Η Λέσβος είχε πάντα σημαντική παραγωγή μόνοπλων ζώων, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της αγροτικής οικονομίας και των μεταφορών. Όλα τα άλογα και οι ημίονοι του νησιού έπρεπε να πεταλωθούν και μάλιστα σε τακτικά διαστήματα, εφόσον η εντατική δουλειά και η ορεινή μορφολογία του εδάφους έφθειραν γρήγορα τα πέταλα. Η κατασκευή των πετάλων γινόταν με συγκεκριμένες τεχνικές από εξειδικευμένους τεχνίτες, τους πεταλωτές (αλμπάνηδες). Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν ταυτόχρονα και το το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελμα του σιδερά, ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν και πρακτικοί κτηνίατροι ή αναλάμβαναν και τον ευνουχισμό (μουνούχισμα) των ζώων. Μαρτυρία του Στέλιου Δούκα από το Μανταμάδο της Λέσβου Στέλιος Δούκας - Πεταλωτής από τον Μανταμάδο της Λέσβου Ο Στέλιος Δούκας γεννήθηκε το 1916 στο Μανταμάδο. Είναι πεταλωτής, τέχνη την οποία ασκεί μέχρι σήμερα στο ιδιόκτητο εργαστήριό του (αλμπάνικο) στη νότια είσοδο του Μανταμάδου. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, τη διετία 1937-1939, είχε την ειδικότητα του πεταλωτή στο Ιππικό. Όμως εκτός από πεταλωτής ο Στέλιος Δούκας ήταν και σιδεράς, κατασκεύαζε δηλαδή σιδερένια εργαλεία και εξαρτήματα. Είναι από τους λίγους εναπομείναντες πεταλωτές (αλμπάνηδες) στο νησί, ενώ παλαιότερα μόνο στο Μανταμάδο είχε 5-6 εργαστήρια σιδεράδων - πεταλωτήδων. Για την τέχνη του πεταλωτή αλλά και του σιδερά ο Στελος Δούκας αναφέρει: "Τον πατέρα μου τον λέγαν Χαράλαμπο και ήταν κτηνοτρόφος, είχε πρόβατα. Εδώ ο Μανταμάδος είναι ένα κτηνοτροφικό χωριό κι είχε πάντοτε πρόβατα πολλά και βόδια πολλά και άλογα πολλά, φοράδες τα οποία είχαμε και αναπαραγωγή. Ο κάθε νοικοκύρης είχε ένα-δυό-τρείς ξέρω γω, φοράδες, που γεννούσαν και κάναν πουλάρια και μουλαράκια και τα λοιπά. Γιατί από την φοράδα γίνεται το μουλάρι, με γαϊδούρι διασταύρωση. Αυτά τα είχαν και για χρήση, γιατί τα ζώα ήταν η κινητήριος δύναμη, αλλά γινόταν και εμπόριο μεγάλο. Έρχονταν και από την Πελοπόννησο, και από την Μακεδονία και από τα διάφορα μέρη, και ο στρατός ακόμα έπαιρνε. Έρχονταν διάφοροι ζωέμποροι, οι λεγόμενοι "τσαμπάσηδες", καθίζαν ένα μήνα έδιω και κάναν μια αγορά να πούμε, και όχι μονάχα από μέσα από το χωριό αλλά και από την περιφέρεια. Από άλογα και φοράδες και μουλάρια παίρναν. Για τα βοδοειδή και τα λοιπά ερχόταν οι χασάπηδες από τα διάφορα χωριά που δεν είχαν παραγωγή, διότι είχαμε παραγωγή μεγάλη και από βόδια αλλά και από πρόβατα. Δηλαδή ήταν μεγάλο κτηνοτροφικό χωριό, όπως και είναι ακόμα, μονάχα δεν έχει τώρα παραγωγή σε φοράδες και σε άλογα, διότι το αυτοκίνητο τα αντικατέστησε. Εγώ τη δουλειά την έμαθα από έναν θείο μου σιδερά που ήταν εδώ απάνω. Εκανε αυτός το επάγγελμα αυτό, Μανταμαδιώτης και αυτός. Ηταν και συγγενής μου, της μητέρας μου ο αδερφός. Ως μαθητευόμενο, με πήρε από παιδί να πούμε, από 13-14 χρονών. Πήγα και δυό τάξεις στο γυμνάσιο, αλλά τότε δεν ήταν εύκολο ένας οικογενειάρχης να σπουδάσει το παιδί του, τότε ήθελε έξοδα, τότε ήταν μεγάλες οικογένειες, πολλά παιδιά, εμείς ήμασταν εννιά παιδιά, εννιά αδέρφια. Εν τω μεταξύ όμως και το Ημιγυμνάσιο που είχαμε εδώ πέρα καταργήθηκε διότι δεν υπήρχαν τα παιδιά. Δεν πηγαίναν τα παιδιά, δεν είχαν οι γονείς την δυνατότητα, αλλά είχαν στραφεί και προς την γεωργία, ελιές, κτηνοτροφία, γενικά να πούμε. Εμένα δεν ήταν επιλογή μου να γίνω πεταλωτής, μου την πρότεινε ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου είπε ότι θα πας! Αφού με ζητήσαν, με είχε ζητήσει ο θείος μου, και πήγα. Δύσκολη ήταν πάντοτε η δουλειά αυτή, και μέχρι τώρα είναι δύσκολη, παρόλο που τώρα υπάρχουν τα μέσα. Τώρα έχουμε ηλεκτροκόλληση, ηλεκτρικό τροχό και τα λοιπά. Τότε ήταν όλα χειροποίητα και όλα χειροκίνητα. Χρειάζεται μυϊκή δύναμη και τέχνη, απαραιτήτως τέχνη! Είναι τέχνη, παίρνεις το ακατέργαστο σίδερο και το κάνεις εργαλείο, δεν είναι αστείο πράγμα! Και πότε θέλει να το βάλεις στην φωτιά, πότε να το βγάλεις και για να τα κολλήσεις, τότε, έπρεπε να τα βράσεις, δηλαδή να έρθει σε ρευστότητα το ένα με το άλλο, να λιώσουν και να τα χτυπήσεις για να τα κολλήσεις. Τώρα, σήμερα είναι εύκολο, υπάρχει η ηλεκτροκόλληση και το κάνεις εύκολα... Ετούτο το μαγαζί ήταν από τον προκάτοχό μου που το αγόρασα, ήταν σιδεράς. Μάλλον λέγονταν τότε το επάγγελμα τούτο και τώρα ακόμα "Αλμπάνης". Πάντως Αλμπάνηδες είχε πολλοί, τώρα τους λέγουμε και σιδεράδες, το ίδιο πράγμα είναι, και τούτο το μαγαζί ήταν σιδεράς. Τότε, πρώτα-πρώτα όλα τα εργαλεία, που σκάβαν τα κτήματα, τα περιβόλια, τα αμπέλια και τα λοιπά, οι γεωργοί που καλλιεργούσαν και σπέρναν τα κτήματα, με τα βόδια, με τα άροτρα, όλα ήταν σιδερένια τα εργαλεία. Αλλά και στα σπίτια να πούμε, στα γιαπιά διάφορα σιδερικά, ό,τι εξαρτήματα χρειάζονταν, τα φτιάχναμε. Ο κασμάς έπρεπε να σκάψει το θεμέλιο, το σφυρί να πελεκήσει την πέτρα, η βαριοπούλα να την σπάσει, όλα ήταν εργαλεία τα οποία τα κατασκευάζαμε εμείς. Μόνο πριόνια, κλαδευτήρια ήταν του εργοστασίου πράματα. Πάντοτε φροντίζαμε να έχουμε κρεμασμένα εκεί γκασμάδες, τσεκούρια και τα λοιπά, σε περίπτωση ανάγκης που ζητήσει ένας να το πάρει και εμείς να ωφεληθούμε. Να το πουλήσουμε βέβαια, διότι τότε, την εποχή του χρόνου που είχαμε λάσκα, κοιτάζαμε να κάνουμε κάτι έτοιμο, να το έχουμε. Μικρά τσαπάκια, μεγάλες τσάπες, διάφορα γεωργικά εργαλεία, που ήταν πάντοτε έτοιμα σε περίπτωση που τα ζητούσε ένας νοικοκύρης, υνί για τα αλέτρια.... Η βασική δουλειά μας ήταν τα πεταλώματα, και βόδια πεταλώναμε και γαϊδούρια πεταλώναμε, και άλογα πεταλώναμε. [...] Όλες οι δουλειές είναι επικύνδυνες, και σ' αυτή μπορούσες να την πάθεις την ζημιά, να πετάξει κανένα σίδερο, ήταν και τα ζώα τα οποία έχει πολλά που είναι άγρια. Λοιπόν, παίρνεις τα μέτρα, γιατί υπάρχουν μεγέθη, διάφορα μεγέθη. Μα τα ξέρεις πια τα χορταίνεις, τα χορταίνεις. Τα κόβαμε εμείς τα κόβαμε τα πέταλα, αλλά τώρα έχει και έτοιμα πέταλα. Τότε από λαμαρίνα κόβαμε εμείς τα πέταλα και ξέραμε, κόβεις μικρά, μεγάλα, μέτρια και μεγάλα και τα ταιριάζεις πάνω στα ζώα. Δεν είναι χοντρό, πρέπει να είναι τρία χιλιοστά-δυό χιλιοστά λαμαρίνα για να κάνεις το πέταλο, που κάναμε τότε. Μετά το σάζεις (φτιάχνεις) εκεί και το τρυπάς, κάνεις τις τρύπες κι είναι έτοιμα να τα πεταλώσεις. Τα βόδια είναι δίχαλα τα οποία μπορείς να τα καλουπώσεις κιόλας. Τα βόδια που οργώναν τότε, γι' αυτό και τα πεταλώναν. Το άλογο δεν είναι δίχαλο, ενώ το βόδι είναι δίχαλο. Εμείς τα κάναμε και τα πέταλα τα βοδίσια, στο εμπόριο δεν υπήρχε. Στα άλογα καρφώνουμε το πέταλο στο περιόπλιο να πούμε, δηλαδή στην οπλή από κάτω, άμα κόψεις και καθαρίσεις, φαίνετα ένα γαϊτανάκι γύρω, μέχρι εκεί επιτρέπεται να βάλεις καρφί. Και δεν βάζεις ένα, άμα στα μεγάλα τα ζώα τώρα βάζουμε τέσσερα από την μιά και τέσσερα από την άλλη οχτώ, άμα είναι πιο μικρά άλογα βάζουμε από τρία, δηλαδή έξι στο κάθε πέταλο. Από δυό χρονών τα πεταλώνουμε, πιο μικρό δεν είχε ανάγκη από πετάλωμα, διότι δεν εργαζόταν. Από δυό χρονών όμως που τα βάζαν σαμάρι και τα λοιπά αρχίζαν και τα πεταλώναν, το πετάλωμα τα βοηθούσε τα ζώα, δεν τα εμπόδιζε. Και στο χώμα και στο λιθόστρωτο, το οποίο ήταν πέτρα-πετραδίτσα και τα λοιπά, γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να σηκώνει βάρη και να ανεβαίνει βουνά, και πετρώδη και τα λοιπά. Δουλεύαν τα ζώα τότε, δουλεύαν συνέχεια, η κύρια δύναμη ήταν τα ζώα. Τότε στο μήνα έπρεπε να πεταλώσεις, κανονικά για τα ζώα που δουλεύαν έπρεπε να πεταλώσεις γιατί παλιώναν. Η ίδια διαδικασία πάλι. Ο Μανταμάδος είχε πολλά ζώα και μετά το 1940 και πριν το 1940 είχε πολλά. Από τότε όμως που βγήκε το αυτοκίνητο, αλλά κανονικά από το 1950 και μετά, μετά τον εμφύλιο πόλεμο και τα λοιπά και την μετανάστευση, άρχισε να λιγοστεύει να πούμε, έφυγε ο κόσμος. Βέβαια και όσοι μείνανε κοιτάζανε να προμηθευτούνε, όσοι είχαν την δυνατότητα, αυτοκίνητο. Σιγά-σιγά λοιπόν το 1965-1970 τα αυτοκίνητα πληθύναν και τα ζώα λιγοστεύαν. Και φτάσαμε σήμερα όπου δεν είναι μηδέν αλλά είναι σχεδόν μηδέν. Για να προσφέρει υπηρεσία σημερα ζώο στο χωριό, είναι πολύ λίγα. Κυκλοφορούν σήμερα στο χωριό μέσα καμιά δεκαριά ζά και οι πιο πολλοί είναι γέροι να πούμε, που δεν ταίριαξε να πάρουν αυτοκίνητο. Για ώρα ανάγκης έχει όμως άλλα ζώα, τον καιρό της συγκομιδής της ελιάς να πούμε, από ορεινό μέρος άμα θέλουν να κατεβάσουν στον δημόσιο ή σε αγροτικό δρόμο, έχει κάποια ζώα. Αλλά αυτά είναι για πρόχειρα, αυτά που κινούνται κάθε μέρα δέκα δεν είναι, στο χωριό μέσα. Έχει και κάμποσα που τα συντηρούν αποκλειστικά για τα πανηγύρια. Ήταν εποχή που πεταλώναμε και πενήντα ζώα την εβδομάδα και περισσότερα πολλές φορές, τώρα να σου πω πως είναι πέντε-έξι το μήνα!" (Η μαρτυρία του Στέλιου Δούκα βασίστηκε στη συνέντευξη του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου" τον Ιούνιο του 1997 στον Μανταμάδο) |