Ο βιολιστής Μανώλης Παντελέλης σε καφενείο της αγοράς στο Παλιοχώρι τον Ιούνιο του 1996.Ο Μανώλης Παντελέλης γεννήθηκε το 1907 στο Παλαιοχώρι της περιφέρειας Πλωμαρίου. Ήταν επαγγελματίας μουσικός, έπαιζε βιολί, ενώ συμμετείχε και σε κομπανία γνωστή ως «Παντελέλια», που συμπεριελάμβανε τους αδελφούς του και άλλους συγγενείς. Ο παππούς του καταγόταν από τη Σάμο, αλλά παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στο Παλαιοχώρι. Ο πατέρας του Κώστας ήταν αγρότης και είχε δικά του κτήματα με ελαιόδενδρα στο Παλαιοχώρι. Ο Μανώλης Παντελέλης υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Θεσσαλονίκη τη διετία 1927-1929 και έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1940. Την περίοδο της Γερμανικής κατοχής ο Μανώλης και οι αδερφοί του αναγκάστηκαν να εργαστούν ως αγωγιάτες στη μεταφορά λαδιού για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, αφού οι μουσικές εκδηλώσεις ήταν περιορισμένες. Από τη δεκαετία του 1970 ο Μανώλης Παντελέλης ασχολήθηκε με την ελαιοκαλλιέργεια σε δικά του κτήματα, ενώ παλαιότερα καλλιεργούσε και αμπέλια και παρασκεύαζε το δικό του κρασί. Σήμερα ζει το χειμώνα στην Αθήνα και το καλοκαίρι στο Παλαιοχώρι.

(Στην παρουσίαση που ακολουθεί τα εισαγωγικά προσδιορίζουν αυτούσια αποσπάσματα λόγου του βιογραφούμενου)

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ

Ιδιότητα (τραγουδιστής, οργανοπαίκτης, κ.ά.)

Οργανοπαίκτης με θεωρητικές γνώσεις μουσικής.

Όργανα

Παίζει κυρίως βιολί, αλλά και σαντούρι. «Εγώ εξ αρχής βιολί εδιδάχθη. Παίζω λίγο σαντούρι, αλλά δεν έπαιξα έξω, στο σπίτι μέσα». Για την προέλευση των βιολιών του, ο Μανώλης Παντελέλης αναφέρει: «Ένα βιολί είχα παρμένο απ' την Αγιάσο, μεταχειρισμένο. Ύστερα πήρα ακόμα ένα, έμενα στην Αγία Παρασκευή και το πήρε ο Βαγγέλης, ο αδερφός μου από τον "Πατεντάδον" (προσωνύμιο του Μιχάλη Γιαννίκου). Κι άλλο ένα βιολί το 'χω παλιό παρμένο. Εγώ τ' αγόρασα από παλιόν μουσικόν, από το βόρειο μέρος (της Λέσβου). Ένας παλιός, πρόσφυγας ήταν, έμενε στη Μυτιλήνη και το πήρα. Έχω δυο-τρία βιολιά».

Πώς, πού και από ποιόν έμαθε

«Εγώ ήθελα αποκλειστικώς το βιολί, δεν ήθελα άλλες δουλειές να κάνω. Είχα κάποτε φύγει από το σπίτι και πήγα στην Μυτιλήνη για δουλειά να βρω, ό,τι να 'ναι. Πήγα στο Ίππειος δυο - τρεις μέρες, σε μπακάλικο. Με πήρε κάποιος μπακάλης και ήρθε ο πατέρας μου και με πήρε, με το γαϊδούρ(ι), από δω στο Ίππειος κι ήρθε και με πήρε, επειδής ζητούσα βιολί και δεν μ' έβαζε».

«Σ' αυτόν πήγα πρώτα να μάθω βιολί, στην Αγιάσο, στον Αχιλλέα το Σουσαμλή, μουσικός καλός, αλλά μπεκρής, έπινε. Έξι μήνες έκανα, το '25 με '26. Καλός μουσικός, μου έδωσε βάσεις καλές. Μετά έφυγα και τα πήρα όλα τα κομμάτια. Έξαφνα μ' έβαζε ένα συρτό, λέγω "να μου βάλεις κι άλλο", "Ε", λέει, "μπορείς να πληρώνεις μια λίρα το μάθημα; Ξέρω, εκατό συρτά υπάρχουν, θα δώσεις εκατό εικοσιπεντάρια; Πήγαινε, απ' τον έναν, απ' τον άλλον θα τα παίρνεις". Χάρτινη λίρα του έδινα, 25 δραχμές ήταν η λίρα. Στην Αγιάσο, είχα νοικιάσει σπίτι και με πειράζανε οι Αγιασώτισσες: "Ε, Πλωμαριτέλ(ι), έλα να μας κάνεις παρέα". Μετά πο 'φυγα απ' την Αγιάσο, πήγα στην Πλαγιά σε κάποιον, να πάρω τα χωριανά μας, τα παραδοσιακά αυτά, γιατί δεν είχα διδαχθεί καθόλου σκοποί από κει πέρα. Ο Σουσαμλής μ' έμαθε διάφορα εμβατήρια, δεν είχα σχεδόν διδαχθεί ουσιώδη πράγματα απ' αυτόν. Μετά πήγα στην Πλαγιά και πήρα τα χωριανά μας, συρτά, καλαματιανά, ζεϊμπέκικα. Από τον Μήτρο Χρήστου, απ' την Πλαγιά, βιολίστας. [...]Το '27 έφυγα στρατιώτης, πήγα εκεί πέρα, στη Θεσσαλονίκη είχα πάει και παρακολούθησα και στο Ωδείο. Εκεί προχώρησα στη μουσική».

Από το θείο του Στρατή Παντελέλη έμαθε πολλούς τοπικούς και μικρασιάτικους σκοπούς, που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένοι στη Λέσβο. Αργότερα έμαθε και νέες τεχνικές στο βιολί από τον Γρηγόρη Κωνσταντέλλη, στο Σκόπελο της Γέρας. «Ο Στρατής Παντελέλης, αυτός ήταν θείος ιμ, απ' αυτόν διδάχθηκα τα πολλά, όντας ήρθα εδώ πέρα. Πήγαινα στο θείο, με τα πόδια στον Μπορό (Νεοχώρι), του 'λεγα: "Θείο, να μου δείξεις το "Αδραμυττιανό", να μου δείξεις το τάδε, το τάδε". Πήγαινα για να εξασκηθώ, πήγαινα μαζί με το θείο μου κι έπαιζα, για να πάρω το ταλέντο, το αυτό να πούμε, βέβαια. Τσάμπα δουλεύαμε κοντά τους, δεν μας δίναν τίποτα, μόνο να ξεσκάσουμε, να ξεθαρρέψουμε. Και να τους παίρνει εδώ πέρα, όλο το συγκρότημα, Πλαγιώτες, ο πατέρας μου τους έπαιρνε μουσαφιραίοι στο σπίτι, μόνο και μόνο να μου δείξουν κάτι τις. Γιατί που θε να τα μάθει; Έπειτα ήταν πρακτικοί αυτοί όλοι. Εγώ ήθελα με τη μουσική να το διαβάσω, δεν πολυέπαιρνα με το αυτί. Αλλά άμαν το 'γραφες... [....] Στην Γέρα πήγα σ' έναν, Κωσταντέλλης ονομαζόταν Γρηγόρης, στον Σκόπελο. Βιολί, άριστο βιολί, αλά τούρκα: Στο βιολί απάνω έβαζε τις δυο τις κόρδες - "δίκορδο" το λέγαμε - και αντάμωνε το Μι με το Λα, τις αντάμωνε στον καβαλάρη απάνω που έχει το βιολί, τις κόλλαγε και βγάζαν αρμονία. Πήγα και τ' έδωσα ένα χιλιάρικο - καλό χιλιάρικο τ' έδωσα - και μου 'δειξε "δίκορδο". Ναι, είχα σεβντά πολύ. Θε να' ταν κατά το '47 - '48».

Ρεπερτόριο

Χορός "Καρεκλάτος" στο καφενείο "Ταράτσα" του Λούπου στο Παλιοχώρι, στο Πανηγύρι της Παναγίας "Κρυφτής" τη Δευτέρα του Θωμά, 1996.«Σκοποί παίζαμε απ' όλα. Και μέχρι "ευρωπαϊκά": ταγκό, βαλς, σάμπες. Αυτά τα ξεκινούσαμε, σε κέντρα που πηγαίναμε, μέχρι ν' αρχίσει ο χορός. Τ' ακούγανε μέχρι ν' αρχίσει ο χορός, τα ζεϊμπέκικα και αυτά. Παρουσιαζόνταν και ορισμένοι πάλι, κάτι γυμνασιόπαιδα, κάτι τέτοιοι και ταγκό χορεύγαν, βαλς χορεύγαν, τα παίζαμε κι αυτά. Μετά, ζεϊμπέκικα παίζαμε, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, συρτά, καλαματιανά, μπάλλοι, χασάπικα, σέρβικα χασάπικα, τα πάντα, όλα. Διατάζαν, παραγγελίες. Ναι, τα διατάζανε όλα αυτά - αν διάταζε - αλλιώς, βάζαμε συρτό, κατά πρώτο, μετά μπάλλο, μετά καρσιλαμά, ζεϊμπέκικο και γλήγορο, σέρβικο χασάπικο, "ρούσικο" το λέγανε. Αυτό ήταν το τελευταίο, "σιχτίρ-πιλάφ" το λέγαν. Βάλε, λέει, και το "σιχτιρ-πιλάφ". Α, ήταν κι ένας άλλος σκοπός, ο οποίος πήρε την ονομασία "Αϊσέ". Αυτό, είχαμε κάποιον Παλιοχωριανό - Θεός σχωρέσ' τον - ανέβαινε πάνω στα καθίσματα και τον χόρευε και πήρε τ' όνομα του: "Καρεκλάτος", δεν ήξερε να πει το όνομα του, "Αϊσέ". Αυτός είναι ο "Καρεκλάτος". Εδώ πέρα τον χορεύανε».

Για τους Μικρασιάτικους σκοπούς αναφέρει: «Τους διδαχτήκαμε από παλιοί. Πηγαίναν και εργαζόνταν εκεί πέρα μουσικοί από δω και τα παίρναν, αλά τούρκα τα παίζαμε όλα αυτά. Εμ αυτά παίζεις. Τώρα εδώ πέρα άμα παίξεις και δεν παίξεις το ζεϊμπέκικο, ένα ζεϊμπέκικο βαρύ, ένα καρσιλαμά, αν δεν τα ξέρεις αυτά, δεν πιάνεις... Οι Σμυρνιοί, αυτοί τα φέρανε εδώ πέρα τα μικρασιάτικα. Κι έναν άλλον σκοπόν, εμείς τον πρωτοπαίξαμε, εμείς τα Παντελέλια, μ' έναν Γεραγώτη, τον Στρατή τον Κουτσαυτή, το τρομπόνι. Γεραγώτης ήταν αυτός, από παλιοί, κι αυτό το μετονομάσαν: "τα Ξυλαρέλια", αλλά είναι Κιούρτικο. Είναι εθνικός ύμνος εδώ πέρα. Κιούρτικο ήταν και τ' ονομάσαν τα "Ξυλαρέλια". [...] Τώρα είναι εθνικός ύμνος - και στην Αυστράλια, άμα πας. Πήγα στην Αυστράλια, αυτό έπρεπε να παίξεις. Αυτό ήταν τουρκικό, τουρκικό ήταν εμβατήριο του Οσμάν Πασά. Από κει το πήραν Μικρασιάτες. Αυτός εξ αρχής που το πήρε είχε Γεραγώτες, σημερινοί μουσικάντες και το πήρε και το παίξαμε εμείς. Τότε, δεν το 'ξερε κανείς. Το γύρευε εδώ (στο Παλιοχώρι) ένας Χατζηβασίλης, το γύρευε αυτό».

Για τις παραλλαγές του ρεπερτορίου στις διάφορες περιοχές της Λέσβου, ο Μανώλης Παντελέλης συμπληρώνει: «Τους σκοπούς, ζητούσαν και με τ' όνομα, σου λέει βάλε τον "Τσάκιτζη", βάλε τα "Μάρμαρα". Τα ίδια ήταν, τα ίδια και στη Βρισά, στο Λισβόρι. Μόνο στο βόρειο μέρος, η Καλλονή, άλλαζε κάτι σκοποί, όπως το "Αϊδίνικο", 9/8 είναι, αλλά είναι αυτός ο "Καρεκλάτος" που λέμε, "Αϊσέ", σμυρνιό είναι αυτό. Εγώ όντας πήγα στην Αγία Παρασκευή, απαραίτητο είναι η "Αϊσέ" εκεί πέρα. Δεν ημπορούσα ν' αυτό. Εσταμάτουν. Είχε άλλο τέμπο. Ε, ύστερα το μάθαμε... Παίζαμε "τσαντιρμάδες", αλά τούρκα. Ο "τσαντιρμάς" είναι ζεϊμπέκικο βαρύ. Σαλβαράδες το χορεύαν... Και για τους χοροί, ένα Μι ζεϊμπέκικο το λέμε εμείς, Φωκιανοί, Πέργαμο και Δικελί, τέτοια, απ' τη Σμύρνη είναι οι χοροί, απ' τις Φώκιες, απ' το Δικελί».

«Και λαϊκά, απ' όλα παίζαμε. Ε, ψευτοτραγουδούσαμε, κι εγώ τραγουδούσα κι ο αδερφός μου ο Γιάννης, αλλά χωρίς μηχάνημα (μικρόφωνο). Τα κομμάτια που παίζαμε εμείς, παλιά, δεν τα παίζει κανείς τώρα. Σκοποί τώρα εγώ, ξέρω σκοποί παλαιοί. Αλλά τα θυμάμαι όλα τα παλιά. Καινούργια δεν παίζω».

Ο Μανώλης Παντελέλης τραγουδάει επίσης κάποια τραγούδια με τουρκικούς στίχους. «Παλιά, αλά τούρκα, τουρκικά καθ' εαυτού, μέχρι ταξίμι, το "Ne olur", που 'ταν βγαλμένο, κάποιο "Ne olur" - 2/4, σκοπός της παρέας - έκανα ένα ταξίμι στα Βασιλικά (όπου εγκαταστάθηκαν πολλοί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία), χειροκροτούσαν. Τώρα αυτό δεν το θυμάμαι, το 'χω ξεχάσεικάτι γέροι το γυρεύαν, το τραγουδούσα, κουτσά - στραβά". Τα τούρκικα λόγια των τραγουδιών τα είχε μάθει από τους Σταμπουλήδες που ήταν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. «Τους καρσιλαμάδες, "τα Μάρμαρα", με τούρκικα λόγια. [...] Μέχρι Τούρκον πήγαμε κι ηύραμε στην Αυστράλια και τον "Τσάκιτζη", ήξερα τα τραγούδια 'γω τουρκικά, τα 'ξερα: "Τσάκιτζη τσαλτάρ μπακασίν...", το τραγουδούσα, εδώ πέρα, αλλά τους αρέσαν κι εδώ πέρα, το βόρειο μέρος (της Λέσβου)».

Ποιές πόλεις / χωριά έχει επισκεφτεί για επαγγελματικούς λόγους

Παλιοχώρι. Το 1925 ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά βιολί, σε πανηγύρια και γλέντια, σε συνεργασία με τον πατέρα του Κώστα στο σαντούρι και το θείο του Στρατή στο βιολί. Το συγκεκριμένο σχήμα επιβίωσε μέχρι το 1927. Για τα γλέντια και τον ανταγωνισμό των μουσικών συγκροτημάτων στο Παλιοχώρι πριν τον πόλεμο του 1940 αναφέρει: «Εδώ πέρα στο Παλιοχώρι, καβγάδες, τζάμια σπούσαν, χαλούσαν το γλέντι. Ήταν αρραβώνας, για ένας γάμος τίποτα, έσπαζες ένα τζάμι - δυό, να οι χωροφυλάκοι, μάϊνα!.. Έφυγα (για την Αγία Παρασκευή το 1929-30) επειδή τα σπασίματα που κάναν, αλλά ήταν και τ' άλλο: Έδγιω στο χωριό ήνταν λοιπόν δυό μουσικές: Ο συμπέθερος, ο Ποσειδώνας (Δίβαρις, γνωστός ως «Καραβάς») κι εγώ, τα Παντελέλια είμαστε. Τ' Ακράσι, άλλη μιά - τρεις. Το Νεοχώρι, άλλη - τέσσερις. Το Πλωμάρι δυό, να μη βάλω παραπάνω. Γίναν τρεις (κομπανίες) στο Παλιοχώρι, γι' αυτό έφυγα. Αγανάκτησα, σαν τον Άγιο-Λιά, που πήρε το κουπί και πήγε πάνω στο βουνό...Ύστερα ήταν και τ' άλλο: συναγωνισμός. Ήταν ένας γάμος εδώ, σ' έπιανε, λέει: "Τί θέλεις Παντελέλη να παίξεις;", έλεγα γω ένα πεντακοσάρικο. Λέει, "μ' έρχονται οι Ακρασιώτες τσάμπα". Σπούσαν τη δουλειά. Γι' αυτό αγανάκτησα κι έφυγα για την Αγιά Παρασκευή».

Επέστρεψε στο Παλιοχώρι μετά τον πόλεμο στην Αλβανία, το 1940 και μαζί με τους αδερφούς του έφτιαξαν δική τους κομπανία. Κατά τη διάρκεια της κατοχής έπαιζαν σποραδικά σε γάμους, πανηγύρια και γλέντια. Από το 1945 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας 1960, η κομπανία των Παντελέληδων, έπαιζε σε γάμους, καφενεία, πανηγύρια, στην ευρύτερη περιφέρεια του Παλαιοχωρίου, όπως στη γειτονική Κουρνέλα, στο Αμπελικό, στο Ακράσι, στο Σταυρό (Βούρκο), στην Πλαγιά, καθώς και στη Μελίντα, στο Πλωμάρι και στο Μεγαλοχώρι, για τα οποία αναφέρει:

Κουρνέλα - Μελίντα (επίνειο του Παλαιοχωρίου): «Στην Κουρνέλα γινόνταν γλέντια, πηγαίναμε, του 'Λιοτροπιού (Ηλιοτροπίου), του Αγίου Ιωάννου, 24 Ιουνίου, όπως γίνεται στην Μελίντα, πηγαίναμε κι εκεί πέρα. Γιατί η Μελίντα δεν είχε, τρία - τέσσερα άτομα θα 'ταν, δεν είχε δρόμοι. Στην Κουρνέλα πηγαίναμε. Πηγαίναμε στην Μελίντα να παίξουμε, πέντε - έξι ανθρώποι ερχόνταν και κάτι γυναίκες και με τα σαντούρια στον ώμο και τα βιολιά, απάνω στην Κουρνέλα, που 'χε κάτι πλούσιοι εκεί πέρα και παίζαμε».

Πλωμάρι. «Δεν πολυκατεβαίναμε στο Πλωμάρ(ι), στα χωριά μας, λεφτά παίρναμε στα χωριά. Στο Πλωμάρ(ι) ήταν αριστοκράτες, θέλαν ταγκό, βαλς, τέτοια, στη Λέσχη. Στου "Αυτουσμή" (καφενείο στην Αγορά του Πλωμαρίου) ήταν καμιά παρέα, μας καλούσε, καμιά φορά μας γυρεύαν, σε καμιά πανήγυρη, στου Άγιου Παντελεήμονα παίζαμε, σ' Αγιάς Παρασκευής. Έξω παίζαμε ύστερα, μέσα στην αγορά, σε καφενέδες, "στου Αυτουσμή", στο "Αθανασιάδειο" εκεί, έξω. Μας κλείναν οι καφετζήδες».

Μουσικοί από την περιφέρεια Πλωμαρίου παίζουν σε εξοχικό καφενείο στο Μεγαλοχώρι τη δεκαετία του '30. Σταύρος Ρουμελιώτης ("Καραχάλιας") - κορνέτα, Ποσειδώνας Καραβάς - βιολί, Μανώλης Παντελέλης - βιολί, Μιχάλης Τσιμναδής - σαντούρι, Ιγνάτης Σαβέλλης - κοντραμπάσσο. Αρχείο Μ. Παντελέλη.Μεγαλοχώρι. «Παίζαμε και τα ευρωπαϊκά στο Μεγαλοχώρι. Το Μεγαλοχώρι τότες, δεν είχε το Πλωμάρι, Άγιος Ισίδωρος δεν ήταν, όλο αυτά ήταν, όλο παράγκες. Όλο το Πλωμάρι στο Μεγαλοχώρι ανέβαινε το καλοκαίρι. Ήταν εκεί πέρα πύργοι και παίζαμε εκεί, όχι σε σπίτια, σε κέντρο. Σ' ένα καφενείο στον Άγιο Γιάννη. Η βάση ήταν, μας δίναν τα έξοδα μεταφοράς και χαρτούρα. Ήθελε να δώσει ο καφετζής δυο κατοστάρια να πληρώσει τ' αυτοκίνητό μας και να μας ταΐσει. Μας πήγαινε το ταξί και περίμενε να μας πάρει πάλι, να γυρίσουμε πίσω. Αν καμιά φορά δε τα πλήρωνε - πολλές φορές δεν μας πλήρωνε, δεν έκανε δουλειά ο καφετζής - και με τα πόδια, απ' το Μεγαλοχώρι εδώ, με τα όργανα, να σηκώνεις το σαντούρ(ι), βαρύ και να κατεβαίνεις στο χωριό. Με τα πόδια πηγαίναμε».

Την ίδια περίοδο η κομπανία των αδερφών Παντελέλη επισκεπτόταν και την Αγιάσο, τη Βρίσα, τον Πολυχνίτο, το Λισβόρι, τα Βασιλικά και τα Παράκοιλα:

Αγιάσος. «Στην Αγιάσο πηγαίναμε στο πανηγύρι της Παναγίας και στα Εννιάμερα. Τώρα τ' απαγορέψανε, δεν επιτρέπεται. Ναι απαραίτητα πηγαίναμε και τί, από δω με τα πόδια, να πας στην Αγιάσο, να σηκώνεις τα όργανα και να πηγαίνεις και να ξημερωθείς, μέχρι το πρωί, κάνεις - δεν κάνεις δουλειά, και να κατεβαίνεις στο Μεγαλοχώρι με τα πόδια, να κάθεσαι όλη μέρα και το βράδυ να πιάνεις δουλειά, νηστικός, άγρυπνος, χάλια. Εμείς παγαίναμε τακτικά. Παίζαμε στης "Παναγιάς το περιβόλι", στην κάτω την αγορά, μέσα στην αγορά στην "Καφενταρία", κι εκεί πέρα παίζαμε. Στης Παναγιάς μονάχα και τα Εννιάμερα, γιατί είχε μουσική καλή η Αγιάσος, αλλά κόσμος πολύς ήθελε πολλές μουσικές, 6-7 συγκροτήματα παίζαμε της Παναγίας, στο "Σταυρί" απάνω είχε μουσική, ε, σε διάφορα καφενεία παίζαμε".

Βρίσα (Βρισά). «Το '29 με '30, κατεβαίναμ' απ' τον Πολυχνίτο, που 'μενα στο σπίτι τους (στο σπίτι του μουσικού Γιάννη Καλαϊτζή ή "Μπινταγιάλα"), κι άμα δεν είχαμε δουλειά, έπαιρνε το σαντούρ' ο Νίκος (Καλαϊτζής) και κατεβαίναμε στη Βρισά και παίζαμε σ' ένα καφενείο, πιάναμε ούζο, μοναχοί μας και γινόταν και τζίρος μετά, δουλειά [...] Πηγαίναμε και στα κουτουρού. Πηγαίναμε, ας πούμε, στη Βρισά και πηγαίναμε στο καφενείο, παίζαμε κι αρχίνα ο χορός, χωρίς καλεσμένοι. Σε πανηγύρια μας ειδοποιούσαν, σε γάμους, σε αρραβώνες, μπαίναμε σε βάρκα, περνούσαμε καρσί. Άμα είμαστε από δω, απ' τον Πολυχνίτο, Βρισά, Βασιλικά, Λισβόρια, πηγαίναμε με βάρκα. Ναύλωνες μια βάρκα, ένα αυτό. Πόσες φορές κατεβαίναμε, παίζαμε στα Βασιλικά και κατεβαίναμε κάτω, ειδοποιούσαμε τη "γκαζολίνα" (βάρκα) να 'ρθεί να μας πάρ' απ' το Πλωμάρ', μέχρι ν' αυτό, έπιανε νοτιά και ήταν πια με τα πόδια, μέχρι το Παλιοχώρι... Τις αποκριές, στα Βασιλικά, ε, αισχρολογούσαν. Οι καφετζήδες, παίζαμε στα καφενεία τις μέρες της Αποκριάς, είχαν δουλειά. Άμα τελείωνε κι ήταν καθημερινή γι' αυτούς, Τρίτη βράδυ μαζευόνταν όλοι οι καφετζήδες και οι μπακάληδες, την Τρίτη της αποκριάς και στα σπίτια μας παίρναν, όχι στα καφενεία, επειδή δεν είχαν δουλειά. Έ, μετά το '40 ήταν αυτό».

Αγία Παρασκευή. Ήταν η έδρα του Μανώλη Παντελέλη τη δεκαετία του 1930. «Έφυγα από το Παλιοχώρι και πήγα στην Αγιά Παρασκευή... Έπιάσα σπίτι εκεί πέρα και 'μεινα κει πέρα. Το '31, '32, '33 έμεινα εκεί πέρα 'γω, ήμουνα μπεκιάρης ακόμα. Μετά παντρεύτηκα (το 1933), πήρα τη γυναίκα εκεί πέρα και καθήσαμε μέχρι το '39. Εκεί πέρα κάναμε γάμοι, κουρασμένοι, δυο μέρες και τρεις κρατούσαν οι γάμοι. Να κάθεσαι να παίζεις νηστικός, αυτά». Έπαιζε βιολί σε συνεργασία με τους αδερφούς Σταμπουλήδες, πρόσφυγες που κατάγονταν από τη Συκαμιά, σε γάμους, πανηγύρια, γλέντια σε σπίτια και καφενεία, στην ευρύτερη περιφέρεια της Αγίας Παρασκευής. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 έφτιαξε κομπανία με τους αδερφούς του και παρέμειναν στην Αγία Παρασκευή μέχρι τον πόλεμο του 1940: «Στην Αγιά Παρασκευή είχαμε νοικιασμένο σπίτι κι έβγαινε μια αρραβώνα, μας φωνάζαν, έβγαινε κάνα πανηγύρι, τα ίδια. Ε, δεν δουλεύαμε κάθε μέρα, οπόταν λάχαινε. Καθόμαστε και όταν μας γυρεύανε. Και σε σπίτια παίζαμε. Στη Λέσχη, στην Αγιά Παρασκευή παίζαμε, γινόνταν χοροεσπερίδες και μας παίρναν, γιατί παίζαμε ευρωπαϊκά πολλά εμείς».

Ο Μανώλης Παντελέλης αναφέρεται με γλαφυρότητα στα μουσικά δρώμενα της δεκαετίας του 1930 σ' όλη τη Βόρεια Λέσβο και συγκεκριμένα στα χωριά που επισκέφτηκε τότε, όπως τη Στύψη, τον Σκουτάρο, την Πελόπη (Γέλια), την Κλειού, το Μανταμάδο, τη Συκαμιά, τη Νάπη (Κλομυδάδο), καθώς και την Καλλονή, τη Φίλια, την Άγρα, την Άντισσα (Τελώνια), την Ανεμώτια, τη Βατούσα, την Ερεσό και το Σίγρι: «Βγαίναμε καμιά φορά, δεν είχε δουλειές, η Αγία Παρασκευή ξέραμε πότε είχε δουλειές, και βγαίναμε στα χωριά, γυρίζαμε, Άγρα, Ερεσό, Παράκοιλα, Φίλια, ούλα. Με τα πόδια πηγαίναμε από την Αγία Παρασκευή, χωριό σε χωριό. Ξεκινούσαμε από την Αγία Παρασκευή μέναμε έξαφνα στη Φίλια, απ' τη Φίλια πηγαίναμε στην Ανεμώτια, απ' την Ανεμώτια παγαίναμε στα Τελώνια - Άντισσα, απ' την Άντισσα κατεβαίναμε Ερεσό κι απ' την Ερεσό μια μέρα πάλι δυό, Σίγρι, και μετά πίσω πάλι. Με τα πόδια, κουβαλάγαμε και τα όργανα και όλα και καμιά φορά δεν τις πιάναμε κιόλα, δεν είχαμε χρήμα. Ό,τι υπήρχε τρώγαμε, αν είχαμε γνωστούς σε κάνα χωριό μας παίρναν. Ήταν αυτοί φτωχοί, οι Αγιοπαρασκευώτες, οι Σταμπουλήδες, πρόσφυγοι ήτανε, είχανε νοίκια τα σπίτια αυτά, εγώ δεν είχα και τόσο ανάγκη, εγώ έκανα το γούστο μου να πούμε, ήμουν μπεκιάρης, λεύτερος. Είχα λεφτά από τον πατέρα μου και πόσες φορές έγραψα και μ' έστειλε λεφτά. Ορισμένες εποχές δεν είχε λεφτά. [...] Απ' την Αγιά Παρασκευή πηγαίναμε Σ(υ)καμιά. Παίζαμε σε γάμοι. Ήταν απ' τη Συκαμιά αυτοί οι Σταμπουλήδες, Μικρασιάτες ήταν, από τη Συκαμιά καταγόνταν. [...] Παγαίναμε Σίγρι, Ερεσό παγαίναμε, Παράκοιλα, Βατούσα, όλο το βόρειο μέρος το 'χω γυρίσει. Η Ερεσός είχε συγκρότημα, ο μπαρμπα-Κώστας. Αραιά πηγαίναμε, γιατ' είναι μακριά. Στην Ερεσό παίζαμε απάνω, στο χωριό. Παίζαμε εκεί πέρα, στο Πλατανάκι, μέναμε στο ξενοδοχείο και καμιά δουλειά, πήγαμε σ' ένα καφενείο κι όποιος ήταν, άν ερχόταν και χορεύαν. Πηγαίναμε μέχρι το Σίγρι, με τα πόδια, δεν είχε αυτοκίνητα ακόμα. Δεν σύμφερε να πληρώσεις αυτοκίνητο».

Για τα χωριά που επισκέφτηκε τη δεκαετία του 1930 ο Μανώλης Παντελέλης συμπληρώνει:

Στύψη. «Ύστερα μετά Στύψη πήγαμε κι εκεί πέρα, στο μεζέ, πιάναν συκωτάρια και πίνανε. Λοιπόν και πιάναν για μεζέ, πιάναν "κολιά", να πούμε, άρμα απ' τα βαρέλια, το αλμυρό, γι' αυτό τους έχουν παρονομάσει εκεί πέρα "κολιαρμούδες" τους Στυψιανοί. Εκεί πέρα πάλι γλέντια γινόνταν. Λοιπόν μαλώναν στα τελευταία, ύστερα από δυο μέρες, μας είχαν, τυρρανίδα μεγάλη τραβούσαμε όμως, να γυρίσεις το χωριό, υποφέρναμε. Αλλά δεν είχε στο Παλιοχώρι δουλειά, όπως είχε εκεί πέρα... Στύψη, όντας πρωτοπήγαμε, απαγορεύονταν μέσα στα καφενεία να παίξεις μουσική, δεν άφηνε η αστυνομία. Πηγαίναμε σπίτι σε σπίτι. Μας έπαιρνες συ στο σπίτ' σου, διασκεδάζανε όσοι ήτανε, στ' αλλουνού το σπίτι. Όχι μέσα στην αγορά, στα καφενεία, απαγορεύανε η αστυνομία, γιατί χτυπιώντανε. Καβγάς, μαχαιρωνόνταν, σκοτωνόνταν ... τέτοια, βάρβαρα πράγματα. Αλλά φιλότιμοι: Μαλώναν αναμεταξύ ντων, ποιός θα μας πάρει στο σπίτι του να μας ταγίσει, να φάμε, ύστερα από δυο μέρες που παίζαμε».

Πελόπη. «Λοιπόν, να πούμε, στα Γέλια - ονομάζεται Πελόπη τώρα - εκεί πέρα κάναμε ένα γάμο, τρεις μέρες. Ένα βόδι είχαν σφάξει και το καταναλώσανε όλο. Λοιπόν εκεί, για να παν' στην εκκλησιά τη νύφη, παίρναν ούζο, μια μπουκάλα ούζο και πίναν στο δρόμο. Απέξω απ' την εκκλησιά αρχίζαν το χορό, πρωτού να μπει η νύφη μέσα, "αλέμ-χαβασί" - "Πιγκί" το λέμε εμείς εδώ πέρα - "αλέμ-χαβασί" το λέγαν εκεί πέρα. Και γίνεται ο γάμος, κατεβαίναν πάλι πίσω, αρχίζει το γλέντι, με ταχειά, ύστερα την τρίτη μέρα έπρεπε να γυρίσουνε, όσοι ήταν παρέα, τα σπίτια τους, να κεραστούν. Λοιπόν, έφταξα αυτά τα χωριά, ούζο όντας πίναν, στην Πελόπη αυτό, ψήναν κουκιά για μεζέ και ροβύθια, με το ούζο. Αυτός ήταν ο μεζές τους... Λοιπόν, οπόταν πηγαίναμε, ήταν φιλότιμοι όλοι".

Αθήνα. «Στην Αθήνα στο Σύλλογο πήγαινα κι έπαιζα, στο Σύλλογο Παλιοχωριανών. Σ' αυτά με παίρναν και πάγαινα κι έπαιζα. Οπόταν μπορώ, πάω. Έρχεται κι ο γαμπρός μου (ο Δημήτρης Καραβάς) κι ένα εγγόνι έχω, κι αυτός, αν ευκαιρούν και μπορούν, δεν έχουν δουλειά, αφιλοκερδώς παίζουμε».

Αυστραλία. «Εγώ πήγα στην Αυστράλια και πάντρεψα μιαν εγγονή μου. Επειδή έχω κόρη εκεί πέρα παντρεμένη και πήγα και παρευρέθηκα εκεί πέρα κι έπαιξα και με το συγκρότημα, με το γαμπρό μου το Γιάννη (Καραβά) εκεί πέρα, παραδοσιακά. Όλη η Μυτιλήνη ήταν εκεί πέρα. Και στην Αυστράλια και στην Αθήνα, με γνωρίζουν όλοι: "Κι εγώ χόρεψα σε σένα", λέει "κι εγώ χόρεψα σε σένα", κάτι Μποριανοί, κάτι Βατουσιανοί, από παντού».

Με ποιούς μουσικούς έχει συνεργαστεί και πότε

«Ξεκίνησα απ' το '25. Το 1925 πήγα στην Αγιάσο, σε κάποιον Αχιλλέα Σουσαμλή. Μετά ήβγα, αρχάριος ακόμα, ήβαλα τον πατέρα μου σαντούρ(ι), ακομπανιαμέντο μονάχα κρατούσε. Είχε αδερφόν άλλον ο πατέρας μου και έπαιζε, βιολί έπαιζε, Στρατής Παντελέλης. Λοιπόν τον έπαιρνα, παίζαμε σε γλέντια, σε διασκεδάσεις μέχρι το '27».

Όταν απολύθηκε από τον στρατό, το 1929, επέστρεψε στο Παλιοχώρι, αλλά επειδή υπήρχαν ήδη αρκετά συγκροτήματα εκεί, εγκαταστάθηκε στην Αγία Παρασκευή και συνεργάστηκε με την κομπανία της οικογένειας μουσικών Σταμπουλή, που την αποτελούσαν ο Στρατής Σταμπουλής (κλαρίνο) και οι γιοί του, Παναγιώτης (σαντούρι), Στέλιος (κορνέτα) και Σαράντος (νταούλι).

Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, όταν άρχισαν να απολύονται οι αδερφοί του από το στρατό, τους πήρε μαζί του και έφτιαξε πλέον οικογενειακή κομπανία, που έμεινε γνωστή σ' όλο το νησί με την επωνυμία τα «Παντελέλια». «Μετά λοιπόν εγώ - ήταν κουραστικοί αυτοί, οι Σταμπουλήδες ... και τσ' άφησα λοιπόν από το '34-'35 και συν τω χρόνω πήρα τον αδερφό μου, τον ένα, τον Γιάννη (το 1935), τον έμαθα τρόμπα, κορνέτα που λένε. Πρώτα όμως πήρα το Βαγγέλη (το 1933), κι αυτός - απεθαμένοι είναι αυτοί τώρα - αυτόν, το Βαγγέλη, "τζαζ" (ντραμς) τον είχα. Όλοι ήταν πιο μικροί, εγώ τους εκπαίδευα, τους έδειχνα. Ε, μέχρι να 'ρθει κι ο Παναγιώτης παίρναμε κι ένα - δυο ξένοι, συμπληρώναμε. Μετά παίρνω τον Παναγιώτη (το 1938-39), τρομπόνι, αδερφό μου κι αυτόν. Κι έναν απ' τον Μπορό πάλι, αξάδερφον, (Παντελής) Παντελέλης κι αυτός, σαντούρ(ι), καλό σαντούρ(ι) ήταν και έκανα δικό μου συγκρότημα εκεί πέρα, στην Αγιά Παρασκευή. Τους έμαθα και μετά πηγαίναμε σε δουλειές, μας παίρναν, είχαμε όνομα βγάλει κει πέρα, καλό, να πούμε. Τηλεφωνούσαν και πηγαίναμε σε γάμοι, σε πανηγύρια, διασκεδάσεις. Μέχρι το '40 ήτανε αυτά. "Τζαζ" (ντραμς) δεν ήταν στην αρχή, δεν είχαμε. Νταβούλι, νταβούλι σκέτο. Εγώ τον πήρα τον Βαγγέλη κει πέρα, κατά το '35 - '36 αγοράσαμε "τζαζ" και τον πήρα εκεί πέρα. Εκεί πέρα να το παίξει δεν ηξέραν, αλλά ο Γιάννης, ο αδερφός μου, ήξερε απ' τη στρατιωτικιά μουσική που 'χε κάνει και τ' έδειξε. Ζόρι ήταν, από ένα σκέτο π' έπαιζε νταβούλι, να μάθει "τζαζ"... Όλα από μένα, όλα τα παραδοσιακά, όλοι τσι χοροί, τσι σκοποί που λέμε, από μένα τα 'μαθαν».

«Μετά, το '40, πήγαμε στρατιώτες. Μετά ήρθαμε εδώ, στο Παλιοχώρι, πιάσαμε αγροτικές δουλειές, τα κτήματα που είχαμε και παίζαμε σε πανηγύρια. Συνέχισα αυτό το επάγγελμα, παίζαμε, εργαζόμαστε. Παίζαμε και επί κατοχής, αλλά δεν άξιζε, ήταν "Τσολάκογλου" αυτά τα χρήματα, που παίρναμε. Πηγαίναμε, παίζαμε πάντως, πηγαίναμε».

Σε καφενείο στο Παλιοχώρι την δεκαετία του '60, διακρίνονται οι μουσικοί: Μανώλης Παντελέλης - βιολί, Παναγιώτης Παντελέλης ("Ασπαρτιά") - τρομπόνι, Γιάννης Παντελέλης - κορνέτα, Δημήτρης Γανώσης - κιθάρα, Γιώργος Γανώσης - σαντούρι, Παντελής Σκυβαλάκης - ακορντεόν, Ευάγγελος Παντελέλης - ντραμς. Πρόκειται για την κομπανία των αδερφών Παντελέλη ("τα Παντελέλια") σε συνεργασία με άλλους μουσικούς από το Παλιοχώρι. Αρχείο Γ. Γανώση.Από το 1940 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, οπότε διαλύθηκε σιγά - σιγά, η κομπανία των αδερφών Παντελέλη αποτελούνταν από τον Μανώλη (βιολί), τον Παναγιώτη («Ασπαρτιά» - τρομπόνι), τον Βαγγέλη (σαντούρι και ντραμς) και τον Γιάννη (τρόμπα ή κορνέτα). Στο μουσικό αυτό συγκρότημα συμμετείχαν περιστασιακά και άλλοι Παλιοχωριανοί μουσικοί, όπως ο Παντελής Σκυβαλάκης («Κρητικός»), ο Δημήτρης Γανώσης και ο Τιμωλής Παντελέλης στο ακορντεόν, ο Γιώργος Γανώσης στο σαντούρι και στα ντραμς. Κατά διαστήματα ο Μανώλης Παντελέλης συνεργάστηκε και με άλλους μουσικούς της περιφέρειάς του: «Εγώ και με τον (Γιώργο) Καβαρνό έχω παίξει. Πηγαίναμε, άμα χρειαζόμασταν κανέναν και έλειπε, έξαφνα παίρναμε έναν (Δημήτρη) Καμπάνη, το κλαρίνο, συμπληρώναμε, άμα γυρεύαν και κλαρίνο. Το γύρευε ο γαμπρός έξαφνα, σε γάμο... Και με τον Νίκο («Μπινταγιάλα») παίξαμε πολλές φορές μαζί, παίξαμε. Και στη Βρισά παίξαμε και στα Βασιλικά παίξαμε, σε κάνα πανηγύρι, ύστερα από την κατοχή, το '50 με '60, αλλά αραιά, καμιά φορά, δεν ήταν η κομπανία μας».

Αμοιβή σε είδος, αμοιβή σε χρήμα ή άλλα ωφέλη

«Βρισά, Βασιλικά, αυτά τα μέρη βάζαν καπνά, βάζαν σιτηρά, είχαν κτηνοτροφίες. Εμείς είχαμε δω το λάδι μοναχά. Η περιφέρεια Πλωμαρίου το λάδι, δεν έχει τίποτ' άλλο. Εκεί πέρα πληρωνόμαστε καλύτερα, στο βόρειο μέρος, γι' αυτό πηγαίναμε. Όλα τα πανηγύρια, στα Βασιλικά, Λισβόρι, Βρισά, όλ' αυτά τα μέρη και μέχρι το Βούρκο (Σταυρό)».

Στην Αγία Παρασκευή, τη δεκαετία του 1930 «παίρναμε από χιλιάρικο, όλο το συγκρότημα, ενάμισυ χιλιάρικο μέχρι δυό ήταν το καλύτερο, εκτός γάμους, κάναμε γάμοι, πιάσαμε και τρία και τέσσερα χιλιάρικα. Παίζαμε όμως γάμο κι αντίγαμο και χοροεσπερίδα αποσπερού, "μπάλλο" το λέγανε, αποσπερού παίζαμε δυο - τρεις ώρες, το Σαββάτο. Γιατί εκεί πέρα - τώρα τους κάνουν τους γάμους το Σαββάτο - τότε γινόνταν Κυριακή. Δευτέρα αντίγαμο κάναμε, παίζαμε το σκοπό "του γαμπρού", 2/4. Αλλά παίζαμε και εμβατήρια στο δρόμο για την εκκλησία. Και μετά καθίζαμε, κάναμε ένα - δυο κομμάτια δικά μας κι άρχιζε ο γαμπρός με τη νύφη να χορεύει και μετά, κρατούσε σειρά ο γαμπρός, τα κορίτσια χορεύαν, μέχρι τα μεσάνυχτα πάγαινε, ξημερωνόμασταν πολλές φορές. [...] Στο γάμο ή ο γαμπρός ή η οικογένεια του γαμπρού σε λέγαν, θα σε φέρω να παίξετε, πόσα θέλετε; Για την εκκλησία μονάχα πληρώνανε, για το δρόμο που θα τους πάμε, που παίζουμε. Και μετά αρχίζανε, ό,τι ρίξουν, μπαξίσια, μπαξίσια τα λέμε, χαρτούρα. Εκεί πέρα ό,τι πάρεις. Χορεύαν και κρατούσε ο γαμπρός σειρά. Είμαστε πιο ξεκούραστοι σ' αυτό. Ενώ στα πανηγύρια, να τα κλαις... Ερχόνταν έξαφνα. Είχαμε τρεις σειρές. Δεν είχαμε κανέναν ακόμα. Παρουσιάζονταν κανείς παραλής (πλούσιος), τον εβάζαμε...».

Επί κατοχής των Γερμανών: «Ε, ανάμεσα παίζαμε, "Τσολάκογλου" ήταν τότες τα λεφτά, δεν ήταν. Σε λάδια μας πληρώναν, σε λάδια. Ναι, στο ξύρισμα έδινες ένα αυτό, "μάρκα", τα πάντα όλα με μάρκα, δηλαδή ένα κομμάτι απ' τα τσιγάρα κι έγραφες απάνω: δυό κιλά λάδι, το όνομα, την υπογραφή. "Ταβλέλια" τα λέγαμε, "μάρκες", επί κατοχής».

Μουσικό συγκρότημα από το Παλιοχώρι τη δεκαετία του '50 ή '60. Παναγιώτης Παντελέλης ("Ασπαρτιά") - τρομπόνι, Μανώλης Παντελέλης - βιολί, Γιώργος Γανώσης - σαντούρι, Βαγγέλης Παντελέλης - ντραμς και Παντελής Σκυβαλάκης ("Κρητικός") - ακορντεόν. Αρχείο Μ. Παντελέλη.Τη δεκαετία του 1950, στα καφενεία της αγοράς του Πλωμαριού έκαναν συμφωνία με τους καφετζήδες να πληρώσουν τα έξοδά τους: «Μας πλήρωναν με τη χαρτούρα, αλλά μας έδινε και κατιτίς ο καφετζής, τα έξοδα μεταφοράς και τα ξενοδοχεία μας. Ε, καμιά φορά ξημερωνόμαστε, και θέλαμε και την επαύριο να καθήσουμι, πληρώναν το ξενοδοχείο. 200-300 φράγκα, το '50, μερδικό ο καθένας μας. Δηλαδή άμα πιάναμε ενάμισυ χιλιάρικο - δυό, όλο το συγκρότημα κι είμασταν 4, 5. Παίρναμε κι άλλους μουσικούς, ε βέβαια παίρναμε. Παίρναμε, κλαρίνο παίρναμε».

Ποιοί άλλοι μουσικοί ή τραγουδιστές υπάρχουν στην οικογένεια

-Μανώλης Παντελέλης. Παππούς του. Καταγόταν από τη Σάμο, αλλά παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στο Παλιοχώρι. Είχε 2 καφενεία στο Παλιοχώρι και ένα "ρακαριό" (εργαστήριο παρασκευής ρακής). «Αγόρια, οχτώ ο παππούς μου είχε να πούμε. Λέγαν ότι έπαιζε λαγούτο, είχε έρθει απ' τη Σάμο κι έπαιζε λαγούτο εδώ πέρα».

-Κώστας Παντελέλης. Πατέρας του. Έπαιζε ακομπανιαμέντα στο σαντούρι, που του είχε διδάξει ο αδερφός του Στρατής, από το Νεοχώρι (Μπορό). Στο διάστημα 1925-27 συνόδευε το γιο του Μανώλη, που έπαιζε βιολί, ωστόσο ο ίδιος δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός.

-Βαγγέλης Παντελέλης (1910-94). Αδερφός του. Έπαιζε σαντούρι και ντραμς.

-Γιάννης Παντελέλης (1917-1986). Αδερφός του. Έπαιζε τρόμπα ή κορνέτα, αλλά και σαντούρι. «Αυτό το Γιάννη, δεκατριώ χρονώ τον έμαθα. Δεν έφτανε τα πόδια του κάτω στην καρέκλα, που καθόταν κι έπαιζε. Όχι μονάχα να διαβάζει, αλλά και θεωρία του 'δειξα, κλίμακες, αυτό. Στον Μαλλιαρέλη έμαθε. Ύστερα εξ αρχής τον πήρα εκεί, γίνηκε, κορυφή ήταν. Γιάννης το Παντελέλ(ι) άμα πεις, όλο το νησί τον ξέραν. Ο Γιάννης έμαθε δω, πήγε στρατιωτικιά μουσική, το '36, στην Αθήνα, στη Λάρισα. Στη Μεραρχία, έκανε τη θητεία του εκεί και μετά απολύθηκε και ήρθε στην κατοχή και φύγαν με βάρκα στην Τουρκία και πήγε ως μουσικός που ήξερε, ανάλαβε ορχήστρα, διεύθυνε. Απ' τη Μελίντα καρσί, τους πιάσαν οι Τούρκοι, τους βάλαν σ' ένα κτίριο λέει κι αφήκαν το παράθυρο ανοιχτό. Ήταν το παράθυρο ανοιχτό, πηδήξαν... Μονάχα αυτός έφυγε. Δεν ήταν στο ΕΑΜ. Επειδής δεν είχε τρόφιμα, τέτοια, εκτός από το όργανο δεν έκανε άλλη δουλειά και έφυγε. Μέσα στη στρατιωτικιά μπάντα, στην Μέση Ανατολή, διηύθυνε αυτός Ιταλούς μουσικούς - μας τα λέγαν οι άλλοι που ήρθαν εδώ πέρα. Λεφτά όσα έπαιρνε, που κάναν κάθε επίδειξη να πούμε, τα μοίραζε στις οικογένειες που ήταν από δω φευγάτοι. Τα μοίραζε, ήρθε δω πέρα μ' ένα παντελόνι. Ήταν άλλος χαρακτήρας αυτός... Ο Γιάννης που λέμε, όταν έπαιζε το γραμμόφωνο εκεί πέρα, ό,τι ήταν, μπορούσε να γράφει μουσική. Είχε χορτάσει να πούμε και σολφέζ. Κάθε που χτυπούσε ήξερε ποιά φωνή (νότα) είναι, σπάνιο, δεν το ξέρουν όλοι... Και σαντούρ' έπαιζε και τρόμπα έπαιζε. Ήταν γερός. Είχε μαθηταί στην Πέτρα βγάλει ο Γιάννης μας, ένα κλαρίνο και μια τρόμπα είχε βγάλει. Και είχαν κάνει ένα συγκρότημα κι αυτοί στην Πέτρα μέσα».

-Παναγιώτης Παντελέλης («Ασπαρκιά») (1921-1995). Αδερφός του. Έπαιζε τρομπόνι.

-Τιμωλής Παντελέλης. Ανηψιός του, γιος του Βαγγέλη. Παίζει ακορντεόν.

-Στρατής Παντελέλης. Θείος του. Καταγόταν από το Παλιοχώρι, αλλά παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στο Νεοχώρι (Μπορό). Έπαιζε βιολί. «Ο πατέρας ο δικός μου κι αυτός ήταν αδέρφια. Ήταν οχτώ αδέρφια, εδώ μες στο Παλιοχώρι. Ο παππούς μου ήβγαλε βιολί, τον Στρατή Παντελέλη να πούμε, αυτόν, απ' το Μπορό. Βιολί γλύκα. Κι ύστερα έβαλε και τον γιο του, Παντελή, σαντούρι και παίζαν καλώς. Ε, ακμάζαν τότες, δεν είχε και αυτά. Πηγαίναν στη Μικρά Ασία και παίζαν. Εγώ ακουστά τα 'χω. Ξέρω, τώρα που παίζαν μαζί. Γιατί εγώ πήγαινα για να εξασκηθώ, πήγαινα μαζί με το θείο μου κι έπαιζα...».

-Παντελής Παντελέλης. Ξάδερφός του, γιός του Στρατή Παντελέλη. Έπαιζε σαντούρι.

(Το Βιογραφικό Σημείωμα του Μανώλη Παντελέλη βασίστηκε στις συνεντεύξεις του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου", τον Μάϊο - Ιούλιο του 1996 στο Παλαιοχώρι).

Σημ: Με τον όρο «Τσολάκογλου» εννοεί τα κατοχικά πληθωριστικά χαρτονομίσματα που εξέδιδε η κυβέρνηση του δοσίλογου πρωθυπουργού Τσολάκογλου.