"Ραβδιστές" ελαιοκάρπου στη Λέσβο. Φωτογραφία Β. Σουτζιδέλη.Για τη συλλογή του ελαιοκάρπου (ελαιομάζωμα) οι γαιοκτήμονες απασχολούσαν έμμισθη εργατική δύναμη, άνδρες (ραβδιστές) και γυναίκες (μαζώχτρες). Το «μάζωμα» του καρπού της ελιάς απασχολούσε το μεγαλύτερο τμήμα του "Ελαιομάζωμα" στη Λέσβο. Γυναίκες "μαζώχτρες" συλλέγουν τον ελαιόκαρπο. Φωτογραφία  Β. Σουτζιδέλη. πληθυσμού  της Λέσβου, ιδιαίτερα στο ανατολικό τμήμα, όπου η ελιά αποτελούσε μονοκαλλιέργεια. Οι περισσότεροι εργάτες ήταν ακτήμονες ή είχαν πολύ μικρά ελαιοκτήματα που επαρκούσαν μόλις για την παραγωγή λαδιού για οικιακή χρήση. Επιπλέον, τα μεροκάματα ήταν πολύ μικρά και σήμαιναν ολοήμερη απασχόληση. Οι αμοιβές πληρώνονταν συνήθως σε λάδι, ιδιαίτερα μέχρι το 1950, δηλαδή σ' όλη την περίοδο της μεγάλης ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας και της κυριαρχίας της μεγάλης γαιοκτησίας, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να ζει στο επίπεδο της ένδειας.

Το σύνολο των εργατών που που απασχολούσε ένας γαιοκτήμονας «στις ελιές», ονομαζόταν "ταϊφάς". Η συμφωνία και οι προσλήψεις «έκλειναν» με τον ιδιοκτήτη στις 26 Οκτωβρίου, στο πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου. Το ελαιομάζωμα διαρκούσε μέχρι το Μάρτιο και την μέρα που ολοκληρωνόταν οι γαιοκτήμονες οργάνωναν μια μικρή γιορτή στα κτήματα προς τιμήν των εργατών, με λουκουμάδες, μουσική και χορό, που ονομαζόταν "γλιτώματα" (επειδή "γλίτωναν" από τις ελιές).

Το κλάδεμα της ελιάς απαιτούσε εξιδικευμένη γνώση και το έκαναν οι κλαδευτές, που ήταν συνήθως αγρότες ή είχαν παράλληλα και κάποια άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, αφού ήταν εποχιακή εργασία. Σήμερα το κλάδεμα των ελαιόδεντρων αναλαμβάνουν οργανωμένα συνεργεία με μηχανικά μέσα.

Μαρτυρία του Χρήστου Μουτζούρη από το Κάτω Χωριό Πλωμαρίου

O Χρήστος Μουτζούρης ("Μαρούλα") αριστερά και ο Γιάννης Πόρτογλου ("Κορωνής") τραγουδούν τον "Πλωμαρίτικο" σε ηχογράφηση του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου" το 1996 στο Πολύκεντρο Πλωμαρίου.Ο Χρήστος Μουτζούρης (Μαρούλα) γεννήθηκε το 1934 στο Κάτω Χωριό της περιφέρειας Πλωμαρίου. Είναι κουρέας και έχει δικό του κουρείο στο Πλωμάρι, όπου κατοικεί μέχρι σήμερα. Οι γονείς του ήταν ακτήμονες αγρότες που δούλευαν στα ελαιοκτήματα εύπορων γαιοκτημόνων της περιοχής. Ο Χρήστος Μουτζούρης εργάστηκε μαζί με τους γονείς του στα ελαιοκτήματα, ενώ έζησε τα παιδικά του χρόνια και τη δύσκολη περίοδο της Γερμανικής κατοχής. Για την εποχή αυτή αναφέρει:

«Κατάγομαι από ένα χωριουδάκι εδώ πέρα, συνοικισμός είναι του Πλωμαρίου. Λέγεται Κάτω Χωριό. Τα παλαιά χρόνια είχε κάπου 50 οικογένειες. Τώρα όμως, άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι φύγαν στο εξωτερικό, άλλοι πεθάνανε. Είναι τώρα μόνο δύο οικογένειες. Εγώ εκεί μεγάλωσα. Εγεννήθηκα το 1934. Ε, όταν έγινα 6 χρονών ήταν η πείνα τότες, η κατοχή, οι Γερμανοί, φτώχεια. Σχολείο δεν είχαμε κει στο χωριό. Μας έκανε ο παπάς απάνω στο "ξάτο", στην εκκλησία, στο νάρθηκα που λέμε, έξω απάνω. Μας έκανε εκεί πέρα μάθημα. Είχαμε συσσίτιο, μας έκανε και το συσσίτιο. Μετά από κει μας κατεβάσαν εδώ στο Πλωμάρι. Ανεβοκατεβαίναμε. Είναι περίπου μισή ώρα, τρία τέταρτα με τα πόδια, δεν είχε συγκοινωνία βέβαια. Εν τω μεταξύ, πότε έβρεχε, πότε κρύωνε, σχολειό δεν πηγαίναμε. Πηγαίναμε στις ελιές. Μας παίρναν οι γονοί μας στις ελιές, μικρά παιδιά, κάτι βοηθούσαμε εκεί πέρα. Φτώχεια μεγάλη. Ήταν τότες τα αφεντικά τα λεγόμενα, που για να πας στη δουλειά, έπρεπε κάποιος να πει ότι είσαι καλός εργάτης, ότι δε θα σαμποτάρεις εκεί πέρα Ομάδα εργατών συλλογής ελαιοκάρπου ("ταϊφάς") σε ελαιόκτημα στη Γέρα το 1953. Αρχείο Β. Βέτσου.τον νταϊφά - νταϊφάς λεγόταν τα άτομα που μαζεύαν - για να σε πάρουν στη δουλειά. Αν κάποιος έλεγε κακό, πέθαινες απ' την πείνα. Ντόπιοι ήταν, όλοι αυτοί ήταν ντόπιοι που 'χαν τα κτήματα. Εμείς, διότι ήταν το χωριό μεγάλο και είχε το χωριό 2-3 πλούσιοι, εμείς μαζεύαμε, φτάναν οι εργάτες. Αλλά άλλοι, παίρναν απ' εδώ, παίρναν από άλλα μέρη, απ' την Πλαγιά. Ερχόνταν κι απ' την Άγρα και από διάφορα μέρη.

Εν τω μεταξύ πηγαίναμε στις ελιές, μαζεύαμε μέχρι τις 10-11 η ώρα. Έπιανε βροχή. Φεύγαμε. Τρυπώναμε μέσα στα ντάμια εκεί πέρα. Λόγω βροχής δεν εδουλεύαμε όλη τη μέρα. Αλλά είμασταν 10 άτομα, από ένα καλάθι - δέκα, από δύο - είκοσι, σχολούσαμε. Τ' αφεντικό είχε κέρδος. Δεν επιανόταν το μεροκάματο. Έλεγε, 'Τελευταία, να δουμε πόσα μισά τέτοια θα κάνουμε, να τα συμπληρώσουμε να πληρωθείτε'. Εν τω μεταξύ ποτές δεν μας ξεπληρώνανε. Πάντοτες λέγαν 'προς απόκο'. Δηλαδή δίναν έναντι, δεν μας ξεπληρώναν. Κι έτσι λοιπόν μας κρατούσε πάντα, μας κρατούσε και δεν μας ξεπλέρωνε.

Λοιπόν το μεροκάματο ήταν 10 δραχμές του πατέρα μου που ράβδιζε, 5 της μητέρας μου, που μάζευε τις ελιές και 5 δραχμές έπαιρνε ο πατέρας μου, δηλαδή 15 το όλον, που το βράδυ κατέβαινε μια στράτα στο εργοστάσιο απ' τα κτήματα έξω, το κατέβαζε εδώ στο εργοστάσιο και του δίναν ακόμα 5 δραχμές για τη στράτα αυτή. Δεν εφτάναν τα χρήματα. Δεν μας αφήναν να πάρουμε ούτε ένα ζώο, ούτε γαϊδούρι, ούτε κατσίκα, ούτε πρόβατο. Και που είχε κάποιος χρήματα να πάρει, δεν αφήνανε να πάρουμε την κατσίκα στο κτήμα τους. Εμείς κτήματα δεν είχαμε. Και που 'χε ένα κομμάτι ένας, ήταν σ' άλλη περιφέρεια, αλλού μαζεύαμε, ήταν δύσκολο να πάμε το ζώο. Δεν αφήναν ούτ' ένα πουρνάρι να κόψεις. Ήταν τόσο αυστηρά. [...] Δηλαδή χρόνια, μεγάλωσα μέσα σε τέτοια χρόνια που ήτανε άσ' τα να πούμε. Δράμα. Διότι ήμασταν υποχρεωμένοι να σηκωθούμε από τις 3 η ώρα το πρωί και να περάσουμε απ' το σπίτι απ' έξω του αφεντικού και να κάνουμε πως ξεροβήχουμε για ν' ακούσει ότι όντως πηγαίνουμε. Και να πάμε στο κτήμα, ν' ανάψουμε φωτιές μέχρι να ξημερώσει, να βλέπουμε, να πιάσουμε δουλειά. Το βράδυ πάλι με τα φανάρια γυρίζαμε. Τέτοια ζωή κάναμε. Δύσκολη.

Εν τω μεταξύ λάδι δεν είχαμε. Παίρναμε ένα δοχείο λάδι, χρεωνόμαστε απ' το ίδιο τ' αφεντικό ένα δοχείο και το πληρώναμε για 2-3 άμα τέλειωνε η σοδειά. Λογαριαζόμαστε, ποτές δεν εξέραμε τί θα μας δώσουν. Λέγαν τη μια έτσι παραπάνω, την άλλη παρακάτω. Το μεροκάματο ήταν έτσι. Κανονικά κάθε βδομάδα δίναν έναντι, αλλά πολλές φορές το Σαββάτο που πληρώναν, φεύγαν τ' αφεντικά και δε δίναν χρήματα. Και δεν είχαμε να ψωνίσουμε. Υποφέραμε τα χωριά, αυτά τα χρόνια ήτανε δράμα.

Ε μετά να πούμε μεγάλωσα κι εγώ, κατέβηκα στη δουλειά. Τα χρόνια πιάσαν κι αλλάζαν σιγά σιγά. Ο πατέρας μου ήταν πολύ εργατικός, πήγε σ' άλλο αφεντικό. Κι έτσι λοιπόν καλυτερέψαμε. Τέλος πάντων ήρθε η ώρα να κατεβώ, να μάθω μια τέχνη: κουρέας. Δεν είχα και γνώσεις για άλλη δουλειά να μάθω, ο πατέρας μου φτωχός. Πήγα έμαθα κουρέας. Τέλος πάντων κατόρθωσα, έμαθα κουρέας, όπου κι εργάζομαι μέχρι αυτή τη στιγμή και σ' ένα χρόνο βγαίνω συνταξιούχος».

(Η μαρτυρία του Χρήστου Μουτζούρη βασίστηκε στη συνέντευξη του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου" τον Φεβρουάριο του 1996 στο Πλωμάρι).

Μαρτυρία του Απόστολου Καρανικόλα από τον Μανταμάδο

Ο ψάλτης και παλιός σαμαροποιός Απόστολος Καρανικόλας διαβάζει παλιές ιστορίες γραμμένες στα τετράδια του μέσα στο μαγαζί του (κατάστημα ψιλικών) στον Μανταμάδο το 1997.Ο Απόστολος Καρανικόλας (Σαμαράς) γεννήθηκε το 1927 στον Μανταμάδο. Ο πατέρας του ήταν σαμαροποιός, επάγγελμα στο οποίο τον διαδέχτηκαν και οι 4 γιοί του. Ο Απόστολος Καρανικόλας άσκησε το επάγγελμα του σαμαροποιού μέχρι το 1966, οπότε άνοιξε μαγαζί με ψιλικά στον Μανταμάδο. Από το 1948 μέχρι σήμερα είναι ψάλτης και ζει στο Μανταμάδο.

Την περίοδο 1947-1953 ο Απόστολος Καρανικόλας εργάστηκε επανειλημμένα ως ραβδιστής και ως ειδικευμένος κλαδευτής σε ελαιοκτήματα της περιφέρειας του Μανταμάδου. Για την εποχή αυτή ο ίδιος αναφέρει:

«Πριν φύγω στρατιώτης εγώ, επειδή πήγαινα μεροκάματο στις ελιές, μας πλήρωνε με λάδι κι έπαιρνε η γυναίκα, η μαζώχτρα μία-εκατό (δηλαδή μία οκά και εκατό δράμια) και 2 οκάδες έπαιρνε ο ραβδιστής, που έριχνε τις ελιές. Το 1947. Τέλος πάντων και το θυμάμαι αυτό, που μας πλήρωναν με λάδι... Και το μεροκάματο ήταν απεριόριστο. Δεν είχε ρολόγια τότες, σηκωνόνταν στα κουτουρού, να το πούμε χωριάτικα, και πήγαινε στο κτήμα και δεν έφεγγε κι άναβε φωτιές μέχρι να ξημερώσει, να πιάσει δουλειά. Και αν πήγαιναν και έπιανε κι έβρεχε πάει το μεροκάματο, δεν ήταν να πάρεις δραχμή. Και να μάζευες και δυό καλάθια, άκυρο ήτανε, η μέρα σου πάει στα χαμένα... Και να κάνεις να πληρωθείς κι ένα χρόνο πολλές φορές, "περιμένετε λίγο ν' ακριβύνει το λάδι" και συ λοιπόν να χρεώνεσαι στον μπακάλη, να μη σ' εμπιστεύεται να σου δώσει και να περιμένεις...

Το κλάδεμα, αυτή τη δουλειά την έκανα εγώ. Γινόταν μετά το μάζωμα (την συλλογή του ελαιοκάρπου). Το κλάδεμα που γινόταν τότε δε γίνεται τώρα. Γιατί τότες μπορούσες να κλαδέψεις, δηλαδή δέντρα σ' ένα μέγεθος μέτριο, να κλαδέψεις 6-7 δέντρα και 8 τη μέρα. Τότες γινόταν κέντημα, το κλάδεμα εγώ το λέω κέντημα, γιατί πρώτα-πρώτα ανέβαινες πάνω στην ελιά, πρώτα-πρώτα κοίταζες πώς θα βγάλεις το χοντρό το ξύλο, τη 'μάνα' που λέμε. Και μετά έπρεπε ν' ανεβείς στην κορυφή και να 'ταν βολετό και το κεφάλι σου να βγαίνει έξω, να δεις την ελιά από πάνω, να δεις ποιά προεξέχουν, τα χοντρά, και με το πριόνι να βγάλεις τα χοντρά και ν' αρχίσεις μετά με το ψαλίδι να τη χτενίζεις εκεί πέρα, γενικώς, να φέγγει η ελιά, να κατέβεις κάτω να μαζέψεις όλα τα κλαδιά τα κομμένα και να μη φαίνονται - η τέχνη ήταν αυτή - να μη φαίνονται από που ήβγαν τα κλαδιά αυτά. Να φύγουν, να καθαρίσει η ελιά, να γίνει ένα στρογγυλό πράμα. Τώρα πάνε με το αλυσσοπρίονο (συνεργεία κλαδευτών), να ένα χοντρό, να και καμπόσα κλαδιά, αλλά δεν τους συμφέρει, αυτοί θέλουν να βγάλουν δουλειά... Το κλάδεμα ήταν με το ημερομίσθιο. Και θυμάμαι, το '53 τον Φεβρουάριο πήγαμε σε μιανού κτήμα - μετά βγήκαμε και σύγαμβροι, συγγενιάσαμε - ένα μεγάλο κτήμα και πέφταμε εκεί στο καλύβι και μέχρι που νύχτιαζε στη δουλειά, δουλειά! Εμείς οι κλαδευτές παίρναμε 25 δραχμές, είχε εργάτες που έσκαβαν, παίρναν 20 δραχμές κι ο γεωργός, ο γεωργός έπαιρνε 75 δραχμές, γιατί ο γεωργός έπαιρνε εις 3, έπαιρνε το αλέτρι που όργωνε, έπαιρνε τα βόδια, έπαιρνε κι ο γεωργός. Η συρμαγιά ήταν, έβαζες τη συρμαγιά, τα μηχανήματα, ήταν το αλέτρι κι ο μηχανικός που όργωνε. Λοιπόν παίρναμε 25 δραχμές εμείς οι κλαδευτές σαν μαστόροι, 20 ο εργάτης και το κρέας το μοσχάρι είχε 30 δραχμές. Δουλεύαμε δέκα ώρες, να μην πω παραπάνω και δεν μπορούσαμε να πάρουμε ένα κιλό κρέας...».

(Η μαρτυρία του Απόστολου Καρανικόλα βασίστηκε στις συνεντεύξεις του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου", τον Απρίλιο και Μάϊο του 1997 στον Μανταμάδο).