|
|
Το πανηγύρι της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο στην Αγιάσο έχει μακραίωνη παράδοση. Η προετοιμασία για τον εορτασμό ξεκινάει από τις αρχές του Αυγούστου και κορυφώνεται την παραμονή και ανήμερα της γιορτής, με τη συμμετοχή προσκυνητών που προσέρχονται από όλα τα χωριά της Λέσβου, καθώς και από την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα. Επίκεντρο το ιερού προσκυνήματος είναι ο Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου στο κέντρο του οικισμού με τη θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς «Αγία Σιών», την οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έφερε στην Αγιάσο από την Ιερουσαλήμ ο ιερέας Αγάθων ο Εφέσιος τον 9ο μ. Χ. αιώνα. Το πανηγύρι της Παναγίας διαρκεί πολλές μέρες. Παράλληλα με το προσκύνημα οι επισκέπτες προσέρχονταν στον οικισμό για να προμηθευτούν είδη διατροφής και βιοτεχνικά προϊόντα (όπως σιδερένια αγροτικά εργαλεία, πήλινα σκέυη, ξυλόγλυπτα), για τα οποία ήταν περιώνυμη η Αγιάσος. Μέχρι σήμερα ο οικισμός φημίζεται για την αγγειοπλαστική και ξυλογλυπτική του παράδοση, καθώς και για τα οπωρικά και τα φρούτα, που μαζί με τα ποικίλα «παραδοσιακά» και «πανηγυριώτικα» είδη εκτείθενται στα καταστήματα και τους πάγκους των πλανόδιων πωλητών στα καλντερίμια της Αγιάσου. Μέχρι την δεκαετία του 1980 τα τοπικά μουσικά συγκροτήματα καθώς και οι κομπανίες που προσέρχονταν από όλη τη Λέσβο έπαιζαν νυχθημερόν στα καφενεία και τα κέντρα της Αγιάσου. Σήμερα οι μουσικές έχουν εκλείψει, όμως το πλήθος του κόσμου παραμένει αμείωτο και η πανηγυρική ατμόσφαιρα ιδιαίτερα ελκυστική. Ο Στρατής Παπανικόλας, συγγραφέας θεατρικών έργων και εκδότης του σατιρικού εντύπου Τρίβολος (1931-1941 και 1952) στη Μυτιλήνη, περιγράφει με συναρπαστική γλαφυρότητα και σατιρική διάθεση την ατμόσφαιρα του πανηγυριού της Παναγίας στην Αγιάσο το 1933: «ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗ. Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΙΣ Εκτός από τις 15 μεγάλες και άρτιες κομπανίες των επισήμων κέντρων, μεταξύ των οποίων και πάλιν εξεχώριζεν ο Κακούργος (Παναγιώτης Σουσαμλής) με το κλαρίνο του, τα πολιτάκια του Κήπου της Παναγίας με τις ακούραστες τραγουδίστρες, ο Στέλιος του Τζιτζιρέλη και άλλες, εμετρήσαμε και υπέρ τις τεσσαράκοντα αυτοσχέδιες κομπανίες εκ περάτων Λέσβου. Σε κάθε κέντρο και το πιο μικρό και το πιο απόκεντρο έπαιζε και μουσική με βάσιν ένα κλαρίνο, ένα βιολί, ένα ζουρνά ή μία κάϊντα και ακομπανιαμέντο το σαντούρι ή το ντούμπανο. Χωριστά οι λατέρνες και τα γραμμόφωνα, ων ουκ έστιν αριθμός. Όπου και αν επήγαινε κανένας τα ακουστικά του τύμπανα επλήττοντο πανταχόθεν από ανάκατα μουσικά κύματα και κρότων τυμπάνων και από τα πέριξ της κωμοπόλεως υψώματα εδοκίμαζε την εντύπωσιν κάποιας υπεργήινης συναυλίας, που έβγαινεν όμως από τα έγκατα της πολυθόρυβης κοιλάδος». (Στρατής Παπανικόλας, Τρίβολος, αρ. φύλλου 87, 18/8/1933). |