Η
επαρχία του Πλωμαρίου στο νότιο τμήμα
της Λέσβου, είναι μια ημιορεινή περιοχή,
με απότομες πλαγιές, ρεματιές και
δύσβατες περιοχές, που βρέχονται στα
νότια από τη θάλασσα. Η ορεινή
μορφολογία του εδάφους στο βορρά και
στα ανατολικά συντελεί στην σχετική
απομόνωση της περιοχής από την
υπόλοιπη Λέσβο.
Το
Πλωμάρι, η παραθαλάσσια κωμόπολη που
αναδείχτηκε στο μεγαλύτερο βιοτεχνικό,
εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της
Λέσβου, μετά την πρωτεύουσα, τη
Μυτιλήνη, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα,
δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια
ασήμαντη Σκάλα (επίνειο) του
Μεγαλοχωρίου. Το Μεγαλοχώρι, που
τότε ονομαζόταν Πλωμάρι, ήταν το
μεγαλύτερο αγροτικό - βιοτεχνικό
κέντρο της περιοχής, η οποία
απαρτιζόταν από 18 μικρά αγροτικά χωριά,
αναφερόμενα ως «Πλουμάρια». Το 1841-1843
επάλληλες μεγάλες πυρκαγιές κατέκαψαν
το παλιό Πλωμάρι (Μεγαλοχώρι), ενώ λίγα
χρόνια αργότερα, το 1850, ο μεγάλος
παγετός κατέστρεψε τα ελαιόδενδρα της
Λέσβου και οδήγησε σε απόγνωση τους
κατοίκους του Πλωμαρίου. Μέσα σ' αυτή τη
δυσμενή συγκυρία η διορατικότητα και
οι παροτρύνσεις του Βενιαμίν του
Λεσβίου (ο οποίος καταγόταν από το
Μεγαλοχώρι), για την μετεγκατάσταση των
Πλωμαριτών κοντά στη θάλασσα, που θα
ευνοούσε την ανάπτυξη του εμπορίου και
της ναυτιλίας, ώθησε τους κατοίκους του
Μεγλαοχωρίου να μετοικίσουν στην
παράκτια περιοχή του σημερινού
Πλωμαρίου. Έτσι ιδρύθηκε το σημερινό
Πλωμάρι, που μέχρι τις αρχές του 20ού
αιώνα ονομαζόταν Ποταμός,
πιθανότατα λόγω του μικρού ποταμού
Σεδούντα που το διαρρέει.
Οι
ψαράδες και οι ναυτικοί που
κατοικούσαν ήδη στη μικρή σκάλα, ήταν
εγκατεστημένοι στη συνοικία Αμμουδέλι
στη δυτική άκρη του οικισμού, δίπλα
στις εκβολές του ποταμού Σεδούντα. Ο
αρχικός πυρήνας του παραθαλάσσιου
Πλωμαρίου ξεκίνησε ανατολικά από το
Αμμουδέλι, από τη συνοικία του Αγίου
Νικολάου, που αργότερα αποτέλεσε τον Αρχοντομαχαλά,
συγκεντρώνοντας τις περισσότερες
αστικές κατοικίες του Πλωμαρίου.Σε
πολύ γρήγορο ρυθμό συνεχίστηκε η
εξάπλωση του οικισμού προς βορρά και
προς ανατολικά, δημιουργώντας νέες
μεγάλες συνοικίες: τη συνοικία Ίσα-Μέσα
στο βορρά, όπου συγκεντρώθηκαν
περισσότερο οι τεχνίτες, βιοτέχνες και
ανεξάρτητοι επαγγελματίες
και τη συνοικία του Ταρσανά στα
ανατολικά όπου εγκαταστάθηκε ο
ναυτικός πληθυσμός. Τη συνοικία Ίσα-Μέσα,
διασχίζει ο μικρός ποταμός Σεδούντας
και στις όχθες του ανεγέρθηκαν από τα
τέλη του 19ου αιώνα διάφορα βιομηχανικά
κτίρια, κυρίως ελαιοτριβεία και
σαπωνοποιεία. Ανάμεσα στη συνοικία Ίσα-Μέσα
και τον Ταρσανά, στο λόφο του Προφήτη
Ηλία με το ομώνυμο εκκλησάκι,
επεκτάθηκε ο οικισμός με τις συνοικίες Ραχιδέλι
και Προφήτη Ηλία, που ο πληθυσμός
τους αποτελούνταν κυρίως από
αχθοφόρους, χαμάληδες και αλιεργάτες. Ο οικισμός του Πλωμαρίου συνεχίζει
να επεκτείνεται μέχρι σήμερα κυρίως
προς τα ανατολικά, μετά τον Ταρσανά, στη
συνοικία Άχριστα. Στις δυτικές
παρυφές της κωμόπολης, το Πρασκειό
και βορειότερα Τα Άνθη αποτελούσαν προάστια
με κήπους και εξοχές, όπου οι
Πλωμαρίτες συνήθιζαν να κάνουν βόλτες
τις Κυριακές και τις αργίες, πριν τη
δημιουργία της προκυμαίας τη δεκαετία
του 1930.
Το
Πλωμάρι γνώρισε μεγάλη οικονομική
ανάπτυξη από τα τέλη του 19ου αιώνα
μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο
διάστημα αυτό χτίστηκαν πολυάριθμες
βιομηχανίες (ελαιοτριβεία και
σαπωνοποιεία, 2 πυρηνεργοστάσια,
βυρσοδεψεία, αλευρόμυλοι και
ποτοποιίες ούζου), κυρίως στην
ακτογραμμή, γιατί η γειτνίαση με τη
θάλασσα, διευκόλυνε τόσο την παραγωγή
όσο και την μεταφορά των προϊόντων. Πολλά και ποικίλα ήταν επίσης τα
βιοτεχνικά εργαστήρια του Πλωμαρίου,
που κάλυπταν τις ανάγκες του τοπικού
πληθυσμού, αλλά και της ευρύτερης
περιοχής, και της Λέσβου γενικότερα. Η
βάση της οικονομίας όμως παρέμενε
πάντοτε η ελαιοκαλλιέργεια και οι
βιομηχανίες που συνυφαίνονταν με την
ελαιοπαραγωγή. Η ελιά ήταν άλλωστε
μονοκαλλιέργεια στο Πλωμάρι και οι
μεγάλοι γαιοκτήμονες αποτελούσαν το
ανώτερο οικονομικό στρώμα της πόλης
επεκτείνοντας συχνά τις
δραστηριότητες τους στο χώρο της
βιομηχανίας και του εμπορίου. Η
κοινωνική διαστρωμάτωση στο Πλωμάρι
ήταν αυστηρά οριοθετημένη με ένα
ανώτατο στρώμα γαιοκτημόνων και
εμποροβιομηχάνων, ένα μεσαίο στρώμα
βιοτεχνών και ανεξάρτητων
επαγγελματιών και ένα πολυπληθές
στρώμα εργατών γης και βιομηχανίας,
αχθοφόρων και λιμενεργατών που ζούσαν
με ισχνά ημερομίσθια στο επίπεδο της
ένδειας.
Παρόλη
τη γειτνίαση με τη θάλασσα, το Πλωμάρι
αρχικά είχε μια μικρή σκάλα και μόνο το
1928, μετά από δεκαετίες οικονομικής και
εμπορικής ανάπτυξης, απέκτησε το
πολυπόθητο λιμάνι και την προκυμαία,
που το χαρακτηρίζουν μέχρι σήμερα.
Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού
αιώνα τα σπίτια ήταν χτισμένα μέχρι την
ακτογραμμή, εκτεθειμένα στο Νοτιά και
στις πλημμύρες του ποταμού Σεδούντα. Η κατασκευή του λιμανιού
έδωσε νέα ώθηση στο εμπόριο και τις
μεταφορές, μέχρι τη δεκαετία του 1950 που
αναπτύχθηκε πλέον το οδικό δίκτυο του
νησιού και άρχισε σταδιακά να
υποκαθιστά το πυκνό εμπορικό δίκτυο
των ιστιοφόρων, που συνέδεαν το Πλωμάρι
με τη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη,
τον Εύξεινο Πόντο, τη νησιωτική και τη
Βόρειο Ελλάδα.
Η
ιδιαιτερότητα του Πλωμαρίου οφείλεται
στην προέλευση των κατοίκων του, που
αποτυπώνεται στην αρχιτεκτονική των
σπιτιών, στα ήθη και τα έθιμα,
ενδεχομένως και στο τοπικό γλωσσικό
ιδίωμα. Οι κάτοικοι από το Μεγαλοχώρι
και τα άλλα χωριά της περιφέρειας
αποτέλεσαν τον πυρήνα του οικισμού,
ωστόσο το 19ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στο
Πλωμάρι πολλοί νησιώτες, κυρίως
ναυτικοί, από τις Κυκλάδες, τα Κύθηρα,
τα Ψαρά, καθώς και από την Πελοπόννησο
και την ηπειρωτική Ελλάδα,
επωφελούμενοι από τις προοπτικές της
οικονομικής ανάπτυξης και την
περιορισμένη οθωμανική παρουσία στην
περιοχή. |