη, έφτασαν τους 7.000-8.000 από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι το 1950 περίπου. Επιπλέον η έλλειψη άμεσης διεξόδου προς τη θάλασσα, καθώς και η κυρίαρχη μέχρι το 1940 πρακτική του ανταλλακτικού εμπορίου, συνέβαλαν επιπλέον στον προσανατολισμό των κατοίκων στην βιοτεχνική δραστηριότητα. Μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο πολλές βιοτεχνίες παύουν να λειτουργούν και πολλά επαγγέλματα εξαφανίζονται εξ' αιτίας της ανάπτυξης του εμπορίου και της βιομηχανίας στα μεγάλα μεταπολεμικά αστικά κέντρα, του εκχρηματισμού της οικονομίας, καθώς και του μεταναστευτικού ρεύματος. Οι σημαντικότερες βιοτεχνίες ήταν αυτές που επεξεργάζονταν τον καρπό της ελιάς για την παραγωγή λαδιού, δηλαδή οι παλιοί ελαιόμυλοι, και μετά το 1879 τα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία, οι επονομαζόμενες "μηχανές", που έφτασαν τις 5 την περίοδο 1900-1940. Πολύ σημαντικές βιοτεχνίες για την τοπική οικονομία ήταν και οι "τσουρχανάδες" ή "κλωσταριά", που κατασκεύαζαν ελαιόπανα ("τουρβάδες") για τα ελαιοτριβεία, καθώς και "διαδρόμους", ένα είδος μακρόστενου καλύμματος δαπέδου. Για τα πρώτα χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη αιγότριχα από τη Μακεδονία και κυρίως τη Χαλκιδική, ενώ για τους δεύτερους κυρίως ντόπια αιγότριχα, ή αργότερα ίνες ινδικής κάνναβης. Άλλες σημαντικές βιοτεχνίες που ήταν ιδιαίτερα γνωστές στην λεσβιακή κοινωνία, ήταν η κατασκευή σιδερένιων αγροτικών εργαλείων, η αγγειοπλαστική και η ξυλογλυπτική. Οι δύο τελευταίες άκμασαν κυρίως τον 20ό αιώνα και συνεχίζουν μέχρι σήμερα, αναπροσαρμόζοντας την παραγωγή τους ώστε να εξυπηρετεί τις σημερινές ανάγκες της αγοράς και της ελεύθερης οικονομίας.
Μετά τη δεκαετία του '60, οι βιοτεχνίες που κατασκευάζουν κεραμικά και αγγεία παίζουν αρκετά σημαντικό ρόλο στην τοπική οικονομία. Οι πιό γνωστές είναι του Χατζηγιάννη και του Κουρτζή, οι οποίες τη δεκαετία του '50 και του '60 απασχολούσαν 20-30 εργάτες ή μαθητευόμενους. Οι βιοτεχνίες αυτές ήταν οικογενειακές επιχειρήσεις με μακρόχρονη παράδοση. Την ίδια περίοδο αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα και οι βιοτεχνίες που κατασκεύαζαν ξυλόγλυπτα, κυρίως έπιπλα. Σήμερα υπάρχουν 6-7, οι οποίες χρησιμοποιούν σαν πρώτο υλικό ξύλο καρυδιάς από την περιφέρεια της Αγιάσου. |
Η Αγιάσος συνδεόταν με ένα εμπορικό δίκτυο, τόσο με άλλα μέρη της Λέσβου, όσο και με τα μικρασιατικά παράλια και τη Μαύρη Θάλασσα (μέχρι το 1922), την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, ακόμη και το εξωτερικό. Κύριο εξαγώγιμο προιόν ήταν βεβαίως το λάδι. Πριν το 1912, το λάδι το πουλούσαν στην Κωνσταντινούπολη και στην Οδησσό όπου το αγόραζαν (και) για τα καντήλια των εκκλησιών, στη Σμύρνη, ακόμα και στη Συρία. Συνήθως διαμεσολαβούσαν έμποροι από τη Μυτιλήνη. Η διακίνηση γινόταν από το λιμάνι της Μυτιλήνης, όπου το μετέφεραν με άμαξες ("αραμπάδες"). Ενα εναλλακτικό λιμάνι διακίνησης λαδιού και άλλων εμπορευμάτων μέχρι το 1940, ήταν το Ντίπι, στον κόλπο της Γέρας, απ' όπου φόρτωναν λάδι και σαπούνια για τη Ρωσία, την Αίγυπτο και άλλα μέρη. Μετά την απελευθέρωση της Λέσβου το 1912, και ιδίως μετά την μικρασιατική καταστροφή το 1922, οι εξαγωγές άρχισαν να στρέφονται σταδιακά προς την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και ως ένα βαθμό στη Θράκη, κυρίως μέσω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης ή της Καβάλας. Αυτές οι εμπορικές ανταλλαγές ενισχύθηκαν κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, και διατηρούνται ως ένα βαθμό μέχρι σήμερα. Σημαντικό οικονομικό εισόδημα απέφεραν μετά το 1922 και οι εξαγωγές ελαιοπάνων, τα οποία, σύμφωνα με τον Αγιασώτη Μενέλαο Καμάτσο, "τα έστελναν σε όλη την Ελλάδα, μέχρι την Κέρκυρα, Κρήτη, Πελοπόννησο, Κύθηρα, παντού, Αιγαίο. Όπου είχε ελιές". Την περίοδο της κατοχής και μέχρι σχεδόν το τέλος της δεκαετίας του '50, τα ελαιόπανα ήταν το βασικό προϊόν σε ένα δίκτυο ανταλλακτικού εμπορίου που κάλυπτε το εσωτερικό της Λέσβου (Παράκοιλα, Ερεσό, Σκαλοχώρι, Φίλια, Ανεμότια, ευρύτερη περιοχή Πλωμαρίου) και επεκτεινόταν μέχρι τη Μακεδονία. Η Αγιάσος δεν είχε σημαντικό εισαγωγικό εμπόριο, πέρα από το εμπόριο τροφίμων και σποραδικές συναλλαγές με την υπόλοιπη Λέσβο. Μέχρι το 1922 τα ελαιοτριβεία έφερναν μηχανήματα και ανταλλακτικά από το εργοστάσιο του Έλληνα Ισηγόνη στη Σμύρνη, που τροφοδοτούσε ολόκληρη τη Λέσβο. Αντίστοιχα μηχανήματα έφερναν και από τον Πειραιά. Οι ανώτερες εισοδηματικά τάξεις αγόραζαν τα έπιπλά τους από την Κωνσταντινούπολη και τη Μυτιλήνη, ενώ πολλοί Αγιασώτες επισκέπτονταν το Αϊβαλί, ή τη Σμύρνη, για διάφορες αγορές. Ορισμένοι είχαν αγοράσει λατέρνες και μουσικά όργανα από την Κωνσταντινούπολη ή τα μικρασιατικά παράλια. Το μόνο προϊόν που εισήγαγε σταθερά η Αγιάσος ήταν η αιγότριχα, από τη Μακεδονία (κυρίως) και τη Θράκη, μέχρι την εγκατάλειψη των "τσουρχανάδων" στη δεκαετία του '70. Σήμερα γίνεται περιορισμένη εισαγωγή ξύλου καρυδιάς από την Αφρική, για τις ανάγκες της βιοτεχνίας των ξυλογλύπτων. |