Women's and Gender Studies

Η μελέτη του φύλου απασχόλησε συστηματικά  την ανθρωπολογία και την ιστορία ήδη από τις αρχές της δεκαετία του 70.  Την εποχή εκείνη φεμινίστριες ερευνήτριες με βάση την διαπίστωση ότι η μελέτη των κοινωνιών, του ανθρώπου αφορούσε κυρίως τους άνδρες έθεσαν ως στόχο την ορατότητα των γυναικών στα εθνογραφικά και ιστορικά κείμενα. Ο στόχος αυτός οδήγησε στη συλλογή περισσότερων πληροφοριών για τις γυναίκες, στην εθνογραφική επιτόπια έρευνα και την επαναπροσέγγιση των ιστορικών πηγών. Επιπλέον, θεωρήθηκε ότι το νέο αυτό πεδίο μελέτης έπρεπε να διερευνηθεί από γυναίκες ερευνήτριες οι οποίες από την κοινωνική τους θέση ως γυναίκες ήταν πιο ευαισθητοποιημένες και ως εκ τούτου αρμοδιότερες να «δούν» τις ομόφυλες τους στην επιτόπια έρευνα και τις πηγές. Η μεθοδολογική αυτή επιλογή υπήρξε απόρροια της θεωρητικής θεώρησης η οποία κυριάρχησε στη νέα αυτή ανθρωπολογία και ιστορία των γυναικών. Σύμφωνα με την θεώρηση αυτή οι γυναίκες αποτελούν μια οικουμενική κατηγορία της οποίας η ιεραρχική σχέση με την εξίσου οικουμενική κατηγορία «άνδρες» πρέπει να μελετηθεί. .Η κοινωνική θέση  των γυναικών μελετήθηκε από διαφορετικές τάσεις που υπήρχαν στο εσωτερικό της ανθρωπολογίας και ιστορίας των γυναικών ανάλογα με τα ευρύτερα κυρίαρχα την εποχή εκείνη θεωρητικά ρεύματα-όπως μαρξισμός και δομισμός -με τα οποία οι εκπρόσωποι των τάσεων αυτών συνδέονταν. Σήμερα ασκείται κριτική σε αυτή την «ανθρωπολογία και ιστορία των γυναικών» ότι επικεντρώθηκε στις «γυναίκες». Ωστόσο, εκτός από το γεγονός ότι η επικέντρωση αυτή ήταν η λογική συνέπεια του αποκλεισμού των γυναικών από την επιστήμη, η νέα αυτή ανθρωπολογία και ιστορία . έθεσε ήδη από την εποχή εκείνη, ευρύτερα θεωρητικά και μεθοδολογικά ζητήματα. τα οποία τέθηκαν πολύ αργότερα-κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 80- και απασχολούν σήμερα τις κοινωνικές επιστήμες. Οι ερευνήτριες της ανθρωπολογίας και της ιστορίας των γυναικών αποκαλύπτοντας τον έμφυλο, ανδροκεντρικό χαρακτήρα των εθνογραφιών και των ιστοριογραφιών έδειξαν ότι τα εθνογραφικά και ιστορικά «δεδομένα» διαμορφώνονται από τις θεωρητικές επιλογές -συνειδητές αλλά και ασυνείδητες-του ερευνητή. Με άλλα λόγια, αμφισβήτησαν την θετικιστική θεώρηση περί ύπαρξης μιας «ουδέτερης», «αντικειμενικής», έγκυρης» επιστημονικής γνώσης και έθεσαν το επιστημολογικό ζήτημα της κοινωνικής παραγωγής της γνώσης. Η αμφισβήτηση αυτή προήλθε και από την ρητά εκφρασμένη πολιτική εμπλοκή των ερευνητριών αυτών στο φεμινιστικό κίνημα και την αναγνώριση των πολιτικών κινήτρων των μελετών τους.  Επιπλέον, η αμφισβήτηση της «φυσικότητας» της κατηγορίας «γυναίκα» και γενικότερα η ανάλυση των έμφυλων σχέσεων ως κοινωνικών οδήγησαν σε πολλές περιπτώσεις σε έναν επαναπροσδιορισμό βασικών εννοιολογικών εργαλείων της ανθρωπολογίας και της ιστορίας. 

 Pητές ή λανθάνουσες oι (προ)οπτικές αυτές της ανθρωπολογίας και της ιστορίας των γυναικών θα γίνουν αντικείμενο μιας παραπέρα επεξεργασίας από την ανθρωπολογία και ιστορία του φύλου η οποία θα διαδεχτεί την ανθρωπολογία και ιστορία των γυναικών από την δεκαετία του 80 και μετά. Η μεταστροφή/μετάβαση αυτή συνδέεται με την εμφάνιση ευρύτερων θεωρητικών ρευμάτων όπως της θεωρίας της κοινωνικής κατασκευής και του μεταδομισμού αλλά και μετατοπίσεων που συμβαίνουν στο εσωτερικό του φεμινιστικού κινήματος. Ενώ η ανθρωπολογία και ιστορία των γυναικών έδινε έμφαση στην οικουμενικότητα των κατηγοριών άνδρας-γυναίκα, στην έμφυλη διαφορά η ανθρωπολογία και ιστορία του φύλου προχώρησε στην αποδόμηση των κατηγοριών αυτών θεωρώντας ότι το νόημα τους είναι διαφορετικό σε διαφορετικές κοινωνίες και ιστορικές περιόδους. Έτσι, οι έμφυλες κατηγορίες αποδομήθηκαν και επιχειρειρήθηκε η μελέτη της συγκρότησής τους σε συγκεκριμένα πολιτισμικά και ιστορικά συμφραζόμενα και σε σχέση με άλλες παραμέτρους όπως εκείνες της εθνότητας, της κοινωνικής τάξης και της σεξουαλικότητας. Με άλλα λόγια, η έμφαση μετατοπίστηκε από την έμφυλη διαφορά στις διαφορές στο εσωτερικό των κατηγοριών άνδρας-γυναίκα. Σε επίπεδο μεθοδολογίας έρευνας αυτό είχε ως συνέπεια την αμφισβήτηση «των γυναικών» ως προνομιακών ερευνητών του φύλου. Στα πλαίσια αυτής της στροφής εμφανίστηκαν και μελέτες για τον ανδρισμό και κυρίως για ανδρικές κοινωνικότητες ή και θεσμούς των οποίων ο έμφυλος χαρακτήρας είχε μέχρι τότε αγνοηθεί. Και το κυριότερο στα πλαίσια της διερεύνησης της διαπλοκής του φύλου με άλλες κοινωνικές σχέσεις διερευνήθηκε το φύλο ως πρωταρχικός τρόπος νοηματοδότησης και  συνακόλουθης σύστασης, εδραίωσης και νομιμοποίησης ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων. Έτσι, το φύλο δεν αποτελεί πια μόνο ένα διακριτό κλάδο της ανθρωπολογία και της ιστορίας αλλά και μια κατηγορία ανάλυσης χρήσιμη σε άλλα πεδία.

Η μελέτη του φύλου στην ελληνική κοινωνία ακολούθησε μια αντίστοιχη πορεία αλλά και παρουσιάζει εθνικές ιδιομορφίες οι οποίες σχετίζονται με την ιδιαίτερη συγκρότηση της κοινωνικής ανθρωπολογίας και της κοινωνικής ιστορίας καθώς και των πολιτικών κινημάτων του φύλου και της σεξουαλικότητας στην Ελλάδα. Η ανάπτυξη της μελέτης του φύλου παρουσιάζει διαφορές στις δύο επιστήμες. Στην ανθρωπολογία η μελέτη του φύλου κατέχει κεντρική θέση αφού όπως έχει διαπιστωθεί στην μεσογειακή Ευρώπη οι πολιτισμικές έννοιες του φύλου και της σεξουαλικότητας είναι πολυλειτουργικές και αποτελούν τις οργανωτικές αρχές άλλων τομέων της κοινωνικής ζωής. Ήδη από την δεκαετία του ’50 οι πρώτες εθνογραφικές μονογραφίες περιέχουν εκτεταμένη αναφορά στις ιθαγενείς πολιτισμικές αντιλήψεις για το φύλο. Από την δεκαετία του ‘70 εμφανίζονται μελέτες οι οποίες διερευνούν την «θέση» και την «δύναμη» των γυναικών. Παρόλο που οι μελέτες αυτές θεωρείται ότι ανήκουν στην ανθρωπολογία των γυναικών εντούτοις αρκετές από αυτές  διευρύνοντας την οπτική τους επιχειρούν να ενσωματώσουν την μελέτη των γυναικών στην μελέτη της ελληνικής κοινωνίας δίνοντας έμφαση στη μεταφορική λειτουργία του φύλου πάνω σε άλλες κατηγορίες. Στις μελέτες αυτές αρχίζει και ένας διάλογος ο οποίος συνεχίζεται μέχρι σήμερα σχετικά με την συμπληρωματικότητα ή την ανισότητα των φύλων. Ο διάλογος αυτός θέτει και διερευνά το ζήτημα των σχέσεων εξουσίας στην ελληνική κοινωνία. Η διεύρυνση αυτή της οπτικής θα ολοκληρωθεί και με την στροφή σε μια ανθρωπολογία του φύλου η οποία σηματοδοτείται από την εμφάνιση ανθρωπολογικών μελετών για τον ανδρισμό.

Αρκετές από τις νεότερες κυρίως μελέτες για το φύλο και τη σεξουαλικότητα αφορούν την αστική Ελλάδα και κυρίως την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά. Οι μελέτες αυτές συνδέονται με την εμφάνιση της αστικής ανθρωπολογίας στην Ελλάδα και συνομιλούν με τις πιο σύγχρονες ανθρωπολογικές προβληματικές στην Ευρώπη και την Αμερική. Στην ιστορία, παρόλη την εμφάνιση σημαντικών μελετών στην ιστορία των γυναικών από φεμινίστριες ερευνήτριες από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 περίπου, η μελέτη του φύλου παρέμεινε στο περιθώριο της ακαδημαϊκής κοινότητας των ελλήνων ιστορικών. Ένας από τους κυριότερους λόγους αυτής της ελλιπούς θεσμικής κατοχύρωσης είναι η καθυστερημένη εμφάνιση της κοινωνικής ιστορίας στην Ελλάδα και η ταύτιση της μέχρι σχετικά πρόσφατα με την οικονομική ιστορία. Πιστεύουμε ότι το νέο μεταπτυχιακό πρόγραμμα θα συμβάλλει στη μεγαλύτερη θεσμική αναγνώριση και ανάπτυξη των ιστορικών μελετών του φύλου.

Το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Γυναίκες και Φύλα: Ανθρωπολογικές και Ιστορικές Προσεγγίσεις» περιλαμβάνει τα κυριότερα θεωρητικά και μεθοδολογικά ζητήματα που θέτουν οι μελέτες για τις γυναίκες και το φύλο στην ανθρωπολογία και την ιστορία, και ασχολείται με τη διερεύνηση του φύλου ως αναλυτικού εργαλείου για τη πληρέστερη κατανόηση ζητημάτων που σχετίζονται με την πολιτική, την οικονομία, την υγεία, την εκπαίδευση, τη γλώσσα, την τέχνη.