Ο Πάνος Πράτσος γεννήθηκε στην Αγιάσο της Λέσβου το 1912. Ο πατέρας του είχε ελαιοκτήματα στην Αγιάσο, ενώ ενασχολήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα και με το προσοδοφόρο επάγγελμα της εμπορίας λαδιού, αλευριού και ελαιοπάνων (που χρησιμοποιούσαν τα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία στη συμπίεση του καρπού της ελιάς). Ο Πάνος Πράτσος ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Ημιγυμνάσιο της Αγιάσου και φοίτησε σε Εμπορική Σχολή στον Πειραιά το 1928 - 1931. Το 1931 επανήλθε στην Αγιάσο και αναμίχθηκε στις δραστηριότητες του Αναγνωστηρίου Αγιάσου «Η Ανάπτυξη», με ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα της πολιτιστικής παραγωγής. Ως ερασιτέχνης μουσικός ασχολήθηκε επισταμένως με την ανάπτυξη της πλούσιας τοπικής μουσικής και θεατρικής παράδοσης. Από το 1957 μέχρι το 1998 διετέλεσε Πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Αγιάσου και είχε αποφασιστική συμβολή στη στέγασή του και στη διεύρυνση των δραστηριοτήτων του.

(Στην παρουσίαση που ακολουθεί, τα εισαγωγικά προσδιορίζουν αυτούσια αποσπάσματα λόγου του βιογραφούμενου).

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ

Ο Πάνος Πράτσος το 1962, στην αποθήκη ελαιοτριβείου στην Αγιάσο. Διακρίνονται τα πιθάρια με το λάδι. Αρχείο Π. Πράτσου.Ο Πάνος Πράτσος έχει κτήματα με ελαιόδεντρα στην περιφέρεια της Αγιάσου και απασχολεί έμμισθη εργατική δύναμη για την ελαιοσυλλογή. Όπως αναφέρει ο ίδιος: «Ο πατέρας μου ησχολείτο με το ελαιοεμπόριο, ήταν έμπορος δηλαδή λαδιού. Είχε μια σχετική περιουσία, η οποία τότε, μ' αυτή την περιουσία ζούσες άνετα, εις βάρος των εργατών, να το ομολογήσω αυτό, διότι ήταν η φτώχεια, η ανεργία μάστιζε τον κόσμο τότε - και ο διπλάσιος πληθυσμός της Λέσβου ήταν τότε και της Αγιάσου σχεδόν - και πλεόναζε το εργατικό στοιχείο. Όποιος είχε περισσότερα ημερομίσθια να κάνει, αυτός επροτιμείτο. Τώρα άλλαξε αυτή η κατάσταση και βγάζουν τα δανεικά οι εργάται. Οι περιουσίες εκμηδενίστηκαν. Έχω τα χτήματα, δεν μπορώ να πιάσω μία. Όσες ελιές μπορεί και πιάσει ένας με τα χέρια του, αυτές του μένουν. Μπαίνουμε πολλές φορές και μέσα. Αν δεν ήταν η επιδότησις του λαδιού τώρα, τα τελευταία χρόνια, δεν εσύμφερνε, όχι μόνο να καλλιεργήσεις, διότι είναι τα ημερομίσθια υπέρογκα και οι τιμές του λαδιού μέχρι πέρυσι ήταν εξευτελιστικές. Φέτο (1996), επειδής δεν είχε η Ιταλία και η Ισπανία, συνέβη το αντίθετο».

Για ένα χρονικό διάστημα ασχολήθηκε και με το εμπόριο ελαιοπάνων, μαζί με τον πατέρα του. Τα ελαιόπανα τα κατασκεύαζαν οι βιοτεχνίες της Αγιάσου και τα χρησιμοποιούσαν τα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία. Ο Πάνος Πράτσος ασχολήθηκε με το εμπόριο των ελαιοπάνων μέχρι το 1967, οπότε παρήκαμσε η βιοτεχνία ελαιοπάνων, εφόσον τη θέση των παλιών ατμοκίνητων ελαιοτριβείων, άρχισαν να παίρνουν τα νεώτερα ηλεκτροκίνητα φυγοκεντρικά ελαιοτριβεία.

ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΗ ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΜΕ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ Ή ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Ιδιότητα (τραγουδιστής, οργανοπαίκτης, κλπ.)

Οργανοπαίκτης με θεωρητικές γνώσεις μουσικής.

Όργανα

Σε ηλικία οχτώ χρονών ξεκίνησε να παίζει ερασιτεχνικά «παγιαβλί» (πλαγίαυλος, είδος μικρής φλογέρας). Στη συνέχεια έμαθε μαντολίνο και βιολί. Παίζει επίσης σαντούρι και πιάνο. Το μαντολίνο, ιταλικής κατασκευής, το αγόρασε ο πατέρας του από τη Μυτιλήνη τη δεκαετία του 1930.

Πώς, πού και από ποιόν έμαθε

«Έπαιζα ένα φυσερό, «παγιαβλί» κι είχα επιδοθεί, έπαιζα συρτά, σε ηλικία οχτώ - δέκα χρονών. Από μόνος μου τα 'μαθα, έμφυτο. Και είχα προχωρήσει πολύ σ' αυτό το φυσερό, και μετά πια ανέβηκα. Πήρα το μαντολίνο, απ' το μαντολίνο έφυγα στην Αθήνα. [...] Α, ξέχασα να σας πω, όταν πήγαινα στο Ημιγυμνάσιο, ο πατέρας του Χαρίλαου (δηλαδή ο μουσικός Στρατής Ρόδανος) ήταν μεγάλος, γεννηθείς το 1885, είχαμε τεράστια διαφορά. Έμαθε, είμαστε γειτόνοι εκεί απάνω στο Σταυρί, λέει: «Ένας μικρός, του Πράτσου, κάνει θαύματα πάνω στο μαντολίνο». Αυτοί σύχναζαν σ' ένα καφενείο, στο οποίο όλοι οι μουσικοί και οι επαγγελματίαι και οι μαθηταί που μάθαιναν, πήγαιναν εκεί. Αυτό το καφενείο τώρα είναι κλειστό, ήταν του Βεγιάζη. Εκεί, εισήχθη εγώ, εις ηλικία δεκατριών ετών. Προσεφέρθη ο Στρατής αυτός [...] επειδή τα είχαμε καλά, ο πατέρας μου όποτε ήθελε να διασκεδάσει έπρεπε να πάρει αυτόν, τον εκτιμούσε, και προσεφέρθην να μου κάνει μαθήματα μαντολίνου, μου έδωσε τα πρώτα φώτα της μουσικής. Κάναμε θεωρητικά μαθήματα, κι έγραφε ένα γύμνασμα δικό του εκεί, με τέταρτα, όγδοα, ύστερα δέκατα έκτα, τριακοστά δεύτερα. Προχωρήσαμε λιγάκι κι έπειτα την επόμενη χρονιά έφυγα εγώ στην Αθήνα. Αυτά γίνοταν το '28, διότι εγώ έφυγα στην Αθήνα το Σεπτέμβρη του '28».

«Γύρισα στην Αγιάσο το '31 τον Ιούλιο. Κάθισα εδώ κοντά στον πατέρα μου, ανήσυχο πνεύμα πάντοτε, η κλίσις μου στη μουσική, η αγάπη, η αγάπη μου, ο έρωτας μου ήταν η μουσική. Διότι εκεί που πήγα (στην Αθήνα) έγραφα. Έχω ένα αυτό, δηλαδή απ' τη μια πήγαινα στην Εμπορική Σχολή, απ' την άλλη έγραφα μουσική. Αντέγραφα κομμάτια. Η γυναίκα αυτού του καθηγητή που σας λέγω (που τον φιλοξενούσε στην Αθήνα) ήταν καθηγήτρια του πιάνου. Βρήκα εκεί εκείνα τα οποία ήθελα. Αντέγραφα από παρτιτούρες και τα τραγούδια της τότε εποχής. Όταν γύρισα εγώ εδώ, έπαιζα εκεί μαντολίνα, έπιασα τα βιολιά, οπότε προχωρούσα, προχωρούσα, προχωρούσα [...] Έπαιζε κι ο πατέρας μου μουσική. Είχε αυτί τεράστιο, δηλαδή δυνατό αυτί για τη μουσική. Εγώ του ζήτησα να μου πάρει ένα μαντολίνο. Τότε ήταν όλες οι καλές οι κυρίες εκεί, οι καλές οι οικογένειες μάθαιναν τα κορίτσια των και τα αγόρια μαντολίνο. Το μαντολίνο της εποχής ήταν ευρωπαϊκό όργανο, καλό και μπορούσε και σε διασκέδαζε. Τότε τα μπουζούκια, δεν τα έπιαναν, θεωρείτο το μπουζούκι όργανο, πώς να σου πω; Κατώτερο όργανο. Μην κοιτάς τώρα που το κάναν τετράχορδο, και εξευρωπαΐστηκε. Το μπουζούκι είναι εύκολο όργανο ενώ το μαντολίνο για να το παίξεις, να παίξεις τις θέσεις είναι λιγάκι δύσκολο, αν και άμα παίζεις απάνω, απάνω στην πρώτη είναι εύκολο. Προχώρησα λοιπόν μονάχος πρακτικά....».

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αθήνα, ο Πάνος Πράτσος αποφάσισε να μάθει συστηματικά βιολί και όταν γύρισε στη Λέσβο έλαβε θεωρητικά μαθήματα μουσικής από τον καταξιωμένο Μυτιληνιό μουσικό Κλεάνθη Μυρογιάννη. Έπειτα συνέχισε να μελετάει καθημερινά βιολί, συχνά με τη βοήθεια και τη συνεργασία του συντοπίτη του βιολιστή Χαρίλαου Ρόδανου: «Στην Αθήνα εκεί που καθόμουν ήταν μια κοπέλα από πάνω κι ήρθαν κάτι νεαροί να της κάνουν καντάδα. Τότε ήταν δυο βιολιά και παίζαν το «Θέλω μάνα μ' έναν ανδρούλη». Μόλις τα 'κουσα ήθελα να παρατήσω το μαντολίνο να πιάσω βιολί. Ήρθα λοιπόν εδώ. Ο Χαρίλαος (Ρόδανος)πήγαινε σ' ένα δάσκαλο (τον Κλεάνθη Μυρογιάννη) στη Μυτιλήνη, ό,τι ήξερε μου τα 'δειχνε κι αυτός. Αλλά εκεί που καθόμουνα στο σπίτι και μελετούσα, απέναντι ήταν ένα καφενείο, στον πλάτανο. Ήρθε ένας μουσουργός μεγάλος απ' τη Μυτιλήνη, ο Κλεάνθης ο Μυρογιάννης και χτυπά την πόρτα μου και μπαίνει μεσ' το σπίτι. Λέει: «Όσο καιρό θα μείνω εδώ, θα σου δείξω, θα σε οδηγήσω, δε θέλω λεπτό να μου δώσεις». Είχα ένα αμπέλι εδώ και τον έπαιρνα στα σταφύλια και έκοβε. Όχι ότι ο άνθρωπος είχε ανάγκη, αλλά του άρεσε αυτή η εξοχή. Με το Μυρογιάννη έκανα μάθημα το καλοκαίρι, τρεις μήνες θεωρητικά μαθήματα, το '34 νομίζω. Το μαντολίνο με το βιολί έχουν τη διαφορά ότι (το μαντολίνο) έχει τις μπερντέδες, αυτά τα σιδεράκια (τάστα), αλλά η τεχνική του είναι η ίδια: πρώτη θέσις, δευτέρα θέσις, τρίτη θέσις, τετάρτη, μέχρι εφτά, οχτώ θέσεις έχει. Αυτές τις έγραψα εγώ μέσα σ' ένα βιβλιαράκι. Και καθόμουνα με τα νούμερα να τις μάθω, πώς αρχίζει η κάθε θέσις στο βιολί, διότι άμα δεν ξέρεις τη θέση και βρεθείς πρίμα και δεν ξέρεις να ανεβείς, είναι όπως μένεις στον Ειρηνικό ωκεανό και πνίγεσαι. Πρέπει να ξέρεις την τεχνική του οργάνου. Αυτή την έμαθα. Έμαθα τις θέσεις, πώς αλλάζουν, πώς αυτό και μετά απ' την τριβή προχώρησα. Είναι όπως κάνεις τα φροντιστήρια. Ένας επιμελής φοιτητής, δε θέλει ούτε φροντιστήρια ούτε τίποτα, μονάχος βαδίζει».

Τη δεκαετία του 1970 ο Πάνος Πράτσος έμαθε και σαντούρι: «Το '74 έστειλα και πήραμε ένα σαντούρι εδώ για τις ανάγκες του ιδρύματος (δηλαδή του Αναγνωστηρίου Αγιάσου). Αμέσως, κλείστηκα επί δέκα χρόνια, αφού έμαθα να το κουρδίζω - το δυσκολότερο - κλείστηκα μέσα κι έμαθα, αλλά τώρα πια εκορέσθην και το βάρος των ετών μ' έχει πια καταβάλει».

Ρεπερτόριο

Παίζει τους τοπικούς σκοπούς, κυρίως «μικρασιάτικα» που ήταν γνωστά στην Αγιάσο από τα τέλη ήδη του 19ου αιώνα. Στο ρεπερτόριο αυτό συγκαταλέγονται οργανικοί σκοποί «του δρόμου», σκοποί του γάμου, τραγούδια «της παρέας», καθώς και πλήθος χορευτικών σκοπών, όπως καρσιλαμάδες, μπάλλοι, συρτά, ζεϊμπέκικα κ. ά. Για τη διάδοση των «μικρασιάτικων» στην Αγιάσο ο Πάνος Πράτσος αναφέρει: «Ό,τι τραγουδιόταν στο Αϊβαλί, στο Δικελί, στην Προύσσα, στη Σμύρνη, αμέσως με το πήγαινε και έλα, προ της μικρασιατικής καταστροφής του '22, υπήρχαν, π.χ. ο Κώστας ο Ηλιογραμμένος (από τον Ασώματο Λέσβου), ήταν τραγουδιστής αυτός κι εμπορευόταν εκείνα τα χρόνια και πήγαινε στο Αϊβαλί, στην Πόλη κι έφερνε τα τραγούδια αυτά, ιδίως αμανέδες, ταμπαχανιώτικα, όλα αυτά τα κατείχε πολύ καλά αυτός και τα μετέδιδε εδώ. Δηλαδή ανθούσε πολύ η μουσικοχορευτική παράδοση της Αγιάσου με τα απέναντι Μικρασιατικά παράλια». Μεγάλο αριθμό τέτοιων σκοπών ηχογράφησε ο Πάνος Πράτσος τη δεκαετία του 1960 σε μαγνητοταινίες, δημιουργώντας έτσι το μουσικό αρχείο του Αναγνωστηρίου Αγιάσου. «Τα Σμυρναίϊκα τραγούδια κυριαρχούν μέχρι τώρα κι εμείς ως Αναγνωστήριο φροντίσαμε και τα διασώσαμε. Φρόντισα να τα γράψω σε μπομπίνες. Πριν 35 χρόνια τα έγραψα. Έπαιζα βιολί και έγραψα τα συρτά, τους χορευτικούς σκοπούς, ό,τι είχα συγκεντρώσει εγώ μέσ' στο μυαλό μου, και παίζονται μέχρι σήμερα και διατηρούν επίσης και τα ονόματα: «βάλε μου το «Σμυρνιό», το «Αϊδίνικο» ζεϊμπέκικο...». Μάλιστα επένδυσε ο ίδιος κάποιους σκοπούς με στίχους, που έγιναν αποδεκτοί από την κοινωνία της Αγιάσου και τραγουδιούνται μέχρι σήμερα: «Το 'Τόσο σκληρή και άπονη', ανατολίτικο του δρόμου, το 'χω τονίσει αυτό (δηλαδή του έβαλε στίχους). Αυτό το παίζαν με σύστημα, με θέσεις με όλα τα αυτά και με το ρεμπέτικο το ύφος... Έβαλα τα λόγια τα οποία λείπαν από τότε και φρόντισα να βάζω τα κατάλληλα και με το ρεμπέτικο το ύφος. Το «Σταυρί» για παράδειγμα το λέγαν «χαβά» σκοπός. Εγώ το τόνισα».

Παίζει επίσης σκοπούς και τραγούδια από Αθηναϊκές οπερέτες, «ευρωπαϊκά», δηλαδή ταγκό, φοξ, βαλς κ. ά., καθώς και ευρωπαϊκή κλασική μουσική, όπως έργα των Γιόχαν Στράους, Μπετόβεν κ.ο.κ. Όπως αναφέρει ο ίδιος: «Εγώ παίζω μουσική για το κέφι, από παιδί έπαιζα βιολί, επεδόθη και στην κλασική μουσική. Πήγαινα στην Αθήνα, στου Κωνσταντινίδη, ήμουνα τακτικός θαμών του «Μουσείου», εκεί έπαιζε ένας Κανελίδης, άσσος βιολιστής κι έπαιζε κομμάτια του Γιόχαν Στράους και τα έπαιρνα τότε και καθόμουν εδώ και τα ξεψάχνιζα. Εκεί στον κήπο του «Μουσείου» έπαιζε μια ορχήστρα, ο Κανελλίδης κι ό,τι άκουγα εκεί το έπαιρνα. Για κέφι μου, δεν ήμουνα σε κομπανίες [...] Εγώ έπαιζα στο σπίτι μου και τους κουβαλούσα και τους μουσικούς εκεί, ιδίως το Χαρίλαο (Ρόδανο), πίναμε, τρώγαμε και συνεχίζαμε όλη τη μέρα, να δούμε το «Γαλάζιο Δούναβη», όλα τα βαλς του Στράους, τα έπαιζα όλα, εκτός από παραδοσιακή μουσική, ήμουνα πλασμένος από μικρός να πούμε, αλλά και το ρεμπέτικο το αυτό, το κατείχα, να χρωματίσω...».

Τη δεκαετία του 1930 έπαιζε με το βιολί αθηναϊκές καντάδες, ταγκό και άλλα «ευρωπαϊκά» της εποχής, όπως το «Σουβενίρ», «Κλάψε τη χαμένη μας αγάπη», «Σκληρή καρδιά», «Νοτούρνο», «Μεσάνυχτα», «Το πιο όμορφο ταγκό».

Σε ποιές περιστάσεις παίζει / τραγουδάει

Γλέντι στο καφενείο του Σεβαστέλλη στην Αγιάσο τη δεκαετία του '50 ή '60. Ο Πάνος Πράτσος στο κέντρο παίζει το μαντολίνο. Αρχείο Π. Πράτσου.Αγιάσος. Τη δεκαετία του 1930 έπαιζε βιολί σε καντάδες στους δρόμους της Αγιάσου μαζί με τον Χαρίλαο Ρόδανο - 2ο βιολί και τον Παγουτέλλη στην κιθάρα. Έπαιζε επίσης μαντολίνο σε γλέντια με φίλους του σε καφενεία της Αγιάσου. Την ίδια περίοδο άρχισε να συμμετέχει στη χορωδία του Αναγνωστηρίου Αγιάσου. Έκτοτε η ενασχόληση του με τη μουσική συνδέθηκε αναπόσπαστα με τις δραστηριότητες του Αναγνωστηρίου: «Όταν γύρισα εγώ εδώ (το 1931) ήταν το Αναγνωστήριο τότε εκείνα τα χρόνια. Εκεί βρήκα ό,τι είχα μέσα μου, διότι όλη η νεολαία συγκεντρώνοταν εκεί τότε. Βέβαια η εποχή ήταν πολύ στενή. Ήταν ένας δάσκαλος ο Χατζηπαναγιώτης, είχα συνδεθεί μαζί του εκεί, μ' είχε το δεξί του χέρι, στις χορωδίες, στην εκκλησία, έπρεπε να δώσω εγώ τον τόνο, από πού θα βγει ένα κομμάτι στην εκκλησία. Αναλάμβανα παραδείγματος χάρη τη Μεγάλη Εβδομάδα με χορωδία κι είχαμε θεσπίσει τότε, το '34-'35, μπήκα στο διοικητικό συμβούλιο του Αναγνωστηρίου. Κάναμε μουσικοφιλολογικές βραδιές, εσπερίδες, επιστημονικές διαλέξεις. Βρήκα δηλαδή αυτά. Αλλά σας είπα ήμουνα οικονομικώς ανεξάρτητος».

Ο Πάνος Πράτσος διετέλεσε πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Αγιάσου «Η Ανάπτυξη» από το 1957 μέχρι το 1998. Καθ' όλη τη διάρκεια της προεδρίας του ανέλαβε επανειλημμένα τη διοργάνωση μουσικοχορευτικών εκδηλώσεων και μουσικών θεατρικών παραστάσεων (αθηναϊκές οπερέτες, αγιασώτικες ηθογραφίες). Στις εκδηλώσεις αυτές ο ίδιος συμμετείχε ως μουσικός, ενώ παράλληλα ήταν υπεύθυνος για τη μουσική διδασκαλία των τραγουδιών στους ερμηνευτές. Συμμετείχε επίσης στη Μαντολινάτα που οργάνωσε το Αναγνωστήριο το 1954. Ως πρόεδρος, συνέβαλε αποφασιστικά στην εξασφάλιση των απαραίτητων κονδυλίων για τη στέγαση του Αναγνωστηρίου Αγιάσου σε αυτόνομο κτίριο με πλούσια Βιβλιοθήκη (1966) και στην ίδρυση του Λαογραφικού Μουσείου (1988), ενώ τη δεκαετία του 1960 ξεκίνησε τη συλλογή μουσικού υλικού και την ηχογράφησή του σε μαγνητοταινίες, με την πρωτοποριακή για την εποχή επιθυμία να διασωθεί το τοπικό ύφος στην επιτέλεση των λεσβιακών και μικρασιάτικων σκοπών. Στην ηχογράφηση των σκοπών αυτών συνεργάστηκε αρχικά με τον παλιό Αγιασώτη βιολιστή Αχιλλέα Σουσαμλή και στη συνέχεια ο ίδιος έπαιζε μαντολίνο ή βιολί, σε συνεργασία με τους Αγιασώτες μουσικούς Στρατή Ψύρρα («Μουζού») στο σαντούρι, Χαρίλαο Ρόδανο στο βιολί και Σταύρο Ρόδανο στην κιθάρα.

Για την αρχική συμμετοχή του στο Αναγνωστήριο της Αγιάσου ο Π. Πράτσος αναφέρει: «Εγώ είμαι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Αναγνωστηρίου από το '35.... Παίζαν τότε (το 1938) τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας» και με φώναξαν, το διοικητικό συμβούλιο το τότε, να πάγω να τους διδάξω τα τραγούδια. Μ' έβαλαν μέσα στο διοικητικό συμβούλιο, έμεινα. Χωρίς μουσική το ίδρυμα τότε δε μπορούσε να σταθεί. Κάθε ώρα έβλεπες χρειάζοταν η μουσική...».

Η οπερέτα του Νίκου Χατζηαποστόλου "Γυναίκα του δρόμου" (1924), που ανέβασε το θεατρικό τμήμα του Αναγνωστηρίου Αγιάσου το 1970. Μουσική παίζουν οι: Στρατής Σουσαμλής ("Σελέμης") - κλαρίνο, Πάνος Πράτσος - βιολί, Γιάννης Σουσαμλής ("Κακούργος") - σαντούρι, Κώστας Ζαφειρίου - κιθάρα, Ευριπίδης Ζαφειρίου ("Καζίνο") - σαξόφωνο και Δημήτρης Αγρίτης - νταούλι. Αρχείο Αναγνωστηρίου Αγιάσου.Από το 1958 και μέχρι το 1974, με την αποφασιστική συμβολή του Π. Πράτσου, το Αναγνωστήριο Αγιάσου παρουσίασε οκτώ οπερέτες στις οποίες ο ίδιος έπαιζε μαντολίνο και ήταν υπεύθυνος της μουσικής διδασκαλίας των τραγουδιών στους ερμηνευτές. Συγκεκριμένα παρουσιάστηκαν οι εξής οπερέτες: «Το άνθος του γιαλού» των Κατριβάνου - Οικονομίδη (το 1958), «Θαλασσινές αγάπες» των Α. Σημηριώτη - Γ. Πομόνη (το 1961), «Οι απάχηδες των Αθηνών» (το 1962 και 1963), «Το κορίτσι της γειτονιάς» (το 1963), «Η καρδιά του πατέρα» (το 1965), «Η γυναίκα του δρόμου» (το 1970), «Πώς περνούν οι παντρεμένοι» (το 1972) και «Οι ερωτευμένοι μυλωνάδες» (το 1973 και 1974) του Ν. Χατζηαποστόλου. Για τις οπερέτες ο ίδιος αναφέρει: «Το '66 κάναμε τα εγκαίνια της βιβλιοθήκης [...] Δεν είχε φύγει κι ο κόσμος ακόμη τότε, η μετανάστευσις μας έσπασε. Τότε ήταν διαφορετικά τα πράγματα, δεν υπήρχε τηλεόραση, μόνο όπλο μας ήταν το θέατρο. Μόλις κάναμε τα εγκαίνια, αρχινίζω τις θεατρικές παραστάσεις. Την οπερέτα την έβαλα μπροστά το '56 με την «Τύχη της Μαρούλας». Έρχεται η Σούλα Καραγιώργη και την πλησιάζω και μου δίνει το καλύτερο, ό,τι είχε. Και τη «Γυναίκα του Δρόμου» κι ένα άλλο, ήταν ένα της αμαρτίας, αλλά είχε μια σκηνή καμπαρέ και δεν ημπορούσαμε τότε, τώρα δεν τα πιάνει κανείς τίποτα αυτά. Τα ίδια έπαιζα κάτω στη Μυτιλήνη, στο Σκόπελο, στο Παπάδο, στο Πλωμάρι. Είχε η κοινότης, το διοικητικό συμβούλιο μιαν αίθουσα - στο Σκόπελο - και τα παίζαμε».

Επιπλέον, ο Π. Πράτσος συνέβαλε στην οργάνωση των Αγιασώτικων ηθογραφιών και των πολυάριθμων θεατρικών παραστάσεων που έχει παρουσιάσει το Αναγνωστήριο της Αγιάσου σε διάφορες κωμοπόλεις της Λέσβου, στην Αθήνα και στις Λεσβιακές παροικίες του εξωτερικού. Συγκεκριμένα το Αναγνωστήριο παρουσίασε από το 1933 μέχρι σήμερα, εκτός από τις οπερέτες, έντεκα αγιασώτικες ηθογραφίες σε πολυάριθμες παραστάσεις στην Αγιάσο, στη Μυτιλήνη, σε πολλά χωριά της Λέσβου (Μόλυβος, Γέρα, Πολυχνίτος, Πλωμάρι, Βρίσα), στην Αθήνα και στον Πειραιά.

Τέλος, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Π. Πράτσος δημιούργησε και διηύθυνε την Παιδική Χορωδία του Αναγνωστηρίου.

Με ποιούς μουσικούς/τραγουδιστές έχει συνεργαστεί και πότε.

Τη δεκαετία του 1960 οργανώνει την ηχογράφηση λεσβιακών και μικρασιατικών σκοπών και τραγουδιών σε μαγνητοταινίες για το μουσικό Αρχείο του Αναγνωστηρίου Αγιάσου. Στις ηχογραφήσεις ο ίδιος παίζει μαντολίνο ή βιολί, σε συνεργασία με το Σταύρο Ρόδανο που παίζει κιθάρα, το Χαρίλαο Ρόδανο, βιολί και το Στρατή Ψύρρα («Μουζού»), σαντούρι. Στις ηχογραφήσεις αυτές συμμετείχαν επίσης ο Γιάννης Σουσαμλής («Κακούργος) - σαντούρι, ο Στρατής Σουσαμλής («Σελέμης») - κλαρίνο και ο Ραφαήλ Σουσαμλής - ευφώνιο.

Από το 1958 έως το 1974 το Αναγνωστήριο Αγιάσου ανεβάζει στη σκηνή του θεάτρου αθηναϊκές οπερέτες. Στις οπερέτες ο Π. Πράτσος έχει συνεργαστεί με πολλούς Αγιασώτες μουσικούς, όπως τον Χαρίλαο Ρόδανο - βιολί, τον Στρατή Ψύρρα («Μουζού») - σαντούρι, τον Σταύρο Ρόδανο - κιθάρα, τον Γιάννης Σουσαμλή («Κακούργο») - σαντούρι, τον Στρατή Σουσαμλή («Σελέμη») - κλαρίνο, τον Ευριπίδη Ζαφειρίου («Καζίνο») - σαξόφωνο, τον Κώστα Ζαφειρίου («Καζίνο») - σαντούρι, τον Δημήτρη Αγρίτη - νταούλι, τον Γρηγόρη Κουρβανιό - κιθάρα, τον Βασίλη Κολομόνδο - ακορντεόν.

Στις ηχογραφήσεις της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Αιγαίου (Ε.Ρ.Α.) έπαιξε μαντολίνο σε συνεργασία με τον Αγιασώτη Γρηγόρη Κουρβανιό στην κιθάρα.

Αμοιβή σε είδος, αμοιβή σε χρήμα ή άλλα ωφέλη

Η συμμετοχή του στη χορωδία και στις μουσικές και θεατρικές εκδηλώσεις του Αναγνωστηρίου ήταν πάντοτε εθελοντική, χωρίς την επιδίωξη προσωπικού κέρδους. Οι οικονομικές απολαβές τέτοιων εκδηλώσεων προορίζονταν αποκλειστικά για την ενίσχυση του Αναγνωστηρίου Αγιάσου, την εξασφάλιση της στέγασής του σε ιδιόκτητο κτίριο, καθώς και φιλανθρωπικούς σκοπούς. Όπως ανέφερε για παράδειγμα ο ίδιος, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, «ήρθε ένας πρωτοπρεσβύτερος Μυτιληναίος, κι αυτός συνεδέθη με το Αναγνωστήριο. Είχαμε κάνει μια χορωδία, επειδής δεν είχαμε πόρους, σε κάθε κηδεία πλουσία η οποία ήθελε να τραγουδήσει η χορωδία, είχαμε (ορίσει) 500 δρχ. να λάβει μέρος. Μας ειδοποιούσαν και εξοικονομούσαμε το πεντακοσάρι, το οποίο τότε ήταν μεγάλο. Ψέλναμε και στην εκκλησία. Όταν ήρθε ο βασιλιάς Γεώργιος εδώ στις 21 Φεβρουαρίου του 1937, έλαβε μέρος η χορωδία και ψάλαμε το Πολυχρόνιον τότε με εβδομήντα πρόσωπα, το οποίον έκανε κατάπληξη». Αντίστοιχα, πολλές παραστάσεις του Αναγνωστηρίου σε κωμοπόλεις της Λέσβου είχαν εισητήριο για την οικονομική ενίσχυση του Αναγνωστηρίου: «Σε πλατείες μέχρι το '92 παίζαμε, στη Βρισά, μας πληρώνανε. Έχει μια εκκλησία, τον Άγιο Κωνσταντίνο νομίζω, εκεί κάναμε τη σκηνή, παίξαμε την ηθογραφία «Τί να τα κάνω τα καλά» (του Αγιασώτη Χριστόφα Κανιμά). Η ηθογραφία αυτή έχει παιχτεί τις περισσότερες φορές. Μέχρις ότου το '76 που την παίξαμε, παίξαμε στη Μυτιλήνη, πήγα τελευταία φορά να την ξαναπαίξω, λέει «ρε παιδί τί, άλλο τίποτα;». Κι έβαλα τον Αντώνη (Μηνά) κι έγραφε (ηθογραφίες) εκεί, δηλαδή αγώνες μεγάλοι. Για να πάρουμε το οικόπεδο ετούτο (για την ανέγερση του Αναγνωστηρίου)...».

Ο Πάνος Πράτσος με την πολυποίκιλη διοικητική και καλλιτεχνική δράση του στο Αναγνωστήριο της Αγιάσου, συνέβαλε αποφασιστικά στην ευρύτερη προβολή του πολιτιστικού αυτού σωματείου, γεγονός που αναγνωρίστηκε από την Ελληνική πνευματική κοινότητα. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος: «Το μεγαλύτερο βραβείο μου το 'δωσε η Ακαδημία φέτο (1996). Τί άλλο πια; Με ετίμησαν στον Πειραιά, με ετίμησαν εδώ. Απ' τη Μυτιλήνη με παίρνουν τηλέφωνο, λέω «δε θέλω πια φτάνει». Αλλά είναι το χόμπι που λες, δε 'συχάζω...».

Δισκογραφία

σε Audio CD

Λέσβος - Αιολίς. Τραγούδια και Χοροί της Λέσβου, Διονυσόπουλος Νίκος (Επιμ.), CD ΠΕΚ 9-10, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης - Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Αθήνα, 1997. Παίζει μαντολίνο στους σκοπούς «Χορ-Χορ αγάς» (Α3) και «Αχ μελαχροινό» (Α8)

σε άλλες μορφές

-ΕΡΑιγαίου Νο 80. Μαγνητοταινία. «Τραγούδια και σκοποί της Μυτιλήνης».

-ΕΡΑιγαίου Νο 85. Μαγνητοταινία. «Τραγούδια από την Αγιάσο της Λέσβου».

-ΕΡΑιγαίου Νο 86. Μαγνητοταινία. «Τραγούδια από την Αγιάσο».

-Μαγνητοταινίες του Αναγνωστηρίου Αγιάσου «Η Ανάπτυξη». Ο Πάνος Πράτσος οργάνωσε την ηχογράφηση και συμμετέχει ο ίδιος παίζοντας βιολί ή μαντολίνο.

Ποιοί άλλοι μουσικοί ή τραγουδιστές υπάρχουν στην οικογένεια

-Δημήτρης Πράτσος. Πατέρας του. Ερασιτέχνης μουσικός, έπαιζε ταμπουρά. Για τον πατέρα του ο Π. Πράτσος αναφέρει: «Έπαιζε κι ο πατέρας μου μουσική. Είχε αυτί τεράστιο, δηλαδή δυνατό αυτί για τη μουσική [...] Ο πατέρας μου έπαιζε ταμπουρά, κι απ' τον ταμπουρά έπιασε το μαντολίνο κι έπαιζε, αλλά πρακτικά, αλλά με χρόνο, όπως είναι ο «Κακούργος» (προσωνύμιο του σαντουριέρη Γιάννη Σουσαμλή) τώρα (το 1996). Και γλετζές, αγαπούσε τα γλέντια. Ήταν πιο ψηλός από εμένα, λεβεντάθρωπος κι ανακατεύοντο κυρίως στα κοινά...». 

(Το Βιογραφικό Σημείωμα του Πάνου Πράτσου βασίστηκε στις συνεντεύξεις του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου", τον Ιούνιο και το Μάϊο του 1996 στην Αγιάσο).