Πετράδες αποκαλούν τους τεχνίτες που ειδικεύονται στην εξόρυξη της πέτρας από τα λατομεία (νταμάρια), καθώς και τους πετροχτιστάδες, δηλαδή τους τεχνίτες που κατασκευάζουν αναλημματικούς τοίχους από πέτρες χωρίς συνδετικό υλικό, τους επονομαζόμενους "ξηροτρόχαλους" ή "ξηρολιθιές". Τέτοια τοιχεία - πεζούλες, που είναι γνωστά στη Λέσβο ως "σέτια", κατασκευάζονταν σε όλη την "Σέτια" σε ελαιώνα στην αγροτική περιφέρεια του χωριού Κλειού στη ΒΑ Λέσβο.ύπαιθρο του νησιού για να ορίσουν κτήματα, να εμποδίσουν τη διάβρωση του εδάφους, καθώς και για να συγκρατούν το χώμα γύρω απά τα ελαιόδενδρα στις απότομες πλαγιές όπου επεκτεινόταν η ελαιοκαλλιέργεια. Στην κατασκευή "σετιών" φαίνεται ότι διακρίνονταν οι τεχνίτες από την Αλβανία, που μετανάστευαν εποχιακά και στη Λέσβο το 19ο αιώνα, για να ασκήσουν την τέχνη τους.

Η ίδια τεχνική λιθοδομής χωρίς συνδετική ύλη χρησιμοποιείται και στα "ντάμια", όπως ονομάζονται στη Λέσβο τα πρόχειρα σπίτια των αγροτών και κτηνοτρόφων μέσα στα κτήματα. Η κατασκευή ξηρολιθιών απαιτεί μια εξειδίκευση στην κατασκευή, που διαφέρει από το χτίσιμο λιθοδομών με λάσπη και οι τεχνίτες που τις έχτιζαν μάθαιναν την τέχνη μέσα από την οικογενειακή παράδοση ή τη μαθητεία.

Μαρτυρία του Σόλωνα Λέκκα - από την Πηγή

Σόλωνας Λέκκας - πετράς και λιθοξόος από την Πηγή

Ο Σόλωνας Λέκκας τραγουδάει και παίζει τουμπελέκι στην ταβέρνα "Μπουντρούμι" στην Μυτιλήνη το 1997.Ο Σόλωνας Λέκκας γέννηθηκε το 1946 στην Πηγή. Είναι πετράς και λιθοξόος καθώς και καλλίφωνος ερασιτέχνης τραγουδιστής. Ο πατέρας του Ευστράτιος ήταν χτίστης και είχε γεννηθεί στον Αφάλωνα στην Ανατολική Λέσβο, αλλά η καταγωγή του ήταν Αρβανίτικη από την περιοχή του Λουτρακίου. Ο Σόλωνας Λέκκας έζησε στην Πηγή μέχρι το 1971, οπότε εγκαταστάθηκε στα Κεραμειά. Τη δεκαετία του 1980 μετοίκισε στη Μυτιλήνη. Σήμερα ζει στους Ταξιάρχες (Καγιάνι), σε μικρή απόσταση από τη Μυτιλήνη. Για την τέχνη του πετρά και την κατασκευή ξηρολιθιών ο Σόλωνας Λέκκας αναφέρει:

"Στη Μυτιλήνη, οι Μυτιληνιοί χτίζαν όρθια, εφετζίδικα, όρθια χτίζαν. Οι Αρβανίτες που 'χαν έρθει, οι Αλβανοί αυτοί τα χτίζαν έτσι γερτά τα σέτια. Θυμάμαι ότι ο παππούς του πατέρα μου ήταν απ' τους Αρβανίτες, από κει, απ' το Λουτράκι πιο πάνω ένα μέρος. Ήρθε απ' τους νέους και παντρεύτηκε στον Αφάλωνα. Τότε στη Μυτιλήνη είχε πολλοί Αρβανίτες... Εδώ δεν κάναν σέτια, όλα τα σέτια αυτά που βλέπεις, σ' όλα τα χωράφια, στην Πηγή σ' όλα τα χωράφια, όλα αρβανίτικα είναι... Η δουλειά μας ήτανε αυτή, μόνο σέτια, ο πατέρας μου δεν πήγαινε ούτε 'στην ντέμπλα', μόνο σέτια έκανε και το χειμώνα που δεν είχε δουλειές, έκανε κάτι σετέλια (μικρά σέτια) έτσι στο χωριό.

Εγώ έβγαλα το Δημοτικό. Δεν ήταν υποχρεωτικό τότες το Γυμνάσιο. Ε, τότε ο κόσμος φτωχός, δεν μπορούσε να σπουδάσει, να πάει πιο πέρα. Έπρεπε να κρατιέσαι λίγο για να πας. Τότες δουλεύαμε και το σχολειό που έκλεινε, πιάναμε δουλειά. [...] Εγώ, πότε βγήκα απ' το σχολειό, μετά πήγαινα με τον πατέρα μου μαζί και χτίζαμε, κάναμε σέτια. Μετά που παντρεύτηκα και περάσανε χρόνια, τα σέτια καταργηθήκανε, δεν σύμφερνε ο κόσμος να κάνει σέτια στα κτήματα, γιατί εδώ δεν συμφέρει να μαζέψεις τις ελιές, όχι να κάνεις και σέτια. Και πιάσαμε, άλλαξα κι εγώ επάγγελμα, κάνω δηλαδή κι άλλα, κάνω και βρύσες και τρυπάνια, κάνω φούρνους, συντριβάνια, φτιάχνω μέχρι και τζάκια.

Τα σέτια τα δουλεύαμε με τον πατέρα μου και τ' αδέρφια μου κι ένα γαμπρό μου, αλλά παίρναμε και εργάτες. Με την πήχη ήταν τότες, δεν είχαμε μέτρα και λέγαμε για παράδειγμα 5 δρχ. την πήχη. Η πήχη είχε ύψος 75 πόντοι, αλλά η τετραγωνικιά ήταν 64. Ο πατέρας μου έχτιζε 30 πήχες την ημέρα μοναχός του, άμα ήταν η πέτρα δίπλα, κι ο αδερφός μου τα ίδια, κι εγώ. Μόλις το χτίζαμε το σέτι, το γεμώζαμε με πέτρες κι απάνω απάνω με μικρά λιθάρια και μετά το χωματίζαμε, το σκεπάζαμε με το χώμα για να κρατάει το νερό άμα βρέχει, γιατί γεμώζανε τα σέτια νερό και έπινε λίγο λίγο. Το καλοκαίρι πιάναμε πιο πολύ, γιατί το χειμώνα είχε ελιές, δεν κάναν σέτια. Αρχίζαμε την Άνοιξη, απ' το Μάρτιο και μετά και σταματούσαμε αρχές Σεπτέμβρη.

Για την αμοιβή μετρούσαμε, παίρναμε για παράδειγμα την πήχη 10 δρχ., 15, ανάλογα πως ήτανε οι πέτρες, άμα ήταν πιο εύκολα, πού πηγαίναμε για να τις πάρουμε. Και τελευταία που τελειώναμε μετρούσαμε, έχουμε για παράδειγμα 200 πήχες, από 20 δρχ, πληρώναμε τους εργάτες, παίρναμε κι εμείς, πολλές φορές δεν παίρναμε και τίποτα γιατί κακοβγαίνανε οι πέτρες, δεν σύμφερνε, είχε κι αυτά...

Εκτός από σέτια κάναμε και ντάμια. Όλοι αυτοί είχανε ντάμια ξεροτράχαλα, ακόμα και σπίτια από ξερολιθιά. Γιατί ο κόσμος δεν είχε να κάνει σπίτια, ούτε τσιμεντόλιθοι είχε τότε, ήτανε τα τούβλα αυτά, δεν μπορούσε ο κόσμος να τ' αγοράσει. Πηγαίναμε και σε άλλα χωριά, αλλά τα πιο πολλά ήτανε στην Πηγή. Ήτανε αυτοί οι πλούσιοι, οι μεγάλοι ελαιοκτηματίες και δουλεύαμε σ' αυτούς. Η δουλειά είχε ζήτηση τότες. Δεν είχε σύρματα και τα φραξίματα στα χτήματα τα κάνανε τα ντουβάρια (τα σέτια). Πηγή, Κώμη, Θερμή, σ' όλα τα χωριά, άμα είχε καμιά δουλειά, πηγαίναμε. Εμείς δε χτίζαμε σπίτια τότε, γιατί χτίζαμε προς το γερτό και δεν μπορούσαμε να το κάνουμε το ίσιο. Είμασταν μαθημένοι έτσι στην κλίση που κάναν τα σέτια. Τα ντάμια τα κάναμε έτσι. Τα πιάναμε από κάτω, τα κάναμε κομματέλι ίσια αλλά όχι όπως είναι τα ντουβάρια. Τα πιάναμε από κάτω 80 πόντοι και τα καταλήγαμε 60, 40.

(Η μαρτυρία του Σόλωνα Λέκκα βασίστηκε στις συνεντεύξεις του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου" το 1997 στη Μυτιλήνη)

 

Τουλουμτζήδες ονομάζονταν οι κατασκευαστές "τουλουμιών". Τα "τουλούμια" (από το τουρκικό "tulum" που σημαίνει σάκος) ήταν ασκιά από δέρμα κατσίκας ή προβάτου που χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά κυρίως του λαδιού, αλλά και του κρασιού. Το ελαιόλαδο σε "τουλούμια" το μετέφεραν οι αχθοφόροι από τα ελαιοτριβεία στις λαδαποθήκες ή στα σπίτια των παραγωγών, όπου το άδειαζαν μέσα σε μεγάλα πήλινα κιούπια. Τα "τουλούμια" αποτέλεσαν μέχρι το Β' Παγκόσμιο πόλεμο το πιο διαδεδομένο μέσο μεταφοράς του λαδιού και η παραγωγή τους ήταν πολύ μεγάλη σε όλες τις ελαιοφόρες περιοχές του νησιού.

 

Το 19ο αιώνα, πριν από την επικράτηση των παπουτσιών, τα υποδήματα των αγροτών ήταν τα "τσιρβούλια" (είδος τσαρουχιού) και οι "λαδιές", τα οποία κατασκευάζονταν από τους ίδιους ή από ειδικευμένους τεχνίτες, τους "τσιρβουλάδες". Στη συνέχεια αναπτύχθηκαν τα τσαγκαράδικα που έφτιαχναν "τσιρβούλια" και παπούτσια από βακέτα, με πρόκες από κάτω. Πολύ αργότερα ξεκίνησε η κατασκευή παπουτσιών με "αδιάβροχο" ή "σεβρό". Οι κατασκευαστές των παπουτσιών αυτών ονομάζονταν παπουτσήδες και οι επιδιορθωτές τσαγκάρηδες, ωστόσο οι δύο όροι κατέληξαν να χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι, για όλους τους τεχνίτες που ασχολούνται με τα υποδήματα. Η βιομηχανοική παραγωγή έτοιμων υποδημάτων προμήθευσε μαζικά τη Λέσβο μετά τη δεκαετία του 1960 και περιόρισε την τέχνη της τοπικής υποδηματοποιΐας. Μέχρι την εποχή αυτή όμως οι παπουτσήδες και οι τσαγκάρηδες ήταν απαραίτητοι ακόμα και στα πιο μικρά χωριά, όπου λόγω των αγροτικών εργασιών οι ανάγκες ήταν ιδιαίτερα αυξημένες.

 

Γυναίκα με βράκα ("βρακούσα") από το Πλωμάρι που γνέθει, μέσα δεκαετίας 1960. Φωτογραφία Γ. Γκάγκαλη.Η υφαντική ήταν κυρίως οικιακή απασχόληση και μία από τις πρωταρχικές γυναικείες ασχολίες. Οι γυναίκες ύφαιναν στον αργαλειό (κρεβατή) όλα τα είδη της καθημερινής ενδυμασίας (με κυριότερη τη βαμβακερή βράκα), τα εσώρουχα, καθώς και τα μαξιλάρια, τα σεντόνια, τα κλινοσκεπάσματα, τα "κιλίμια" κ.ο.κ. Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιούσαν το τοπικό βαμβάκι, το λινάρι, το μαλλί του προβάτου, καθώς και το μετάξι, το οποίο καλλιεργούσαν οι ίδιες, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε η ασθένεια του μεταξοσκώληκα οδήγησε σε Υφαντά από τον Ασώματο στο μικρό μουσείο του Αγροτουριστικού Συνεταιρισμού Γυναικών Ασωμάτου.παρακμή την παραγωγή μεταξιού. Η κατασκευή των νημάτων, το λανάρισμα, το γνέσιμο, το κλώσιμο, αλλά και η εργασία στον αργαλειό, απαιτούσαν πολύ χρόνο και οι περισσότερες γυναίκες, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, έκαναν τις εργασίες αυτές την άνοιξη και το καλοκαίρι, όταν τελείωνε η απασχόλησή τους στο «μάζωμα» της ελιάς. Μέχρι σήμερα η παραδοσιακή υφαντική διασώζεται από παλιές έμπειρες υφάντρες σε πολλούς αγροτικούς οικισμούς της Λέσβου, όπως στην Αγιάσο, στον Ασώματο, στην Πηγή, στη Λαφιώνα, στην Άγρα και αλλού.

 

Οι φαναράδες ήταν οι τεχνίτες που κατασκεύαζαν διάφορα εργαλεία και είδη οικιακής, γεωργικής, κτηνοτροφικής και βιομηχανικής χρήσης από λευκοσίδερο (κοινώς λαμαρίνα). Κατασκεύαζαν δηλαδή ποτιστήρια, δοχεία μεταφοράς νερού, γάλακτος, δοχεία αρμέγματος, διάφορα είδη μετρητών λαδιού, αλλά και πολλά είδη οικιακής χρήσης, όπως λυχνάρια, λαδοφάναρα, μαγκάλια, μπρίκια, μασιές κ.ο.κ. Επίσης οι συγκεκριμένοι τεχνίτες επισκεύαζαν τα φθαρμένα είδη. Φαναράδες υπήχαν σε όλους τους οικισμούς του νησιού, ακόμα και στα μικρά χωριά, μέχρι τα μεταπολεμικά χρόνια, οπότε η δουλειά τους άρχισε να περιορίζεται εξαιτίας της εισροής έτοιμων και φτηνών βιομηχανικών ειδών οικιακής και επαγγελματικής χρήσης.

 

Οι φανοκόροι ήταν υπάλληλοι της Δημαρχίας ή της Κοινότητας και είχαν την ευθύνη για το άναμμα και σβύσιμο των φαναριών των δρόμων. Οι φανοκόροι άναβαν τα λαδοφάναρα κάθε βράδυ και τα έσβυναν τα χαράματα, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Το επάγγελμά τους παράκμασε με την ανάπτυξη της τεχνολογίας που αντικατέστησε τα λαδοφάναρα με γκαζόλαμπες, ενώ στη συνέχεια κυριάρχησε η ηλεκτροφώτηση που επεκτάθηκε σταδιακά σ' όλο το νησί.

 

Επειδή οι ιδιωτικοί φούρνοι ήταν σπάνιοι, οι περισσότερες γυναίκες ζύμωναν το ψωμί στο σπίτι και το πήγαιναν για ψήσιμο στο φούρνο της γειτονιάς μέσα σε πινακωτές ή πανέρια. Για τους ιδιοκτήτες των φούρνων, που ήταν συνήθως γυναίκες και για τη διαδικασία του ψησίματος τα παλιά χρόνια στο Παλιοχώρι Πλωμαρίου, ο Γιάννης Μαυραγάνης αναφέρει: "Το ψήσιμο το νοιαζόταν η φουρνάδινα, ιδιοκτήτρια ή ενοικιάστρια του φούρνου, γυναίκα που είχε ειδικευτεί στο ψήσιμο και ασχολούνταν μ' αυτό το επάγγελμα. Τα καύσιμα για να πυρώσει ο φούρνος ήταν τα κλαδιά. Κάθε νοικοκυρά που ζύμωνε έπρεπε να πάει στο φούρνο ένα σήκωμα κλαδιά. Η φουρνάδινα για τον κόπο της πληρωνόταν τα ψηστικά με το κομμάτι. Γι' αυτό οι γυναίκες έκαναν όσο μπορούσαν πιο μεγάλα ψωμιά - "σαν αλώνια" - πέντε-έξι οκάδες το ένα. Με δυό τρία ψωμιά μια μέση οικογένεια περνούσε μια βδομάδα. Το ψωμί ήταν η βασική τροφή. Μερικές οικογένειες είχαν το δικό τους φούρνο για τις ανάγκες της οικογένειας. Αγοραστό ψωμί δεν υπήρχε παλιά. Ήταν υποτιμητικό για την οικογένεια να τρώει αγοραστό ψωμί. Το αλεύρι ή το σιτάρι έπρεπε να το αγοράζει με το τσουβάλι... Μόνο τα τελευταία χρόνια άλλαξε η νοοτροπία και δεν είναι πια κατηγόριο το αγοραστό ψωμί. Σήμερα υπάρχουν επαγγελματίες αρτοποιοί που πουλάνε ψωμί με το κιλό και ελάχιστες νοικοκυρές ζυμώνουν πότε-πότε". (βλ. Μαυραγάνης Γιάννης, "Βιοτεχνία και επαγγέλματα τα παλιά χρόνια στο χωριό", Τα Παλιοχωριανά, τεύχος 32, Αθήνα 1988, σ. 496).

Στους αστικοποιημένους οικισμούς του νησιού και κυρίως στη Μυτιλήνη, οι επαγγελματίες αρτοποιοί - φουρνάρηδες εμφανίστηκαν νωρίτερα από ό,τι στην αγροτική περιφέρεια. Σήμερα στους φούρνους, εκτός από ψωμί μπορεί κανείς να βρει και πλήθος άλλων παρασκευασμάτων, όπως κουλούρια ("σιμίτια"), τυρόπιτες, πίτες, τσουρέκια κ.ο.κ., που παλαιότερα τα έφτιαχναν μόνο οι νοικοκυρές ή ειδικευμένοι τεχνίτες, όπως οι κουλουρτζήδες.

 

Οι χαλκουργοί κατασκεύαζαν τα χάλκινα σκεύη οικιακής χρήσης, που επονομάζονται "βακίρια" ή "μπακίρια". Κατασκεύαζαν τηγάνια, ταψιά, τετζερέδες, σινιά (μεγάλους δίσκους), καζάνια και άλλα. Οι ίδιοι επισκεύαζαν συνήθως και τα "ρακοκάζανα" στα οποία γινόταν η απόσταξη της ρακής (ούζου). Χαλκουργοί υπήρχαν στη Μυτιλήνη και σε πολλές κωμοπόλεις της Λέσβου.

 

Χανιτζήδες ονομάζονταν οι ιδιοκτήτες πανδοχείων που ονομάζονταν "χάνια" (από την περσική λέξη "χαν" που σημαίνει ξενώνας). Τα χάνια εξυπηρετούσαν τους ταξιδιώτες, παρέχοντας στέγη στους ίδιους και στα ζώα τους. Όλα είχαν αυλή όπου άραζαν οι αραμπάδες, σταύλους για την παραμονή των ζώων, καθώς και δωμάτια για την διανυκτέρευση των ταξιδιωτών. Παράλληλα διέθεταν χώρους για τις συναθροίσεις και τις αγοραπωλησίες. Χάνια υπήρχαν στην πόλη της Μυτιλήνης και σε άλλα κομβικά σημεία του νησιού, όπως ήταν οι Λάμπου Μύλοι και η Καλλονή, απ' όπου περνούσαν όλοι οι ταξιδιώτες που κατευθύνονταν από και προς το δυτικό τμήμα του νησιού. Στη Μυτιλήνη ένα από τα γνωστότερα χάνια ήταν το "Αγιασώτικο Μετόχι", που χτίστηκε από την Εκκλησία της Αγιάσου το 1854 για να διανυκτερεύουν οι κάτοικοι της Αγιάσου που κατέβαιναν για δουλειές στην πρωτεύουσα του νησιού, καθώς και οι άποροι Αγιασώτες που έμεναν στη Μυτιλήνη. Βρισκόταν στη συνοικία του Αγίου Συμεών και διατηρείται ερειπωμένο μέχρι σήμερα με τη χαρακτηριστική μεγάλη δίφυλλη πόρτα του.

 

Οι οικοδόμοι και οι χτίστες που κατασκεύζαν τις λιθοδομές με συνδετική ύλη τη λάσπη ονομάζονταν γενικά γιαπιτζήδες (από τη λέξη "γιαπί" που σημαίνει οικοδομή). Ωστόσο το συνεργείο που αναλάμβανε μια οικοδομή συγκέντρωνε διαφόρων ειδών τεχνίτες και είχε συγκεκριμένη ιεραρχική οργάνωση. Ο πρωτομάστορας, που είχε το μεγαλύτερο κύρος και εμπειρία λεγόταν "κάλφας", οι βοηθοί του "χτίστες" και οι εργάτες "πουργοί" (υπουργοί). Η Λέσβος ήταν ξακουστή για τους "καλφάδες" της, που εργάζονταν εποχιακά και έξω από το νησί, κυρίως στη Μικρά Ασία. Ιδιαίτερα γνωστοί ήταν οι "καλφάδες" που κατάγονταν από την Ανεμότια, την Αγία Παρασκευή και το Μεσότοπο, οι οποίοι έχτισαν πολυάριθμα σπίτια και εκκλησίες στη Λέσβο, αλλά και στη Σμύρνη και στο Αϊβαλί. Οι χτίστες κατασκεύαζαν τα σπίτια "από τα θεμέλια μέχρι τη στέγη", βάσει της εμπειρίας του πρωτομάστορα, ο οποίος είχε τότε τη συνολική ευθύνη της οικοδομής, αναλάμβανε δηλαδή και το ρόλο του πολιτικού μηχανικού και του αρχιτέκτονα.

Μαρτυρία του Νίκου Βαλάση από την Στύψη Λέσβου

Νίκος Βαλάσης - Στύψη Λέσβου

Σε καφενείο στην Στύψη το 1997 ο Νίκος Βαλάσης δεξιά τραγουδάει αμανέ. Τον συνοδεύουν ο Βασίλης Βέτσος με το ούτι και ο Μιχάλης Κυριακόγλου με το βιολί. Ο Νίκος Βαλάσης γεννήθηκε το 1928 στη Στύψη, ένα ημιορεινό χωριό στη Βόρεια Λέσβο. Εκτός από τις αγροτικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες που ασκεί στο οικιακό πλαίσιο, ασχολήθηκε επαγγελματικά με την οικοδομή, ακολουθώντας την τέχνη που διδάχτηκε από τον πατέρα του Στέλιο Βαλάση. Ο Νίκος Βαλάσης είναι παντρεμένος και έχει 3 γιούς που τον ακολούθησαν στο επάγγελμα του οικοδόμου.

Αρχικά συνεργαζόταν με τον πατέρα του και τους αδερφούς του, ενώ στη συνέχεια έφτιαξε συνεργείο με τους γιούς του, που συμπεριελάμβανε συνολικά 6 άτομα. Αναλάμβανε διάφορες εργασίες, όπως χτίσιμο σπιτιών και εκκλησιών, κατασκευές κρηνών, πλακοστρώσεις δρόμων με μικρά λιθάρια ("ντουσιμέδες"), στη Στύψη, αλλά και στις περιφέρειες της Καλλονής και του Μολύβου. Όταν το έργο ήταν πολύ μεγάλο, όπως μια εκκλησία ή ένα βιομηχανικό κτίριο, συνεργαζόταν και με άλλους τεχνίτες καθώς και πετράδες για την εξόρυξη της πέτρας, που την προμηθεύονταν συνήθως από τα νταμάρια της περιφέρειας τους. Οι συνεργάτες τους προέρχονταν από τη Στύψη ή από άλλα χωριά που είχαν παράδοση στην τέχνη της πέτρας και της οικοδομής, όπως ήταν η Αγία Παρασκευή και η Ανεμώτια. Για την οικοδομική δραστηριότητα της οικογένειάς του ο Νόκος Βαλάσης αναφέρει:

"Ο πατέρας μου ήταν μάστορας. Οικοδόμος. Μάστορας, αρχιπελεκάνος. Έχτιζε σπίτια και πελεκούσε πέτρες και μαραγκός μαζί. Και μαραγκός και χτίστης και πελεκάνος. Την εκκλησία (της Αγίας Τριάδας στη Στύψη), ο πατέρας μου την έχει κάνει. Έχει κάτι πόρτες, κάτι πράγματα, ο πατέρας μου τα έχει κάνει. Να μέσα στο χωριό τα έκανε... Το '28 έκανε και την εκκλησία και το σχολειό. Και το εργοστάσιο του (Ελαιουργικού) Συνεταιρισμού έχει φτιάξει και τα καλύτερα σπίτια εδώ. Κι από κει ξεκινήσαμε, και τ' αδέρφια μου κι εγώ... Ο πατέρας μου ήταν κτίστης και μαραγκός και όλα. Την οικοδομή την έπαιρνε από το θεμέλιο κι ήθελε να σου δώσει το κλειδί. Και τα τζάμια ακόμα! Με τα χέρια τα φτιάχναμε όλα. Ένα πάτωμα να ροκανίζεις είναι μεγάλος αγώνας.

Εδώ δίπλα στο καφενείο έχει μια βρυσούλα, που είναι πέτρινη και την έχουμε κάνει εμείς, τζάκια ωραία, απ' όλα φτιάχνουμε. Δεν πιάνουμε σέτια, γιατί δε μας αφήνουν οι δουλειές. Αυτά τα κάνουμε στα δικά μας τα κτήματα... Στον Μόλυβο, εγώ έκανα το Τζαμί (εννοεί την αναστήλωση) κι έριξα τα ντουβάρια και βρήκα μιναρέ μέσα. Απάνω στο Κάστρο (του Μολύβου) όλα τα πλακόστρωτα εγώ με το γιό μου τα 'χουμε κάνει. Απ' τη Σκάλα του Μολύβου μέχρι απάνω που έχει ένα πλακόστρωτο, εγώ τα 'χω κάνει. Στη Σκάλα Καλλονής, μεσ' στην Καλλονή που έχει έναν δρόμο που είναι σα ψηφιδωτό οι πέτρες, είναι παλιά πέτρα. Εμείς τα 'χουμε κάνει.

Εδώ τα βουνά είναι όλο πέτρα. Έξω απ' το χωριό που 'χει ένα εκκλησάκ(ι), ο Άγιος Γιώργης, εκεί έχει την καλύτερη πέτρα. Και η εκκλησία από κει είναι φτιαγμένη. Κι ο (Ελαιουργικός) Συνεταιρισμός. Αλλά για να μη γκρεμίσει τώρα (το εκκλησάκι), το απαγορέψαν να τη δουλεύουμε την πέτρα αυτή".

(Η μαρτυρία του Νίκου Βαλάση βασίστηκε στη συνέντευξη του ερευνητικού προγράμματος «Κιβωτός του Αιγαίου», τον Απρίλιο του 1997 στην Στύψη).