Ντελάληδες ονομάζονταν οι δημόσιοι κήρυκες. Οι ντελάληδες διαλαλούσαν στους κατοίκους των κωμοπόλεων και των χωριών τα νέα που έφταναν με τον τηλέγραφο ή τα εμπορεύματα που έφερναν στις πλατείες των χωριών οι πραματευτάδες ή τα καΐκια στα επίνεια (Σκάλες). Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζαν συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς και σεβαστούς στην τοπική κοινωνία. Η ευρεία διάδοση των εφημερίδων, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης υποκατέστησε σταδιακά τους ντελάληδες σε όλα τα χωριά του νησιού.

 

Οι ξυλοκόποι έκοβαν ξύλα από τα δάση για την κατασκευή ξύλινων αντικειμένων και ειδών καθημερινής χρήσης. Ονομάζονταν "ταχτατζήδες" από την τουρκική λέξη "tahta" που σημαίνει ξύλο. Εκτός από τους κατοίκους των χωριών, ως "ταχτατζήδες" εργάζονταν οι Γιουρούκοι ή "Τουρκμένηδες", νομαδικά φύλα που κατοικούσαν σ' όλη τη Μικρασιατική χερσόνησο και τη Λέσβο. Οι Γιουρούκοι είχαν προσυλητιστεί στο μωαμεθανισμό, διατηρούσαν ωστόσο ιδιαίτερες λατρευτικές παραδόσεις και είχαν δικό τους γλωσσικό ιδίωμα και χαρακτηριστική ενδυμασία. Ζούσαν νομαδικά και κατοικούσαν σε "ουμπάδες" (κατοικίες σαν αντίσκηνα από προβειές ή δέρματα), ή σε μικρά καλύβια στα ορεινά και δασώδη μέρη του νησιού. Έκοβαν ξύλα από πεύκο και πλατάνι και κατασκεύαζαν ξύλινα σκεύη καθημερινής χρήσης, όπως πινακωτές για το ψωμί, σκάφες, κοπάνους, ξύλινες γούρνες, που τα πουλούσαν οι ίδιοι στα χωριά της Λέσβου. Οι Γιουρούκηδες εγκατέλειψαν το νησί με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923.

Στην κατασκευή ξύλινων εργαλείων και σκευών οικιακής χρήσης είχαν ειδικευτεί πολλοί κάτοικοι του χωριού Πτερούντα (ή Φτερούντα) στο βόρειο μέρος του νησιού. Οι μάστορες της Πτερούντας κατασκεύαζαν ξύλινες σκάφες και πινακωτές, αλλά και εργαλεία για το αλώνισμα και το θερισμό, με κυριότερο το "ντουγένι" ή "αρκάνι". Το "ντουγένι" κατασκευαζόταν από ξύλο πεύκου που το πελεκούσαν σε σανίδες και στη συνέχεια σφήνωναν απάνω του κοφτερές λεπίδες πυριτόλιθου, που τις προμηθεύονταν απο τα νταμάρια της περιφέρειάς τους. Το "ντουγένι" ήταν το βασικό εργαλείο για το αλώνισμα των οσπρίων και των σιτηρών και το έσερναν δύο άλογα ή δύο βόδια που τα καθοδηγούσε ο ζευγάς. Κάθε Ιούνιο οι κατασκευαστές ντουγενιών από την Πτερούντα περιφέρονταν στα χωριά της Λέσβου για να πουλήσουν τα εργαλεία και τα σκεύη τους, καθώς και για να επισκευάσουν επί τόπου τα φθαρμένα ντουγένια. Έτσι η Πτερούντα αποτελούσε κέντρο παραγωγής για όλη τη Λέσβο, αλλά και για τη γειτονική Λήμνο που είχε εκτεταμένες καλλιέργειες σιτηρών. Τα ντουγένια έπαψαν να χρησιμοποιούνται τη δεκαετία του 1970 και τη θέση τους πήραν οι σύγχρονες θεριζοαλωνιστικές μηχανές.

 

Οι ξυλοσχίστες, που επονομάζονταν "μπισκιτζήδες", εργάζονταν στα δάση της Λέσβου και υλοτομούσαν την απαραίτητη ξυλεία για τις οικοδομές, τη ναυπηγική, αλλά και για τις κατασκευές των επιπλοποιών και των μαραγκών. Τα δάση της Λέσβου εκτείνονται σε όλο το κεντρικό τμήμα του νησιού και η ξυλεία από τα πεύκα, τις καρυδιές ή τις λεύκες, κάλυπτε όλες τις σχτικές ανάγκες. Οι περισσότεροι ξυλοσχίστες (μπισκιτζήδες) προέρχονταν από τα ορεινά χωριά, όπως η Αγιάσος, ο Μανταμάδος, η Γέρα, ο Σκουτάρος κ. ά.

Μαρτυρία του Γιάννη Βουγιούκα - ξυλοσχίστη από τον Σκουτάρο

Γιάννης Βουγιούκας - Σκουτάρος Λέσβου

Ο μουσικός Γιάννης Βουγιούκας παίζει μπουζούκι στο σπίτι του στον Σκουτάρο το 1997.Ο Γιάννης Βουγιούκας (Τζινερίκας) γεννήθηκε το 1923 στο Σκουτάρο της Λέσβου. Ο πατέρας του ήταν «μπισκιτζής», υλοτόμος και εργολάβος οικοδομικής ξυλείας στο Σκουτάρο, καθώς και κουρέας, επαγγέλματα στα οποία τον διαδέχτηκε ο γιός του Γιάννης. Επιπλέον ο Γιάννης Βουγιούκας είναι πρακτικός οργανοπαίκτης, παίζει νταούλι και μπουζούκι. Το 1960 μετανάστευσε στον Καναδά όπου εργάστηκε ως κουρέας και μουσικός. Από το 1960 μέχρι σήμερα διαμένει στον Καναδά τη χειμερινή περίοδο και επιστρέφει στο Σκουτάρο τα καλοκαίρια. Σε νεαρή ηλικία ο Γιάννης Βουγιούκας εργαζόταν ως «μπισκιτζής», όπως και ο πατέρας του. Για την τέχνη αυτή αναφέρει:

«Και ο πατέρας αυτή τη δουλειά έκανε και με έβαλε και είχα και έναν αδερφό Γιώργο μαζί... Σχίζαμε καβάκια - λεύκα, ξυλεία, τότε με τα χέρια, από τα βουνά. Εδώ όλα τα βουνά, από τη Στύψη εκεί πάνω όλα τα βουνά είχαμε, στην Πέτρα, στο κύμα απάνω σχίζαμε, καβάκια, λεύκα τα λένε αυτά. Λεύκα και κάναν ξυλεία τότες, όλα από το χέρι περνούσαν, για όλο το σπίτι. Ο κάθε ένας αγόραζε, ένας που ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι να πούμε, ήθελε και ξυλεία και έβρισκε τα λεύκα και εμείς πηγαίναμε και τα σχίζαμε, 4-5 μέρες, 10 μέρες, αναλόγως. Ο ιδιοκτήτης αγόραζε το λεύκο και μας πλήρωνε και εμάς μεροκάματο... Εμείς όμως αγοράζαμε και δικά μας, εμπορευόμαστε κιόλας, κάναμε εμπόριο. Πεύκα σχίζαμε, τα βουνά αυτά εδώ πάνω όλα. Μεταφορές με μουλάρια. Είχε πολλά, πολλά ζώα είχανε και τους πληρώναμε το αγώγι να πούμε, από μακριά από τα βουνά και κατεβάζαμε εδώ πλάκες, τα κάναμε τετράγωνα τα καβάκια να πούμε, κάθε κορμό σε δύο, όσο να σηκώνεται στο μουλάρι. Και ξεραινότανε τα ξύλα λίγο, τραβούσανε και τα σχίζαμε μετά, ανάλογα με την παραγγελία που είχαμε. Εμείς δίναμε την ξυλεία, πρώτη ύλη ξυλεία, ήθελε για σκεπή, ήθελε για πατώματα μετά, για πόρτες. Η πιο σκληρή δουλειά αυτή, «μπισκιτζήδες» τους λέγανε. Εγώ άρχισα από όταν τέλειωσα το σχολείο, το Δημοτικό, ο πατέρας μου μ' έβαλε μαζί του. Γιατί αυτοί ήταν δυό αδέρφια, ο αδερφός του και έβαλε τον γιό του αυτός, έβαλε και μένα ο πατέρας μου και γινήκαμε δυό ζευγάρια».

(Η μαρτυρία του Γιάννη Βουγιούκα βασίστηκε στη συνέντευξη του προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου" τον Μάιο του 1997 στον Σκουτάρο).

 

Οι μαραγκοί ήταν οι τεχνίτες που κατασκεύαζαν ξύλινα έπιπλα, αλλά και σκάλες, κουφώματα, ταβάνια, πατώματα, πόρτες και γενικότερα όλο τον ξύλινο εξοπλισμό των κατοικιών. Είχαν δικά τους εργαστήρια όπου κατασκεύαζαν τα έπιπλα, ωστόσο οι ίδιοι συμμετείχαν και στις οικοδομές, αναλαμβάνοντας τα ξύλινα μέρη. Μαραγκοί υπήχαν σε όλες τις κωμοπόλεις και τα χωριά της Λέσβου και αξιοποιούσαν την τοπική ξυλεία από πεύκο, καρυδιά ή πλατάνι, που τους προμήθευαν οι υλοτόμοι (μπισκιτζήδες). Μέχρι σήμερα στη Λέσβο υπάρχουν πολλοί ξυλουργοί και μαραγκοί με τοπικά εργαστήρια που απασχολούν σημαντικό εργατικό δυναμικό.

Πολλοί ξυλουργοί, κυρίως στην πόλη της Μυτιλήνης, συνεχίζουν παράλληλα να ασκούν την τέχνη της κατασκευής μικρών αντικειμένων από ξύλο ελιάς, με χρηστικό αλλά και διακοσμητικό χαρακτήρα, όπως μικρά βάζα, κορνίζες, επιτραπέζια σκεύη, ομοιώματα φρούτων κ. ά.

 

"Πελεκάνοι" ονομάζονταν οι τεχνίτες που πελεκούσαν τις πέτρες με ειδικά σιδερένια εργαλεία για να τις διαμορφώσουν σε ορθογώνιους κύβους, κατάλληλους για την οικοδόμηση των σπιτιών και των εκκλησιών. Οι πελεκάνοι δούλευαν στα νταμάρια και η τέχνη τους απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή και δεξιοτεχνία. Μετά το μεγάλο σεισμό του 1867 που κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος του νησιού, οι νέες κατοικίες, ιδιαίτερα στους αστικοποιημένους οικισμούς, άρχισαν να γίνονται λιθόκτιστες για μεγαλύτερη ασφάλεια και σταθερότητα. Οι κατοικίες αυτές, που σε μεγάλο βαθμό διατηρούνται μέχρι σήμερα, είχαν λίθινους τοίχους χωρίς επίχρισμα στην εξωτερική τους επιφάνεια. Έτσι, οι λίθοι παρέμεναν ορατοί και με την ανάγλυφη και ποικιλόμορφη διαμόρφωσή τους συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην αισθητική των σπιτιών. Οι πελεκάνοι επεξεργάζονταν τις πέτρες που εξορύσσονταν στη Λέσβο (με πιο γνωστή την ερυθρόχρωμη πέτρα των Μιστεγνών) και σπανιότερα λίθους από τα λατομεία της Μικράς Ασίας.

Τους τεχνίτες που επεξεργάζονταν ειδικά το μάρμαρο, δημιουργώντας διακοσμητικές μαρμάρινες επενδύσεις στις αρχοντικές κατοικίες και στις εκκλησίες της Λέσβου, τους αποκαλούσαν "πλακολανάδες". Η Λέσβος είχε από την αρχαιότητα σημαντικά λατομεία μαρμάρου, ενώ ακόμα και σήμερα συνεχίζεται η εξόρυξη μαρμάρων από λατομεία στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα του νησιού. Μαρμαρογλύπτες υπήρχαν αρκετοί στον Παλαιόκηπο της Γέρας, οι οποίοι μάλιστα το 19ο αιώνα ήταν οργανωμένοι σε συντεχνία, που ονομαζόταν "ισνάφι των πλακολανάδων".

 

Το επάγγελμα του πλανόδιου εμπόρου, που γυρνούσε στα χωριά και στις γειτονιές, ασκούσαν επαγγελματίες διαφόρων ειδικοτήτων, που ήταν συχνά και παραγωγοί του προϊόντος. Οι έμποροι αυτοί μετέφεραν το εμπόρευμά τους στους ώμους ή πάνω στο υποζύγιο που τους συνόδευε. Οι χαλβατζήδες που έφτιαχναν το χαλβά και οι σαλεπιτζήδες που έβραζαν και πουλούσαν το ζεστό σαλέπι, ήταν χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της πρώτης κατηγορίας. Αντίθετα οι γαλατάδες, οι πλανόδιοι υφασματέμποροι (ή "μπασματζήδες") που εφοδίαζαν τα χωριά της αγροτικής περιφέρειας, οι "μπαχτσαβάνηδες", που καλλιεργούσαν και πουλούσαν τα λαχανοπωρικά, καθώς και άλλοι πλανόδιοι έμποροι, μετέφεραν τα προϊόντα τους με το γαϊδουράκι, που έφερε το φορτίο του μέσα σε ειδικά κοφίνια. Οι γαλατάδες περνούσαν από τις γειτονιές κάθε πρωί και έφερναν φρέσκο γάλα μέσα σε ειδικά δοχεία από αλουμίνιο. Οι "μπαχτσαβάνηδες" που ονομάζονταν και "περιβολάρηδες" καλλιεργούσαν τα οπωρολαχανικά τους στα περιβόλια τους και τα διέθεταν στους εμπορομανάβηδες, ή τα πουλούσαν μόνοι τους στις συνοικίες. Μέχρι σήμερα στη Μυτιλήνη υπάρχουν λίγοι γαλατάδες και μπαχτσαβάνηδες που κατεβαίνουν από τα χωριά με τα γαϊδουράκια τους, ενώ οι περισσότεροι σύγχρονοι γυρολόγοι έμποροι χρησιμοποιούν πλέον αυτοκίνητα.

 

Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα στη Λέσβο ήταν εκτεταμένη η αμπελοκαλλιέργεια, ενώ πολλοί αγρότες διατηρούσαν μικρά κτήματα αμπελιών για την προσωπική παραγωγή ρακής και κρασιού. Οι πιο εκτεταμένες καλλιέργειες αμπελιών υπήρχαν στην Καλλονή και στο Μόλυβο (Μήθυμνα), που συνεχίζουν μέχρι σήμερα να παράγουν κρασοστάφυλα και κρασί, σε μικρότερες ποσότητες. Οι διαδικασίες της οινοπαραγωγής, τρύγος, πάτημα σταφυλιών, ζύμωση, ωρίμανση και διάθεση, αποτελούσαν καθημερινές πρακτικές της αγροτικής ζωής, με τη χρήση παραδοσιακών τεχνικών οινοποίησης. Την παραγωγή ρακής που ξεκίνησε από το 19ο αιώνα με την εισαγωγή των χάλκινων αμβύκων (ρακοκάζανων), αναλάμβαναν ειδικευμένοι επαγγελματίες, οι επονομαζόμενοι ρακοκαζανάδες. Οι αγρότες έφερναν στους ιδιοκτήτες των ρακοκάζανων τα στέμφυλα και αυτός τα έβραζε στο ρακοκάζανο για να εξάγει το "στεμφυλ(οιν)όπνευμα" (σούμα), το οποίο και παρέδιδε στους παραγωγούς μέσα σε πήλινες στάμνες. Η σούμα στη συνέχεια αναμιγνυόταν με το (γλυκ)άνισο για την παρασκευή της ρακής (ούζου), ενώ κάποιοι προσέθεταν σ' αυτή και χιώτικη μαστίχα. Η αμοιβή των ρακοκαζανάδων γινόταν σε είδος από τους παραγωγούς. Ιδιοκτήτες ρακοκάζανων υπήρχαν πολλοί σε κάθε κωμόπολη και χωριό της Λέσβου, όταν ακόμα ήταν διαδεδομένη η οικιακή παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών.

Ρακιτζήδες ονομάζονταν οι παραγωγοί και έμποροι της ρακής που τη διέθεταν στα ρακοπωλεία, στα καφενεία, αλλά και στα σπίτια. Πολλοί ιδιοκτήτες καφενείων (καφετζήδες) είχαν δικά τους ρακοκάζανα.

Μαρτυρία του Ιγνάτιου Κοπριτέλλη, από τον Μανταμάδο

Ιγνάτιος Κοπριτέλης - Καφετζής από τον Μανταμάδο

Το καφενείο των αδερφών Κοπριτέλλη στον Μανταμάδο το 1997.Ο Ιγνάτιος Κοπριτέλλης γεννήθηκε το 1925 στον Μαντάμάδο. Ο ίδιος μαζί με τον αδερφό του διατηρούν το καφενείο "του Κοπριτέλλη" στο Μανταμάδο, όπως το παρέλαβαν από τον πατέρα τους. Το καφενείο αυτό ξεκίνησε από τις αρχές του 20ού αιώνα και μέχρι τη δεκαετία του '60 λειτουργούσε παράλληλα και ως οινοπνευματοποιείο, εργαστήριο παρασκευής ρακής (ούζου, σούμας) και άλλων οινοπνευματωδών ποτών, που μπορούσαν να καταναλωθούν επί τόπου ή στο σπίτι. Το καφενείο «του Κοπριτέλλη» γνώρισε εποχές μεγάλης ακμής, όταν είχε πάλκο για τους μουσικούς, με καθημερινά γλέντια και διασκεδάσεις, ιδιαίτερα μέχρι τη δεκαετία του '70. Σήμερα λειτουργεί ως παραδοσιακό καφενείο και μαγειρείο.

Ο Ιγνάτιος Κοπριτέλλης αναφέρει για το παλιό οινοπνευματοποιείο:

Το ρακοκάζανο στην αποθήκη του καφενείου των αδερφών Κοπριτέλλη στον Μανταμάδο, που λειτουργούσε παλιά και ως οινοπνευματοποιείο."Εμείς είχαμε καζάνι και βγάζαμε οινοπνεύματα. Σούμα το λέγαμε εμείς. Από σταφύλι. Ο πατέρας μου το 'χε το καφενείο. Από το '25, πριν το '25, απ' το '20 το είχε το καφενείο, όχι καφενείο, το 'χανε οινοπνευματοποιείο, να παρασκευάζει πολλά οινοπνεύματα, και σαν ταβέρνα μαζί. Σταφύλια, και σύκα βγάζαμε, κι από αχλάδια κι από κούμαρα. Είχε κι άλλα καζάνια, αλλά σιγά-σιγά τα καταργήσαν, εμάς σώζεται ακόμα.

Έπαιρνες τότε 48ωρη άδεια. Έπρεπε να πας στο Χημείο να πάρεις άδεια, να υπογράψουν οι παραγωγοί. Έρχονταν ο πρόεδρος της Κοινότητας, ο αστυνόμος και τα σφραγίζαν. Το οινόπνευμα το παίρνανε ο κόσμος, το παίρναν στα σπίτια τους. Βγάζαμε, τελευταία βγάζαμε και μέντα, παίρναν αυτοί οι καραμελάδες και βάζαν στην καραμέλα μέντα. Φλισκούνι βάζαμε, φλισκούνι, άμαν είχε ρίγανη, βάζανε ρίγανη κι έβαζες και βάζαν στα δόντια, άμα πονούσες κι ήτανε το δόντι κούφιο, έβαζες οινόπνευμα με ρίγανη. Ε μετά πλέον, σταματήσαν και τα σταφύλια. Γινήκαν αυτά που βλέπεις τουριστικά εδώ πέρα, ενώ πριν στον κάμπο, πηγαίνοντας στον Άγιο Στέφανο, ήταν όλα αμπέλια. Φέρναν κι απ' την Καλλονή φέρναν σταφύλια. Και από σύκα βγάζαμε. Συκιές είχε περισσότερο η Καλλονή, εδώ είχαμε συκιές, αλλά λίγα πράματα. Εδώ είχαν σύκα, αλλά να, τα μαζώναν έτσι ατομικά. Το σύκο ήταν πιο δυνατό απ' το σταφύλι. Το σύκο ήθελε ειδικιά τέτοια, και τα σταφύλια βέβαια, τα έκοβγες, τα πάταγες, έπρεπε να βράσουν, να γίνει η ζύμωση και μετά να, άμα δε βράσαν, μπορεί να έριχνες, ό,τι να έριχνες, δεν έβγαζε τίποτα. Βράζαν μόνα τους. Σταφύλια, κρασοστάφυλα όλα κάναν και άσπρα και κόκκινα, φαγώσιμα τότες δεν υπήρχαν, ούτε πουλούσαν, ούτε τίποτα. Τέτοια «μοσχάτα» τέτοια μόνο δεν πολυείχε τότες, είχε άλλη ποικιλία. Και κρασί κάναμε και ξύδι κάναμε και σούμα, μετά ήρθε η σούμα, τη βγάζαμε όλοι. Είναι ωραίο. Και μαστίχα μπορούσες να βγάλεις. Και κονιάκι ωραίο έβγαζες. Το ξύδι και το κρασί ήταν ωραία, χωρίς συντηρητικά. Σε ξύλινα βαρέλια το βάζαμε το κρασί".

(Η μαρτυρία του Ιγνάτιου Κοπριτέλλη βασίστηκε στη συνέντευξη του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου" τον Απρίλιο του 1997 στον Μανταμάδο).

 

Η ραπτική και η υφαντουργία ήταν οικιακές ασχολίες, ιδιαίτερα των γυναικών που έφτιαχναν τα βασικά είδη ρουχισμού. Ωστόσο, υπήρχαν και επαγγελματίες ράπτες που ειδικεύονταν στην κατασκευή συγκεκριμένων ειδών ενδυμάτων. Όπως αναφέρει ο λέσβιος ιστορικός Παναγιώτης Σαμάρας, οι μεγαλύτερες και παλαιότερες συντεχνίες της πόλης της Μυτιλήνης ήταν των Ραπτών, των Γουναράδων και των Μεταξουργών (Καζάζηδων). Σύμφωνα με τον ίδιο, τα εργαστήρια των ραπτών (ραφτάδων ή ρωμιοραφτάδων) βρίσκονταν κοντά στη Ο Ευστράτιος Κουτζαμπάσης με τη σύζυγο του Χρυσάνθη στο σπίτι τους στην Κάπη το 1895. Αρχείο Μιχ. Κυριακόγλου.	Μητρόπολη και το τμήμα αυτό της αγοράς ονομαζόταν "ραφτάδικα". Οι ράπτες κατασκεύαζαν τα εγχώρια ενδύματα, είτε από τσόχα (οπότε ονομάζονταν "τσοχατζήδες"), είτε από αμπά (οι "αμπατζήδες"), και τα έραβαν με μεταξωτή κλωστή ("μπρισίμι"), διακοσμώντας τα με γαϊτάνια, με κεντήματα και με ολομέταξα κουμπιά. Η ειδικότητα των "τσοχατζήδων", που έραβαν "σαλβάρια", "γιλέκια" και "καφτάνια" ήταν απαραίτητη στις αρχές του 19ου αιώνα. Οι "αμπατζήδες" σταδιακά αντικατέστησαν εντελώς τους "τσοχατζήδες". Χρησιμοποιούσαν τον εισαγόμενο "αμπά", ένα είδος χονδρού υφάσματος που το ύφαιναν στην Ανατολική Ρωμυλία και το έβαφαν σε δύο συνήθως χρωματισμούς (γαλάζιο και κόκκινο).

Η συντεχνία των γουναράδων ήταν εξίσου σημαντική. Οι γουναράδες κατασκεύαζαν γουναρικά από λεσβιακά δέρματα κυρίως για τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, εφόσον οι πλούσιοι αγόραζαν τις πολυτελείς γούνες τους από την Κωνσταντινούπολη ή την Ευρώπη. Η συντεχνία των ραπτών, των γουναράδων, αλλά και των μεταξουργών είχε δικό της λάβαρο στον Ιερό Ναό των Αγίων Θεοδώρων, που ήταν και οι προστάτες άγιοι της συντεχνίας τους (βλ. Σαμάρας Παναγιώτης, "Αι συντεχνίαι" στο Λεσβιακόν Ημερολόγιον, Μυτιλήνη 1954).

Οικογένεια ευπόρων Πλωμαριτών στις αρχές του 20ού αιώνα. Αρχείο Π. Φρυδά.Από τα μέσα του 19ου αιώνα εμφανίστηκαν οι φραγκοράφτες που έραβαν τις "ευρωπαϊκές" ενδυμασίες των αστών. Δεν ήταν οργανωμένοι σε συντεχνία. Οι φραγκοράφτες αντικατέστησαν σιγά-σιγά τους αμπατζήδες και από τις αρχές του 20ού αιώνα κυριάρχησαν εντελώς στην παραγωγή ενδυμάτων. Παράλληλα με τους φραγκοράφτες υπήρχαν και οι γυναίκες (μοδίστρες) για την ραπτική των γυναικείων ενδυμάτων τόσο στη Μυτιλήνη, όσο και στα χωριά και στις κωμοπόλεις της Λέσβου. Σήμερα υπάρχουν πολύ λίγοι ράπτες και μοδίστρες, εφόσον έχει επικρατήσει παντού το έτοιμο βιομηχανοποιημένο ρούχο.

 

Οι σακκοποιοί κατασκεύαζαν τσόλια για τις κουζίνες και τα τζάκια, διαδρόμους, "χαράρια" (μεγάλα χοντρά σακιά για τη μεταφορά του άχυρου, του σιταριού ή του ελαιόκαρπου από τα χωράφια στα σπίτια). Εργάζονταν στις κρεβατές (αργαλειούς) με πρώτη ύλη το "καζίλι", δηλαδή το νήμα από κατσικίσια τρίχα. Στις βιοτεχνίες για το "καζίλι" έφτιαχναν επίσης τα "τσουπιά", δηλαδή τα σακιά από κατσικίσια τρίχα, όπου έβαζαν τον πολτό της ελιάς και μετά τα στοίβαζαν στην πρέσσα του ελαιοτριβείου για να βγει το λάδι. Στα παλιά ελαιοτριβεία υπήρχαν συχνά "μουτάφηδες" για την παραγωγή των απαραίτητων "τσουπιών".

Σημαντικές συντεχνίες σακκοποιών (μουτάφηδων) υπήρχαν στην πόλη της Μυτιλήνης, στο Μανταμάδο και στην Αγιάσο, με προστάτη τον Άγιο Γεώργιο, που τιμούσαν με πανηγυρικό εορτασμό στις 23 Απριλίου.

 

α) Σαπουνάδες ονομάζονταν οι τεχνίτες που περνούσαν από τα σπίτια και έπαιρναν τα παλιά και "χοντρά" λάδια που ήταν ακατάλληλα για διατροφή, τα επεξεργάζονταν και παρασκεύαζαν σαπούνια. Στη συνέχεια παρέδιδαν τα σαπούνια αυτά στα ίδια σπίτια, σε ποσότητα ανάλογη με το λάδι που είχαν λάβει.

Το Σαπωνοποιείο των Αδελφών Μ. Τραγάκη, που χτίστηκε το 1896 στο Πλωμάρι. Ανατύπωση παλιάς φωτογραφίας από τον Γ. Γκάγκαλη.β) Σαπουνάδες όμως ονομάζονταν και οι τεχνίτες που εργάζονταν στις βιοτεχνίες σαπουνιού (σαπουλχανάδες) και από τα τέλη του 19ου αιώνα στα βιομηχανικά σαπωνοποιεία. Τα σαπούνια της Λέσβου, είχαν ως βάση το ελαιόλαδο και εξάγονταν στη Μικρά Ασία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αίγυπτο, σε διάφορα μέρη της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, καθώς και στην Ευρώπη. Οι περισσότερες βιοτεχνίες και βιομηχανίες σαπουνιού βρίσκονταν στη Μυτιλήνη, στο Πλωμάρι και στη Γέρα, ωστόσο σαπωνοποιεία υπήρχαν γενικότερα σ' όλες τις ελαιοπαραγωγικές περιοχές του νησιού. Μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο η λεσβιακή βιομηχανία σαπουνιού δεν μπορούσε πλέον να ανταγωνιστεί τη μαζική βιομηχανική παραγωγή και την ευκολία διακίνησης των προϊόντων, που είχαν εξασφαλίσει ο Πειραιάς και τα λιμάνια της Ευρώπης και άρχισε να παρακμάζει, ενώ τη δεκαετία του 1970 σταμάτησαν σχεδόν όλες οι σχετικές δραστηριότητες στο νησί.

 

Οι σιδεράδες, οι τεχνίτες που κατασκεύαζαν στο αμόνι σιδερένια εργαλεία, όπως αξίνες (κασμάδες), τσάπες, τσεκούρια, δρεπάνια, σφυριά, βαριές, αλλά και διάφορα σιδερένια εξαρτήματα όπως καρφιά, μασιές, μεντεσέδες, ονομάζονταν και "δεμιρτζήδες" ή "ντεμιρτζήδες" από την τουρική λέξη "demir" που σημαίνει σίδερο. Την τέχνη του σιδερά που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία, αλλά και οργανωμένο εργαστήριο, την μάθαιναν οι νέοι μέσα από την οικογενειακή παράδοση ή τη μαθητεία. Το επάγγελμα του σιδερά ασκούσαν συχνά και οι Τσιγγάνοι ή "Γύφτοι", καθώς και οι πεταλωτές (αλμπάνηδες) που κατασκεύαζαν τα πέταλα των αλόγων. Σιδεράδες υπήρχαν πολλοί στην Αγιάσο, που αποτελούσε σημαντικό εμπορικό κέντρο αγροτικών εργαλείων για όλο το νησί, καθώς και στην πόλη της Μυτιλήνης και σε όλους τους μεγάλους αγροτο-κτηνοτροφικούς οικισμούς της Λέσβου.

Για την τένχνη του σιδερά είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του Στέλιου Δούκα, πεταλωτή και σιδερά στον Μανταμάδο.