Η
Αγιάσος είναι μια ημιορεινή
κοινότητα, χτισμένη στις παρειές του
όρους Όλυμπος, του ψηλότερου βουνού της
Λέσβου. Η πολεοδομική της δόμηση και
αρχιτεκτονική διατηρεί σχεδόν
αναλλοίωτη την μορφή του παρελθόντος,
γεγονός που αποτελεί πόλο έλξης των
περιηγητών και τουριστών του νησιού. Ο αρχικός πυρήνας του οικισμού φαίνεται ότι δημιουργήθηκε τον 12ο αιώνα μ. Χ. με επίκεντρο μία σκήτη, που περιλάμβανε την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας “Αγία Σιών”. Την εικόνα αυτή, που αποτελεί μέχρι σήμερα αντικείμενο ιερού προσκυνήματος στον Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου στο κέντρο του οικισμού, την είχε φέρει από την Ιερουσαλήμ ο ιερέας Αγάθων ο Εφέσιος τον 9ο αιώνα. Από τον 16ο αιώνα άρχισαν να συρρέουν στην Αγιάσο οι κάτοικοι των γύρω μικρών κοινοτήτων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε ξεχωριστές συνοικίες, ανάλογα με την προέλευσή τους. Η μετεγκατάσταση αυτή κορυφώθηκε τον 18ο αιώνα, όταν η Αγιάσος εξασφάλισε με σουλτανικό φιρμάνι την απαλλαγή των κατοίκων της από την καταβολή φόρων. Η Αγιάσος αναδείχτηκε σε μεγάλο βιοτεχνικό - αγροτικό κέντρο και παρουσίασε σημαντική πληθυσμιακή ανάπτυξη. Ο πληθυσμός της υπολογίζεται ότι έφτασε τους 7.000 κατοίκους τη δεκαετία του 1910. Από το 18ο και κυρίως τον 19ο αιώνα η αγροτική παραγωγή και η παράγωγη βιοτεχνία - βιομηχανία (ελαιοτριβεία), καθώς και η παραγωγή άλλων αγροτικών (κάστανα, οπωρικά, φρούτα) και βιοτεχνικών προϊόντων (αγροτικά εργαλεία, κεραμικά σκεύη), συνέβαλαν στην μεγάλη οικονομική ακμή του οικισμού και στην εμπλοκή του στα ευρύτερα εμπορικά δίκτυα της Λέσβου με την απέναντι Μικρασιατική ακτή (Σμύρνη, Αϊβαλί), την Κωνσταντινούπολη και τις ελληνικές παροικίες στη Μαύρη Θάλασσα. Μετά την απελευθέρωση της Λέσβου το 1912 η Αγιάσος γνώρισε μια νέα περίοδο ακμής, όπως άλλωστε και όλο το νησί, μέχρι τον πόλεμο του 1940. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923, αρκετές προσφυγικές οικογένειες της Μικράς Ασίας, που κατάγονταν από την Αγιάσο, εγκαταστάθηκαν στον οικισμό και ενδυνάμωσαν το εργατικό της δυναμικό, εισήγαγαν νέες καλλιέργειες, όπως της αμπελουργίας και συνέβαλαν στην βιοτεχνική και πνευματική τοπική ανάπτυξη. Την περίοδο 1950-1965, λόγω της μεταπολεμικής οικονομικής κάμψης και της παρακμής της αγροτικής και βιοτεχνικής οικονομίας, πολλοί Αγιασώτες μετανάστευσαν στην Αθήνα, την Αυστραλία και αλλού. Σήμερα ο πληθυσμός του οικισμού αριθμεί περίπου 3.000 κατοίκους και γνωρίζει αξιόλογη τοπική ανάπτυξη, που επικεντρώνεται κυρίως στην αγροτική καλλιέργεια, τη βιοτεχνική δραστηριότητα (αγγειοπλαστική, ξυλογλυπτική) και τον αγροτουρισμό, ενώ το ιερό προσκύνημα της Παναγίας το Δεκαπενταύγουστο προσελκύει προσκυνητές από όλη τη Λέσβο, αλλά και την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα. Αρκετοί επισκέπτες παρακολουθούν και τις Καρναβαλικές εκδηλώσεις της Αποκριάς. |
Η πολεοδομική δομή της Αγιάσου, αντικατοπτρίζει την οικιστική προέλευση και την κοινωνική διαφοροποίηση των κατοίκων. Ο οικισμός, χτισμένος με το συνεχές οικοδομικό σύτημα, έχει αστική δομή. Οι κατοικίες είναι συνήθως διόροφες και λιθόκτιστες, δεν έχουν αυλές, ενώ οι βασικοί δρόμοι του οικισμού, καλντερίμια με μικρά λιθάρια (ντουσιμέδες κατά την τοπική διάλεκτο), οδηγούν στην κεντρική (πάνω) πλατεία της Αγοράς, τον "Κάμπο". Η παλιότερη οικιστική αρχιτεκτονική, μερικά δείγματα της οποίας σώζονται μέχρι σήμερα, είχε ξύλινο τον επάνω όροφο με τοίχους από «μπαγδατί» και πολλά ανοίγματα και προεξείχε στην πρόσοψη με το χαρακτηριστικό και κομψό «σαχνισίνι». Μετά την μεγάλη πυρκαγιά της Αγιάσου το 1877, τα περισσότερα σπίτια αντικαταστάθηκαν από λίθινες οικοδομές, που διατηρούνται μέχρι σήμερα.
Βόρεια: το Σταυρί, το Καμπούδι (από τους μέτοικους του γειτονικού οικισμού Κάμπου) και ο Προσφυγικός Συνοικισμός. Νότια: ο Απέσος, η Περασιά, το Πουλίμι και η πλατεία της Κάτω Αγοράς (Κάτω Κάμπος). Ανατολικά: η Μπουτζαλιά (ή Πιτζιλιά, από τους μέτοικους των γύρω μικρών οικισμών Πιτζίλια και Δέκα Άντρια) και η Κεραμίδα. Δυτικά: η Αγριά (από τους μέτοικους του πευκώνα της Μεγάλης Λίμνης), τα Σκαλούδια και τα Ράχτα του Σαμουήλ. |
Ο Απέσος αποτελεί τη νότια είσοδο της Αγιάσου και το Σταυρί την βόρεια, που οδηγεί προς το Μεγαλοχώρι και το Πλωμάρι. Στις εισόδους του οικισμού, καθώς και στην Αγορά βρίσκονται πάντα τα περισσότερα καφενεία και εξοχικά κέντρα. Μέχρι το 1945 υπήρχαν διάσπαρτα στις συνοικίες της Αγιάσου μικρά υπαίθρια καφενεδάκια, τα επονομαζόμενα «κουϊτούκια», που σέρβιραν ούζο και κονιάκ και άνοιγαν μόνο τις Κυριακές, τις αργίες και τις Απόκριες. Από τα «κουϊτούκια» περνούσαν όσοι γλεντούσαν συνοδευόμενοι από τις κομπανίες των μουσικών, ενώ την περίοδο της Αποκριάς, στα «κουϊτούκια» γίνονταν αυτοσχέδια σατιρικά δρώμενα. Η προσφιλής βόλτα των γλεντιστών και των μουσικών από τα «κουϊτούκια» ονομαζόταν «πατινάδα». Στην πλατεία της Αγοράς βρίσκεται το καφενείο «Καφενταρία» που χτίστηκε το 1879 με δωρεά του Αγιασώτη Δημήτριου Μαλιάκα στη θέση του παλαιότερου καφενείου που καταστράφηκε στη μεγάλη πυρκαγιά του 1877. Η ιστορία του καφενείου, λόγω της θέσης του στην κεντρική πλατεία, είναι στενά συνυφασμένη με την κοινωνική και πολιτική ζωή της Αγιάσου. Κατά περιόδους έγινε Λέσχη Εθνικοφρόνων και Λέσχη του Ε.Α.Μ., προπολεμικά σύχναζαν περισσότερο οι εύποροι της Αγιάσου, ενώ σήμερα συχνάζουν ντόπιοι και ξένοι ανεξαρτήτως κοινωνικής και οικονομικής τάξης. Μέχρι πρόσφατα υπήρχε στο εσωτερικό του καφενείου πάλκο που προοριζόταν για τους μουσικούς. Μουσικά συγκροτήματα έπαιζαν στην «Καφενταρία» σ' όλα τα πανηγύρια και τις γιορτές της Αγιάσου, στους γάμους, ακόμα και σε καθημερινά αυθόρμητα γλέντια, μετά από πρόσκληση των θαμώνων. Εδώ γίνονταν παλιά οι περισσότερες χοροεσπερίδες από τους τοπικούς Συλλόγους και τις Λέσχες, ενώ το Αναγνωστήριο Αγιάσου «Η Ανάπτυξη» οργάνωνε στον ίδιο χώρο μουσικοφιλολογικές βραδιές τη δεκαετία του 1930. Αρχιτεκτονικά το κτίριο φέρει έντονες επιδράσεις του ρομαντικού νεοκλασικού ρυθμού, στη λεσβιακή εκδοχή του είδους, που κυριάρχησε στις αρχές του 20ού αιώνα σε πολλά δημόσια κτίρια (καφενεία, εκπαιδευτήρια, διοικητικά κτίρια, ακόμα και βιομηχανίες- κυρίως ελαιοτριβεία). Η «Καφενταρία» είναι λιθόκτιστη με ξύλινα κουφώματα και μεγάλα παράθυρα στην πρόσοψη και την πλάγια πλευρά, που επιτρέπουν μια πανοραμική θέα προς την πλατεία. Στο εσωτερικό, στην άκρη του καφενείου, κυριαρχεί το τυπικό λεσβιακό ξύλινο «τεζιάκι» (πάγκος σερβιρίσματος) που πλαισιώνει τον χώρο παρασκευής του καφέ, του ούζου και του μεζέ και αποτελεί τον ιδιαίτερο χώρο του «καφετζή». Από πάνω, το ξύλινο πατάρι, με το χαρακτηριστικό λιτό ξυλόγλυπτο διάκοσμο, βαμμένο γαλάζιο, στην ίδια απόχρωση με όλα τα ξύλινα μέρη του καφενείου. Η μορφή του καφενείου και η εσωτερική του διακόσμηση παραμένει αναλλοίωτη. Οι μόνες αλλαγές που έχουν επέλθει είναι η αφαίρεση του πάλκου και η αλλαγή του δαπέδου, από ξύλινο που ήταν παλιά, σε μωσαϊκό. Η «Καφενταρία» είναι σήμερα ένα από τα πολυάριθμα παραδοσιακά καφενεία, που διασώζονται στους οικισμούς της Λέσβου, μάρτυρας της παλιάς καλαισθησίας και πολιτιστικής ακμής του νησιού. Στα όρια Απέσου και Καρυάς, όπου δεσπόζει το κτίριο του Αναγνωστηρίου Αγιάσου «η Ανάπτυξη», βρίσκεται το εξοχικό κέντρο «Κήπος (ή «Μπαχτσές») της Παναγιάς». Πρόκειται για ένα μεγάλο υπαίθριο χώρο σκιασμένο από θεόρατα αιωνόβια πλατάνια, με το ομώνυμο καφενείο, που γνώρισε μεγάλη ακμή από τις αρχές του 20ού αιώνα (πιθανόν και πρωτύτερα), μέχρι και σήμερα.
Στο Καμπούδι και το Σταυρί, στην κορυφή του οικισμού, βρίσκεται ο ενοριακός ναός της Αγίας Τριάδας που τελεί μέχρι σήμερα σημαντικό πανηγύρι. Σ' αυτές τις συνοικίες συγκεντρώνονταν τα περισσότερα βιοτεχνικά εργαστήρια και ελαιοτριβεία, ήταν δηλαδή η «βιοτεχνική ζώνη» με μεγάλο πλήθος από καφενεία, που γνώρισαν τη μεγαλύτερη ακμή μέχρι την δεκαετία του 1940. Στο Σταυρί υπάρχει ένα ακόμα μεγάλο εξοχικό κέντρο: «η Φαμάκα». Η «Φαμάκα» οφείλει την ονομασία της στο ιδιόμορφο - σαν καράβι - σχήμα της, που θυμίζει ένα ομώνυμο παλιό πλοίο της γραμμής. Χτίστηκε στην κορυφή της Αγιάσου, πάνω στο δρόμο που οδηγεί στο Πλωμάρι, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν πολυσύχναστος, εφόσον δεν είχε χαραχτεί ακόμα ο κάτω δρόμος. Ήταν καλοκαιρινό οικογενειακό κέντρο ενώ απο κάτω υπήρχε ένα μεγάλο χειμωνιάτικο καφενείο. Ιδιοκτήτης του ήταν ο Δημήτριος Ζερδελέλης, που είχε εμπορικές επιχειρήσεις στο Ντίπι (επίνειο της Αγιάσου στον κόλπο της Γέρας). Ο Αγιασώτης Μενέλαος Καμάτσος αφηγείται για το περίφημο αυτό εξοχικό κέντρο της Αγιάσου: «Όταν ερχόταν το Πάσχα, άνοιγε «η Φαμάκα», όταν χειμώνιαζε, άνοιγε το καφενείο, όπου σύχναζαν οι γέροι της περιοχής. [...] Αυτό το κέντρο, όπως και το κέντρο του Κήπου της Παναγίας, γνώρισε πάρα πολλές δόξες. Εδώ πολλές φορές σύχναζαν οι παλικαράδες του χωριού. Έρχονταν όμως παλικαράδες και από τα παράλια της Μικρασίας, κυρίως από το Αϊβαλί. Από το νησί έρχονταν από διάφορα χωριά, κυρίως από τα Πάφλα (Πάμφιλα). [...] Η Φαμάκα λειτούργησε και ως καλοκαιρινό θέατρο, όπου έπαιζε ο ηθοποιός Βασίλης Στρατηγός με το θίασό του. Αργότερα δούλεψε ως καλοκαιρινός κινηματογράφος. Ακόμα και ως ζαχαροπλαστείο λειτούργησε από ξένους. Έτσι σε διάφορα χρονικά διαστήματα πότε άναβε και πότε έσβηνε σαν κερί και μέχρι σήμερα το αυτό κάνει...» (Μενέλαος Καμάτσος, «Η Φαμάκα και η ιστορία της», Αγιάσος, Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών, τεύχος 60, Αθήνα 1990, σσ. 3-5). |